
Holly Old Friend
[…διήγημα με μουσικό φόντο ένα από τα τραγούδια που ξεχωρίζουν στο μοναδικό φιλμ του Κουέντιν Ταραντίνο, Pulp Fiction. Son Of A Preacher και έπειτα ξεκινάει η ιστορία…]
Έβαλε στο κασετόφωνο να παίζει τ’αγαπημένο του κομμάτι. Του άρεσε να το ακούει όταν είχε εμπρός του κάποιο μεγάλο σκοπό. Τον ξεσήκωνε με έναν τρόπο θαυμάσιο, εκείνη η τρομπέτα του έδινε όλο το κουράγιο του κόσμου. Και ήταν ακόμη το γεγονός πως έβρισκε τον εαυτό του μες στους στίχους του. Ήταν και εκείνος παιδί κάποιου ιερωμένου, είχε μεγαλώσει μαζί με τον Θεό, μα για τον μεγαλοδύναμο ο χρόνος δεν μετρούσε. Και έτσι ο Μπίλυ, το όνομά του ήταν το ίδιο με του τραγουδιού, σωστή η παρατήρηση, απέκτησε πυκνά, μαύρα γένια και έμαθε το πιοτό. Και συνήθισε να αλλάζει τα κορίτσια σαν τα πουκάμισα. Περνούσε τον καιρό του αράθυμα και τώρα πια δεν ήθελε την παραμικρή σχέση με τον Ύψιστο. Ο πατέρας του, ο ιερωμένος παρατηρούσε πως ο νεαρός απομακρυνόταν από το δρόμο ενός προκομμένου παλικαριού. Και έβαλε με το νου του να τον συνεφέρει, πότε με την κουβέντα, άλλοτε με το ζωνάρι, με άσχημα λόγια και κουβέντες σκληρές που αν δεν ήταν έτσι σκληρόπετσος ο Μπίλυ θα τον είχαν ρίξει στην άκρη του καναβάτσου, δίχως την παραμικρή υποψία να συνέλθει.
Απόψε ο Μπίλυ τα πίνει στου Ντέσμοντ. Τίποτε το διαφορετικό δηλαδή στην όλη κατάσταση. Η σκηνογραφία απολύτως καθορισμένη , ο νεαρός στο σκαμνί του και ο Ντέσμοντ να γυαλίζει κάτι θολά, παλιά ποτήρια με ανεπανάληπτα σημάδια από ξέφρενα μεθύσια. Στον τηλεοπτικό δέκτη, πάνω ψηλά και πλάι στο βαλσαμωμένο ορεινό λιοντάρι, διαφημίσεις, προσεχώς, χορευτές, το τσίρκο που έρχεται στην πόλη την επόμενη εβδομάδα, προπώληση εισιτηρίων και τα λοιπά και τα λοιπά. Εμβόλια, μερικές ειδήσεις, σκόρπιοι τίτλοι και τέλος. Ο λοιμός απειλεί πλέον ευθέως μερικές δεκάδες χιλιάδες παιδιά. Το ζήτημα κρίνεται επείγον. Κάθε συλλογική έκφραση θα πρέπει να διαθέτει στοιχεία ανθρωπισμού, έλεγε ο δημοσιογράφος με φόντο το μεγάλο πανό κάποιου οργανισμού. Πλάι του μπουσούλαγαν αποστεωμένα παιδιά, γερασμένα πριν την ώρα τους, με κάτι πελώρια, υδρόγεια βλέμματα, που συνοψίζουν με τον καλύτερο, δυνατό τρόπο το θετικό αποτύπωμα τόσων και τόσων συζητήσεων μες στις πολυτελείς αίθουσες.
Τότε η πόρτα άνοιξε, μα δεν ήταν κανείς, μόνον ο άνεμος, μόνον αυτός. Μα ο Μπίλυ ήξερε πως ήρθε να τον βρει εκείνος ο Παλιόφιλος. Τον αισθάνθηκε πλάι του, ίσως να τον άκουσε να παραγγέλνει εκείνο το φτηνό μπέρμπον. Τότε ήξερε καλά τι έπρεπε να κάνει. Πλήρωσε τον Ντέσμοντ, γέμισε στην αντλία τρία τετράγωνα παρακάτω το μπιτόνι και το φορτηγάκι του, η γέρικη Μάστανγκ γρύλισε ευχαριστημένη. Φόρτωσε μερικά τσουβάλια σιτάρι, αλεύρι και κονσέρβες, όσες μπόρεσε να βρει. Η καρότσα του ήταν παραγεμισμένη και καθώς περνούσε από διάφορα σημεία ελέγχου, στο ερώτημα πού τα πας αυτά φίλε, εκείνος αποκρινόταν, Γάζα. Εκείνοι γελούσαν μα ο Μπίλυ το εννοούσε, μαρσάριζε δυο φορές, η Μάστανγκ ανάσαινε και άφηνε μεγάλα κομμάτια λάσπη καθώς χανόταν στην ευθεία.
Τώρα πια, μετά από μήνες, με τα μαλλιά του πιο μακριά από ποτέ και το πρόσωπό του γεμάτο μηχανόλαδο και σκόνη του δρόμου, φθάνει στον προορισμό του. Μια διμοιρία κλείνει το δρόμο λίγο έξω από την κατεστραμμένη πόλη. Εκείνος μαρσάρει δυο φορές, εξηγεί, του κάνουν νόημα να κατέβει από το όχημα, ο Μπίλυ δεν καταλαβαίνει λέξη και δεν του αρέσει όταν του δίνουν εντολές. Προσπαθεί να τους ηρεμήσει, μιλάει γαλήνια, δίπλα του ο παλιόφιλος του κλείνει με νόημα το μάτι. Ο Μπίλυ χαμογελάει, κάτι δείχνει στον ορίζοντα, οι στρατιώτες γυρνούν, η Μάστανγκ κόβει μέσα από την έρημο, τα πράγματα στην καρότσα χοροπηδούν. Μερικά χιλιόμετρα πιο πέρα μερικά παιδιά πιάνονται από τ’αμάξωμα. Δεν φοβούνται και άλλωστε τι θα μπορούσε να συμβεί χειρότερο από αυτό που ζουν. Παίζουν και γελούν και του φωνάζουν, μπράβο Μίστερ, μπράβο. Ο Μπίλυ οδηγεί τώρα μες στην πόλη, οι σκοπευτές τον έχουν βάλει στο μάτι. Μια σφαίρα αρκεί και ο Μπίλυ ξεγλιστρά στην άλλη πλευρά της τοιχογραφίας. Μα τα έχει καταφέρει και τώρα στην πόλη, υπάρχει λίγη ελπίδα, μια χούφτα αλεύρι για τον καθένα.
Όσο για τον Μπίλυ, λογαριάζεται για άγιος και κανείς δεν ξέρει πού έχει ταφεί. Μόνον ο Ντέσμοντ μπορεί να λέει, πως τόσα χρόνια τα’πινε με έναν άγιο. Μπορεί να λέει, οι άγιοι πίνουν πολύ περισσότερο μπέρμπον από όσο μπορείς να φανταστείς. Πρέπει να αντέξουν με κάποιο τρόπο μακριά από την αμαρτία, καταλαβαίνεις, Παλιόφιλε.
Στο μεταξύ όσα διαβάζετε, διαθέτουν την υπόκρουση από το τραγούδι που περιλαμβάνεται στο αλησμόνητο Pulp Fiction, το εμβληματικό φιλμ από το μακρινό 1994. Ντάστι Σπρίνγκφιλντ, 1968. Επιβάλλεται για να συλλάβετε την ιστορία.
Black Lives don’t matter any more?
Τζορτζ Φλόιντ
[…Και κάπως έτσι πεθαίνουν τα κινήματα, μωρό μου… Μα οι απαντήσεις, στον άνεμο πετούν…]
Οκτώ λεπτά και μερικά δευτερόλεπτα. Η παγκόσμια κοινή γνώμη κρατάει την ανάσα της. Εκείνη του Τζορτζ Φλόιντ δεν θα επανέλθει ποτέ. Το θύμα δεμένο πισθάγκωνα , πεσμένο στο έδαφος με το γόνατο του αστυνομικού στο λαιμό του. Τριγύρω το πλήθος που περνάει αδιάφορα. Κανείς δεν έχει χρόνο, μα η ιστορία του χρωστά.
Λίγες μέρες μετά, το κίνημα Black Lives Matter ξεσηκώνει τα πλήθη σε όλες τις αμερικανικές πολιτείες. Στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες η συμμετοχή των νεανικών κινημάτων κάτω από τη σημαία του καινούριου συνθήματος είναι πάνδημη. Ο Τζορτζ γίνεται γκράφιτι, πανό, ακτιβισμός και πολιτική. Η λευκή Αμερική παίρνει τα μέτρα της, την ώρα που γίνεται φανερό πως η υπόθεση του Φλόιντ δεν θα αποτελέσει ακόμη μία στα αστυνομικά χρονικά. Οι εμπλεκόμενοι αστυνομικοί συλλαμβάνονται, δικάζονται και φυλακίζονται με πολυετείς ποινές. Όμως η υπόθεση δεν χωράει στο αρχείο και επανέρχεται με δριμύτερες συνέπειες για το σύστημα κάθε φορά που οι αρχές στη γη της απόλυτης ελευθερίας και του χρυσού ονείρου τραβούν το όπλο τους, ρίχνοντας τίτλους τέλους στα μοντέρνα, ρεαλιστικά γουέστερν.
Σήμερα,η ατζέντα δεν περιλαμβάνει την υπόθεση Τζορτζ Φλόιντ. Η δικαιοσύνη απεφάνθη, η αστυνομική καταστολή έγινε αγριότερη, χιλιάδες δημοσιογράφοι ανά τον κόσμο προβάλλουν διαρκώς στοιχεία και στατιστικές. Δεν ξέρω αν η εποχή τράβηξε το γόνατο από το λαιμό μας, αφήνοντας μας λίγο άνεμο για να πιστέψουμε. Δεν ξέρω αν συνηθίσαμε πως με αυτή η κομμένη αναπνοή συνιστά το καλύτερο που μπορούμε να καταφέρουμε.
Χθες είδα σε κάποιο διαδικτυακό κατάστημα να πωλούνται τα μπλουζάκια με το λογότυπο του κινήματος που ενέπνευσε ο Τζορτζ Φλόιντ. Τα είχαν σε προσφορά αφού φαίνεται δεν υπάρχει κανείς να τ’αγοράσει. Και κάπως έτσι πεθαίνουν τα κινήματα, μωρό μου.
Κυρίως, όχι σήμερα
Η Άννα μένει απέναντι από ένα υπέροχο, ατμοσφαιρικό καφέ. Εκεί εργάζεται ένας νέος, “κινηματογραφικής ομορφιάς”, ένας αληθινός κούκλος της τρίτης χιλιετίας. Όμως η Άννα δεν διαλέγει να πάει σε εκείνο το καφέ λόγω του κούκλου μα εξαιτίας της αρρυθμίας που έχει η ζωή της. Θέλω να πω ότι κάπως τον τελευταίο καιρό έχει χάσει το κέφι της, αγνοεί επιδεικτικά τα τηλεφωνήματα του αγοριού της, περιφρονεί τους γονείς και άλλα σημαντικά θέματα που απαιτούν μια κάποια κοινωνική συμπεριφορά. Δεν απομακρύνεται πολύ από το σπίτι, ίσως ένα ή δυο τετράγωνα. Το καφέ που βρίσκεται απέναντι και που δανείζει κουβέρτες σε εκείνους που επιλέγουν να πιουν τη σοκολάτα τους σε στυλ παγωμένου ήλιου της Πέστης είναι παραπάνω από ότι πρέπει.
Μια μέρα, θα είναι σε θέση να προχωρήσει λίγο πιο πέρα, ίσως έναν περίπατο στο πάρκο τριγύρω από το κάστρο. Μα όχι σήμερα που τρέμει να βρει τη φωνή της και τον τρόπο να υπάρξει. Η Άννα δεν έχει κουράγιο πια, φοβάται με το παραμικρό, τινάζεται κοπαδιαστά κάτω από το βάρος μιας και μόνης εκπυρσοκρότησης. Η Άννα έχει ορισμένες καλές μέρες και ποντάρει στον εαυτό της πως θα ερωτευτεί δίχως προσπάθεια. Κάποτε, όλο κάποτε. Ακόμη και το ομορφόπαιδο του καφέ που ίσαμε να τελειώσει η ιστορία θα ‘χει γεράσει και θα’ναι μια πεθαμένη πόλη στο πουθενά του κάμπου, το γυαλί απ’το παράθυρο, που στέλνει σινιάλα λέγοντας όλα εντάξει, αντέχω, οκ μια ορισμένη ώρα.
Μα όχι σήμερα που το φράγμα του φωτός έχει απομείνει ανεβασμένο. Όχι σήμερα.
Α.Θ