Όρσα Δρετάκη | Το τραγούδι του γητευτή

© Florence Henri

Πάνω από τη τέντα μου, η βροχή σιγοχορεύει. Πάνω από τη τέντα μου η σιωπή σιγοχορεύει. Είναι οι καιροί σκοτεινοί. Μα ένα φως που ξέφυγε από τη καταχνιά τους επανέρχεται επαναστατικά. Και με κεντά. Όπως οι καβαλάρηδες του Αϊ – Γιώργη, κεντούν τ’ άλογα. Στη διαδρομή που σκοτώνει το σκότος. Εκεί που ανατέλλει ποθώντας να φτάσουν. Πατώντας τους δράκους και τις Ερινύες. Πατώντας την απουσία. Τότε βλέπω το υφάδι. Που έχει γίνει κάτι απογεύματα, λίγο πριν το λιόγερμα. Και πάνω του είναι κεντημένη η προσμονή αυτού που θα ‘ρθει. Χιλιάδες μικρά μικρά άνθη, στροβιλίζονται στο λαβύρινθό του. Και είναι δεμένα με μια παιδική οπτασία. Τότε που δεν υπήρχαν κατακτητές στα αρχαία θέατρα. Και το βλέμμα μου,- μια Μήδεια του νου, σκοτώνει τις σκέψεις- παιδιά της. Το δράμα στις απαρχές της Ιστορίας. Μιας Ιστορίας που ξέφυγε, λες, από τους βωμούς της Κυπρίδας. Εκεί που, ότι νιώθεις, καίγεται- θυσία στον Έρωντα. Ένα θεό χωρίς αγάλματα. Χωρίς την εξουσία της μορφής του στις παλιές αγορές. Εκεί που γέροι γλεντοκόποι, κερνούν και κάνουν σπονδές, για να κατευνάσουν το σκότος που θα ‘ρθει σύντομα. Απο τις αρχαίες πηγές βγαίνει ακόμα το δροσέρεμα των ευχών. Και από τις φλέες τις παλιές πάνω στα όρη γεννιούνται οι χείμαρροι. Που θα βαφτίσουν το είναι. Η βροχή δυνάμωσε τώρα. Και ακροβατεί πάνω στη τέντα μου. Αυτή που έστησα σε τόπους που οι Δρυίδες λένε τις ευχές τους. Και που τα φυλλώματα ψιθυρίζουν, χαϊδεύοντας τα σκοτάδια μου. Πάνω στον γκρίζο ορίζοντα ακροβατούν οι Κένταυροι. Που έχουν από καιρό εγκαταλείψει τα δάση πάνω στο αρχαίο όρος του βλέμματος. Και ένας γητευτής των υπόγειων οριζόντων παλεύει με την απουσία. Στους υπόγειους ορίζοντες κρύβονται οι φλέες. Οι αρχαίες πηγές. Από  εκεί ξεκινάνε όλα. Το μακρύ ταξίδι τους. Και γίνονται χείμαρροι και καταρράκτες. Που γεννιούνται πάντα στο σκοτάδι. Για να μπορέσει το πρώτο φως της Άνοιξης να πλύνει τον ιδρώτα του. Μετά από μέρες σιωπής. Μετά από χρόνους πολλούς σιωπής, η αρχαία φλέα αρχίζει ξανά το ψιθύρισμά της. Στο βάδισμα του γητευτή αναγαλλιάζουν οι πηγές. Και οι πληγές επίσης. Εκεί που μιά μαυροντυμένη γιαγιά κάθεται στο κεφαλόσκαλο και υφαίνει. Ένα υφάδι για τους χρόνους που θα ‘ρθουν. Δαντέλα το λιόγερμα, κατακόκκινη πάνω στη μαύρη ποδιά της. Και ψιθυρίζει το τραγούδι του γητευτή , το παλιό. Της αρχαίας φλέας. Ως μιαν επίκληση στην αυγή. Ως ευχή πάνω σε παλιά πληγή. Πέρα από τις εσχατιές των σκοταδιών και των Ερώντων.


H Όρσα Δρετάκη γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στην Ιατρική Σχολή Αθηνών. Έχει εκδώσει τα βιβλία: Το Άλικο Μπλε (Γαβριηλίδης 2016). Τότε που το σκοτάδι και το φως αγαπήθηκαν (Γραφομηχανή 2015). Στο θρόισμα του φεγγαριού (Γαβριηλίδης 2013). Το μπαχάρι της αυγής (poema 2013). Χάιδεψε ο άνεμος το φως (Βόλος 2011).
Έχει δική της περιοδική στήλη «Λέξεις πίσω από τον μύθο», στην εφημερίδα Χανιώτικα Νέα. Από το 2013 μέχρι σήμερα έχουν δημοσιοποιηθεί 56 άρθρα της.