Απόστολος Θηβαίος | Χερουβείμ

© Lee Friedlander

 

σ΄όλη την Ελευσίνα
μιλούσαν για τα
κράνη του Ορφέως
που βρέθηκαν διάσπαρτα
στις ακτές της πόλεως
στις γειτονιές της
φριχτής,
βιομηχανικής μας
μοναξιάς

 

Χερουβείμ

Απ΄τις παραβολές των Αθηνών

Αφού έλυσαν τα προβλήματα που είχαν προκύψει με τον φωτισμό και την σειρά των ομιλητών, ανήγγειλαν πανηγυρικώς την ομιλία του προέδρου. Το πλήθος ήτο μετρημένο, πάει να πει πως δεν υπερέβαινε μερικούς μέθυσους και τους διακριτικούς θαμώνες της ταβέρνας του λιμανιού. Τα αδέρφια από τον Βόλο που την δούλευαν εδώ και δεκαετίες τα ονόμαζαν τα Χερουβείμ και είχαν να λένε για τον αγγελικό τους οίνο, τις εξαίρετες σοδειές του που συντρόφευαν όλο τον χειμώνα τους επισκέπτες, τη βαθιά και τρυφερή τους σχέση με την πατρίδα. Φωτογραφίες εποχής του Πηλίου, μεταξοτυπίες με έργα του σπουδαίου ζωγράφου Θεόφιλου και σκεύη παραδοσιακά κοσμούσαν το ημιυπόγειο ποτοπωλείο. Τα Χερουβείμ δούλευαν ολημερίς στην κουζίνα. Αργά το βράδυ τους έβρισκες στα πίσω τραπέζια, αποκαμωμένους να μετρούν τα χαμένα τους όνειρα.

Εκείνο το απόγευμα φόρεσαν τ΄ακριβά τους ρούχα, κάτι κοστούμια από γυαλιστερό, μαύρο ύφασμα. Και δεν μπήκαν στην κουζίνα καθώς πάντα, μα στάθηκαν έξω απ΄το μαγαζί που ΄χε στολιστεί σαν επιτάφιος με γλάστρες και βασιλικούς και κατακίτρινες ανεμώνες των ευτυχέστερων, χρωματικών συνδυασμών.Ο αρχηγός φάνηκε περί τις επτά, συνοδευόμενος από μια παράξενη κουστωδία. Ένας ιερέας, μια ιερόδουλος, το κλιμάκιο των εργατών της βιομηχανίας του φωσφόρου και δυο κορίτσια απ΄τον χριστιανικό οίκο της Παρθένου που ανατρέφει και προικίζει με τ΄αζημίωτο τις άπορες κορασίδες. Πίσω απ΄το πλήθος που κρατούσε τα βάγια και τ΄ανέμιζε με στυλ επικό ερχόταν ο αρχηγός. Φορούσε ένα παλιό κοστούμι του και το φέσι   με την ζωηρή, ολόμαυρη φούντα του να πέφτει πάνω στους ώμους του. Ο αρχηγός ερχόταν με βήμα αποφασιστικό, σαν μελλοθάνατος που βαδίζει ίσια προς τον θάνατο και το ποίημα. Κάτι γυναίκες πλησίασαν, φίλησαν τα δυο του χέρια και το φιλντισένιο κομπολόι του που δακρύζει απ΄τον σκοτωμένο ήλιο. Παντού στη σκοτεινή μας γειτονιά έλεγαν τα ίδια λόγια μ΄έκπληξη ολοφάνερη και δέος. Λένε πως είναι ο αρχηγός, ένα πρόσωπο μυθικό! Δόξα τω Θεώ που ΄ρθε απόψε στην γειτονιά μας. Δοξασμένος ο ύψιστος που μας αξίωσε ο θεός να ιδούμε τον αρχηγό. Είπαν πως στο τέλος των ομιλιών του μοιράζει χρυσές λίρες στ΄αγόρια και δίνει αφιδώς την ευχή του στα κορίτσια της παντρειάς. Να πλησιάσουμε και αν πρέπει, να χειροκροτήσουμε όλο ζωντάνια τον αρχηγό που μας αξίωσε ο θεός απόψε με τα μάτια μας να μαρτυρήσουμε.

Τα Χερουβείμ υποκλίθηκαν ελαφριά και κέρασαν τον αρχηγό το πιοτό του καλωσορίσματος. Εκείνος ήπιε και έσπασε το ποτήρι που ΄κανε έναν κρότο φανταχτερό ανάμεσα στα σπίτια. Ο αρχηγός εισήλθε στο κατάστημα συντροφιά με τους ακολούθους του. Πήρε την θέση του στο μέσον της μικρής σάλας προσμένοντας το πλήθος να συρρεύσει. Σε λίγο έφθαναν τα παιδιά των μηχανουργείων, Λένορμαν και άσβεστη ψυχή μου, οι σιδεράδες και οι οργανοκατασκευαστές. Φάνηκαν και οι γυναίκες της παλιάς εποχής με τα χέρια των σταυρωμένα, ολόκληρες αφοσιωμένες στον θεό. Γέμισε το μαγαζί, κάτι καλόπαιδα σκαρφάλωσαν στις ξυλοδεσιές. Εκεί που καθώς λένε ζει τ΄όνειρο και η παλιά βροχή του κόσμου, μα όλα τούτα συνιστούν αντικείμενο μιας άλλης μυθολογίας.

 Άμα πιάστηκαν οι θέσεις ένας απ΄τους ακολούθους ψιθύρισε στον αρχηγό πως είναι όλα εντάξει, πως μπορεί ν΄αρχινήσει τον μαγευτικό του λόγο, εκείνες τις αποφασιστικές προτάσεις που λίγο θέλουν για να χαλάσουν τον κόσμο. Ο αρχηγός δάκρυσε, ο αρχηγός έπεσε, τ΄ακούτε; Ο αρχηγός έπεσε να πεθάνει. Όχι από αγάπη, μα απ΄την μεγάλη του καρδιά που δεν μπορεί ν΄αντέξει τ΄άδικο το συντελεσμένο. Ο αρχηγός φαίνεται ψηλότερος, σαν να τον γέννησαν οι μανάδες του Κενταύρου, φαίνεται ομορφότερος  βγαλμένος απ΄τα ταβάνια του Βερονέζε. Μοιάζει με τους επιβλητικούς πολέμαρχους της κλεφτουριάς που ροβολάνε τις πέτρες και τ΄αρμυρίκια και άλλο δεν ζητούνε απ΄την συναγωγή της ζωής.

Μίλησε για δυο περίπου ώρες, προξενώντας αδιαμφισβήτητα αυτό που σήμερα ονομάζεται γενικός θαυμασμός. Τι λόγια, τι λέξεις, πόσες ιδέες, τι νηφάλιο το διάφανο και αλλαργινό πνεύμα του αρχηγού. Τι ωραία τα δυο του χέρια όταν ζωγραφίζει στον άνεμο τις πρώτες του κόσμου λέξεις, τι πικρά τα δυο του μάτια που αντικρίζουν ολημερίς σκηνές απ΄το φριχτό έπος που δίδαξε η ιστορία στα παιδιά της. Τα λόγια του αρχηγού έφθαναν μέσα από κοχύλια και θαυμαστούς ενισχυτές. Και ήταν τα τρυφερότερα απ΄τα λόγια των αγγέλων και οι πιο γλυκές ελπίδες μας. Τα Χερουβείμ εδάκρυσαν και είπαν πως ο σκοπός τους σ΄αυτήν τη ζωή εκπληρώθηκε πια.

Μες στις ιακχές και την φανατική προσήλωση του κοινού ο αρχηγός αποφάσισε πως  είχε φθάσει πια η ώρα για να αποχωρίσει. Η κουστωδία του, -καφενεία μου νεκρά, χαλάσματα και θάλασσες και ομηρικές σπηλιές και το Ντεπώ καταμεσίς της άνοιξης-, άνοιξε τον δρόμο. Καθώς περνούσε ο αρχηγός πήραν να κλαίνε τα παιδιά στις δεσιές και όλοι μαζί θαυμάσανε την αυθεντική και τίμια μορφή του αρχηγού.. Καθώς έφευγε, κάποιος φώναξε, τέτοιος αρχηγός δεν θα ξαναβρεθεί και ίσια στον θάνατο και στο μεθύσι όλοι τους δόθηκαν. Τα Χερουβείμ φόρεσαν ξανά τις ποδιές τους και σέρβιραν τους απεγνωσμένους πελάτες. Ο αρχηγός ξεμάκραινε και όσο ετούτο το φόντο κρατούσε, γεννιόντουσαν οι θαυμαστοί, κρεμαστοί κήποι από τους μυστικούς ανθοκαλλιεργητές που δουλεύουν στα βάθη των περιβολιών. Να ζήσει ο αρχηγός κερνούσαν τα Χερουβείμ μες στο αρχαίο τους κατάστημα. Να ζήσει καθώς τα ψηλά βουνά ο αρχηγός μας! Το πρόσωπό του, μ΄ακούς, το πρόσωπό του είναι ολόκληρο από ψυχή.

Και όλοι μαζί φώναζαν και χειρονομούσαν και έκαναν το σταυρό τους που μια τέτοια χάρη τους δόθηκε. Να δουν τον αρχηγό τους, λαμπρό και ανεπανάληπτο να υψώνεται στο στερέωμα. Και όλοι μαζί ξανά τον λησμονούσαν όταν ξυπνούσε ο πόλεμος, χρόνια μετά και όταν σαν τον αρχηγό έλαμπε η κοινή στον έρωτα, την ομορφιά και τον θάνατο μοίρα τους.

Απόστολος Θηβαίος