Χρήστος Θ. Παπαγεωργίου | Μεσάνυχτα και κάτι

© Robert Adams

Στάθηκα στον

εξώστη της φωτιάς

που σιγόκαιγε μέσα μου

κι αφουγκράστηκα τη ζωή.


Ήταν μεσάνυχτα και κάτι.


Ζήτησα να πιω λίγο φως

από εκείνο που μπόρεσε

να υποτάξει το ανυπόταχτο

να αναδυθεί

από την ετυμηγορία της φυγής

να σπάσει τις αλυσίδες

που το έδεναν

στον βράχο της σιωπής

την ώρα

που το Βόρειο Σέλας

έβλεπε με μάτι αδιάφορο

τη μοναξιά του Χιονάνθρωπου

καταμεσής

της παγωμένης στέπας.


Ήταν μεσάνυχτα και κάτι.


Πίσω από το πέτασμα της ομίχλης

που δοκίμαζε

πάνω στα ασχημάτιστα κύτταρα

των εμβρύων της γνώσης

την αλληγορία της σκιάς

ένα ανυπεράσπιστο φύλλο

παρασύρθηκε

από τα βήματα του ανέμου

κι άκουσε

το ψιθύρισμα της βροχής

στα θολά τζάμια

των απόντων της όρασης.

                   

Δύσκολα μπόρεσα να διακρίνω

δυο τρία αστέρια

που κατάφεραν να διαπεράσουν

τη σάρκα του σκοταδιού

και υπογράμμισαν

την ύπαρξη τους

με αχνές

πλην όμως αδιάψευστες

αναλαμπές.


Ήταν μεσάνυχτα και κάτι.


Η περιπλάνηση θύμιζε σημαία

που κυμάτιζε στο κενό

και μάταια πάσχιζε

να κρατηθεί από κάπου

να μείνει ασάλευτη

να οριοθετήσει τη θέση της

με γόνιμα συνθήματα χρωμάτων

αποφεύγοντας τις παγίδες

που το κενό επιφυλάσσει.


Ήταν μεσάνυχτα και κάτι.


Το κενό

άπλωνε τη σιωπηλή του παρουσία

γύρω από το φως

κι εμπόδιζε

με αόρατες επίμονες κινήσεις

το ταξίδι στον Κόσμο.


Ήταν μεσάνυχτα και κάτι.

 


Ο Χρήστος Θ. Παπαγεωργίου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, όπου έκανε και μεταπτυχιακές σπουδές, στα Τηλεπικοινωνιακά Συστήματα. Εργάζεται στην Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας. Έγραψε τους πρώτους του στίχους σε ηλικία 12 ετών. Έκτοτε μέχρι τα 18 του χρόνια έγραφε ανελλιπώς, δουλεύοντας κυρίως πάνω στα παραδοσιακά μέτρα. Από τα πρώιμα αυτά πονήματα δεν απόμεινε τίποτα. Ακολούθησε περίοδος σιωπής αρκετών ετών, η οποία όμως τερματίστηκε, με αφορμή ένα τυχαίο γεγονός. Στη δεύτερη αυτή παραγωγική φάση υιοθέτησε πιο ελεύθερες φόρμες στον στίχο του, επιδιώκοντας με αυτό τον τρόπο την νοηματική του απελευθέρωση. Ουδέποτε όμως εγκατέλειψε εντελώς τα συμβατικά εκφραστικά μέσα με τα οποία ξεκίνησε.