Στις φωτογραφίες όλα φορούν μαγιάτικα στεφάνια

Η Τάνια Τσανακλίδου που μιλά με τους στίχους της Λίνας Νικολακοπούλου στην κόψη της μουσικής του Σταμάτη Κραουνάκη. 1988, λίγο πριν γυρίσουν για πάντα οι δεκαετίες και γραφτούν τα καλύτερά μας τραγούδια, αυτά που πυκνώνουν εντός τους αναμνήσεις και υποσχέσεις και αγάπες, σπουδαίες και πεθαμένες, μαμά.

Στο ξύλινο πάτωμα σωριάστηκε. Δεν το κατάλαβε πώς έγινε, μονάχα θυμάται πως έχασε προς στιγμή την ισορροπία του και έπειτα βρέθηκε εκεί, σε στάση ευάλωτη να γυρεύει απαντήσεις. Ο παρουσιαστής του σαββατόβραδου ποζάρει εμπρός στις κάμερες, χορεύει με στυλ, με έναν συγκρατημένο ενθουσιασμό κάθε φορά που ο λαϊκός τραγουδιστής φθάνει στο ρεφρέν. Ψιθυρίζει τα λόγια πάνω ακριβώς από το κεφάλι του. Η ζωή του παρουσιαστή χωρά – για φαντάσου –  μες σε 50 ίντσες, όπως και η δική του, καλλιεργημένη μες στα πενήντα ασφυκτικά τετραγωνικά με τα βιβλία και την αρχαία μπερζέρα. 

Σε λίγο θα σηκωθεί μα ετούτη η θέση κάπως του αρέσει, αφού για εκείνον πια δεν έχει πιο χαμηλά. Θα παραμείνει έτσι για λίγο. Ο παρουσιαστής διασκεδάζει και στην κόψη ενός μελαγχολικού τραγουδιού, σκουπίζει ένα δάκρυ που κύλησε. Ώστε λοιπόν, εκείνος ο παρουσιαστής είναι ζωντανός, όπως ζωντανές θα΄ναι για πάντα οι κλειστές πόρτες, τα παράθυρα και η νύχτα με τις φωνές, με τους κινδύνους και την ησυχία της . 

Σε λίγο το δράμα θα αλλάξει, την οθόνη διασχίζουν σαν φευγαλέα, φανταστικά ατμόπλοια τα δώρα της εκπομπής. Το καλύτερο είναι ένα λευκό αυτοκίνητο που με ορθάνοιχτες τις πόρτες του σαν φτερά, ίσως να μπορεί να τον πάρει κάπου μακριά. 

Ας πούμε, εκεί που φέγγουν κάτι χρυσά παραθυράκια. Εκεί που νυχτώνει η πόλη, με τα εικονοστάσια της ύπαρξής μας, χτισμένα δεκάδες ορόφους ψηλά. Αν τάχα ποτέ κατορθώσει και σηκωθεί από τούτη την θέση, όλα θα τα αρνηθεί. Με το λευκό  αυτοκίνητο θα ταξιδέψει μακριά από την πόλη. Σε μια γέφυρα θα πετάξει τα κλειδιά από το μικρό του διαμερισματάκι  ποτέ να μην σκεφτεί πως υπάρχει ελπίδα να επιστρέψει. Θα τα πάρει ο ποταμός όσο εκείνος γυρεύει μια θέση μες στον ξένο κόσμο.

Και όμως ακόμη βρίσκεται εκεί με δακρυσμένα τα μάτια του, ανάμεσα σε πλαστικά τριαντάφυλλα, καπνισμένες κορνίζες και νιάτα που τόσο γρήγορα τον προσπέρασαν. Βρίσκεται εκεί , ανάμεσα στις καρδιές που αγάπησε κάποτε και πρόδωσε. Έξω η νύχτα να λιώνει σαν ροζ παγωτό γύρω από την πόλη και μια ασημένια πεντάρα πίσω από τα σύννεφα, έξω από τα παραμύθια και τις αγάπες.  Κανείς δεν θα του πει και κανείς δεν θα ανοίξει εκείνη την πόρτα. Βλέπετε, την παρήγγειλε να είναι ασφαλείας, έτσι που όλα να μένουν απ΄έξω. Και οι έρωτες και οι φιλοδοξίες και η ευτυχία του η ίδια που δεν βρήκε ποτέ της έναν τρόπο για να μπει. Τώρα όλο του τα ταλέντα πεθαίνουν στο πάτωμα, ανάμεσα σε αδειανά μπουκάλια από ουίσκι και σόδα, μες στους τέσσερις τοίχους του μικρού του διαμερίσματος που αγόρασε με τόσο κόπο, υπογράφοντας χαμογελαστός τα χαρτιά που του αραδιάζει εκείνος ο επίσης χαμογελαστός υπάλληλος σε  ένα χαμογελαστό κατάστημα μια χαμογελαστή εποχή που πέρασε και πάει. 

Όταν θα ξημερώσει θα σταθεί όρθιος και πάλι. Κανείς δεν θα διακρίνει την ρωγμή γύρω από τα μάτια, κανείς δεν θα καταλάβει πως μέσα του κάτι γερνά και το αίμα του ταράζει. Κανείς δεν θα καταλάβει πως πρόκειται για έναν άγγελο με σπασμένες φτερούγες που κλαίει και κλαίει μες στις σταθερές τις  τροχιές του. Αυτές που ξερνούν την μισθωτή εργασία κάθε μέρα, όλο και περισσότερη και όλο πιο θλιβερή.  Δεν θα ΄ναι δικό του το φταίξιμο μα η μελαγχολία του θα του ανήκει πέρα για πέρα, μια άγρια μελαγχολία που θέτει σιωπηρά σε λειτουργία τους μηχανισμούς της απόγνωσης εντός του. Δεν θα΄ναι δικό του φταίξιμο όταν θα ΄ρθει κάποια ώρα που το παλιά του τραύμα θα ανοίξει, δεν θα΄ναι δικό του το λάθος για τις αδειανές καρέκλες και την θέση που περιμένει τόσα χρόνια να καλυφθεί. Δεν θα΄ναι δικό του το φταίξιμο για τον κόσμο που τρεμοσβήνει μες στο μυστήριό του το μέγα. 

Ξημέρωσε, τώρα στο ταβάνι φάνηκαν κάτι βρόχινα σύννεφα. Από παντού κυλούν μεταξένια κομφετί που σχηματίζουν ονόματα ερώτων περαστικών και άτυχων. Νιώθει πως γέρασε τόσο μες σε εκείνο το βράδυ μα δεν έγινε καθόλου σοφότερος. Και έτσι αργά, καθώς όλα ξυπνούν από τον λήθαργό τους, κατορθώνει και σέρνεται ως το καλαίσθητο σεκρετέρ σε στυλ Μπαουχάους, με τη θαυμάσια οικονομία και το συρτάρι ντυμένο με την ανοιξιάτικη ταπετσαρία. Είναι ακόμη μεθυσμένος και όλα γύρω του στροβιλίζονται σαν κουρασμένες χορεύτριες. Η πόλη με το ξημέρωμά της, με τα σπίτια , με μια  ακρωτηριασμένη προοπτική πέρα μακριά. 

Σχηματίζει τον αριθμό. «Μαμά; Φοβάμαι μαμά, Γερνάω μαμά». 

Μα στην άλλη γραμμή δεν είναι κανείς. Μονάχα ένα κορίτσι που επαναλαμβάνει με μια χαρούμενη ηχογράφηση, πως αυτός ο αριθμός δεν χρησιμοποιείται πια. Και όμως όταν το κορίτσι στην άλλη γραμμή παίξει τον ρόλο του, εκείνος δίχως αποδέκτη και κάπως πεισματικά, θα ψιθυρίσει δυο λόγια. 

Μαμά, και ας ξέρω πως δεν είσαι πια εκεί, να ξέρεις παρέμεινα για πάντα ανορθόγραφος και ο χρόνος γλίστρησε σαν το νερό μέσα από τα χέρια μου, μαμά. 

Η πόλη ξυπνά και εκείνος κατευθύνεται βιαστικός στην στάση του λεωφορείου. Και γελά μονάχος του,που δεν άλλαξε καθόλου και παραμένει μέχρι σήμερα ένας αργοπορημένος ταξιδιώτης της ζωής. Τίποτε άλλο, έξω από αυτό, μαμά.