«Ὡς εἴ τις λαλήσει πρὸς τὸν ἑαυτοῦ φίλον» (Ἐξ. λγ΄ 11) | Σκέψεις γιὰ τὴν Ποίηση τοῦ Δημήτρη Παπαδάκη

Γράφει ο Μελέτιος Στεφανᾶτος  

 Ἡ ποίηση εἶναι, κατὰ Πλάτωνα, μίμημα μιμημάτων, τεχνηέντως προβαλλομένη ἐξαπάτηση τῶν ποιητῶν, ἀποβλητέο μύθευμα ἀπὸ τὴν Πολιτεία τοῦ μεγάλου Φιλοσόφου. Εἶναι, ὅμως, κατὰ τοὺς βυζαντινοὺς ὑμνογράφους, καὶ «κρυπτόμενον κάλλος τῶν ἐννοιῶν ἀποκαλυπτόμενον1». Εἶναι «ἄρωμα τῶν κρίνων τοῦ ἀγροῦ οἱ λέξεις μας, τραγοῦδι ποὺ ἔχει κάτι τὸ προαιώνιο σὰν τὴν ἀκτή. Πρὶν νὰ περάσουν στὸ λόγο, ἄλλα ἦταν τὰ συναισθήματά μας, καὶ τώρα γυρίζουν σὲ μᾶς, σὰν ῥεῦμα μυστηριακό2». 

   Ἡ ποίηση πάντως τοῦ Δημήτρη Παπαδάκη στὴν πρώτη του ποιητικὴ συλλογὴ (Καὶ τοῦ πουλιοῦ ὁ Ἐσπρέσος, Ἀθήνα, 2023) εἶναι «ἀρπάγματα ἀπ΄ τὶς μυριωδιὲς τοῦ κόσμου» (Ἐν Ἀρχῇ ἦν τὸ Χαρμάνι). Ἴσως, ὅμως, εἶναι καὶ αὐτὸ ποὺ Ἅγιος τοῦ καιροῦ μας, τοῦ τόπου μας καὶ τοῦ τρόπου μας, Ὅσιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης, λέει: «Ὅποιος θέλει νὰ γίνῃ Χριστιανός πρέπει πρῶτα νὰ γίνῃ ποιητής. Αὐτὸ εἶναι! Πρέπει νὰ πονᾷς. Ν΄ ἀγαπᾷς καὶ νὰ πονᾷς. Νὰ πονᾷς γι΄ αὐτὸν ποὺ ἀγαπᾷς». Καὶ συμπληρώνει: «Χοντρὲς ψυχὲς κοντά Του ὁ Χριστὸς δὲν θέλει. Ὁ Χριστιανός, ἔστω καὶ μόνο ὅταν ἀγαπάει, εἶναι ποιητής, εἶναι μὲς στὴν ποίηση. Τὴν ἀγάπη ποιητικὲς καρδιὲς τὴν ἐνστερνίζονται, τὴν βάζουν μέσα στὴν καρδιά τους, τὴν ἀγκαλιάζουν, τὴν νιώθουν βαθειά».

   Ποιητικὴ καρδιὰ καὶ ὁ Δημήτρης Παπαδάκης μιλᾷ γιὰ «τὴ μοσχομυριστὴ ἀγάπη», «ποὺ στὸ ψέκασμά της ἀνθοβολᾷ τὴ γῆ», ἀλλὰ συγχρόνως «λιώνει καὶ τὸν σίδηρο» (Προσωποποιημένα Ντουλαπάκια). Ἡ ἀγάπη, ὅμως, συμπλέκεται καὶ συνδυάζεται μὲ τὸν προβληματισμὸ καὶ τὴν ἀνησυχία. Προβληματίζεται ὁ Δημήτρης Παπαδάκης γιὰ τὴ μνήμη καὶ τὴν ἀνάμνηση, γιὰ τὴ στιγμή, τὸν χρόνο καὶ τὴν αἰωνιότητα. «Δὲν ἐλπίζει σὲ καλύτερα παρελθόντα», ἀλλὰ «ἡ ἐλπίδα του στρέφεται σὲ χρόνους παροντικοὺς / καὶ πέραν» (Δὲν ἐλπίζω σὲ καλύτερα παρελθόντα)· «χρέος μας», λέει, «ὁ Ἐνεστῶτας· / ὁ κάθε Ἐνεστῶτας» (Ὁ καφὲς τοῦ Ἀπογεύματος), ἡ στιγμή, ἀφοῦ «κάθε στιγμὴ μοσχοβολᾷ τὴ χαρμολύπη» (Ὁ καφὲς τῆς Κυριακῆς). 

   Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ γράφῃ κάποιος Ποίηση. Εἶναι, ὅμως, ἐπίσης δύσκολο νὰ γράψῃ γιὰ τὴν Ποίηση. Καὶ εἶναι ἔργο δυσχερέστερο νὰ γράψῃ γιὰ τὸν ποιητή, ἰδίως ὅταν τὸν γνωρίζει. Διότι ἐκεῖ δὲν εἶναι ποὺ «οἱ λέξεις φταῖνε» μόνο. Φταίει καὶ τὸ πρόσωπο, ἡ γνωριμία, ἡ ἐπαφή, ἡ ἐπικοινωνία. «Συνάντησις εἴμεθα, ἐπικοινωνία, ἀμοιβαία ἐπίκλησις, στηριζομένη στὴν ἀναγνώρισιν τοῦ ἄλλου ὡς ἄλλου3», ἔγραφε ἄλλωστε ἕνας κρυμμένος ποιητὴς τῆς ἐποχῆς μας καὶ κατέληγε «στὴν οὐσία εἴμαστε διάλογος4». 

   Γράφω ὅμως γιὰ τὴν Ποίηση τοῦ Δημήτρη Παπαδάκη, ἐπειδὴ μοῦ ζητήθηκε. Ἴσως ἂν δὲν μοῦ ἐζητεῖτο νὰ σιωποῦσα, γνωρίζοντας ὅμως ὅτι «δὲν ἠμπορεῖ κανεὶς πάντα νὰ σιωπᾷ, ὅσο κι ἂν ἡ σιωπὴ εἶναι χρυσός5», διότι «σιωπηλοὶ εἴμαστε σὰν τοὺς φτωχούς6». Καὶ γράφω ὄχι ὡς κριτικός ἢ ὡς φιλόλογος, ὄχι ὡς ὁμότεχνός του, ἀλλ΄ «ἐνώπιος ἐνωπίῳ, ὡς εἴ τις λαλήσει πρὸς τὸν ἑαυτοῦ φίλον7», καθὼς «φίλος πιστὸς κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη, λιμὴν ἀναψύξεως8». Ὁ Δημήτρης Παπαδάκης, ὅμως, στὴν ποιητική του συλλογὴ δὲν εἶναι μόνον «κῆπος κεκλεισμένος», ἀλλὰ «ἄρχοντας τοῦ κήπου του» (Οἱ σχέσεις εἶναι χρῆμα), ὅπου (συν)ὑπάρχουν «πλάτανοι, κυπαρίσσια, μυγδαλιές,/ κάτι ἀγριόχορτα ἐκλεκτικά·/ τὸ λιόδεντρο, βασιλικοί,/ μία μικρούλα λεμονιά» (Οἱ σχέσεις εἶναι χρῆμα). «Ὅλα μέσα στὸν κῆπο αὐτὸ ἔχουν τὴ δική τους χάρι καὶ τὸ δικό τους χρῶμα καὶ ἄρωμα. Κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίδρασι τοῦ ἴδιου ἥλιου, τὸ κάθε λουλούδι σκορπᾷ τὸ δικό του ἄρωμα καὶ ἀναδίδει τὴ δική του ὀσμή9».

   Ἐλάχιστη μᾶλλον σχέση ἔχουν ὅλα τὰ παραπάνω, ἢ καὶ καθόλου, μὲ ὅσα ἤθελε νὰ πῇ ὁ Δημήτρης Παπαδάκης μὲ τὰ ποιήματά του. Δὲν δικαιοῦται, ὅμως, νὰ παραπονῆται. «Δὲν τοῦ ἀνήκουν πλέον/ ἀπ΄ τὴ στιγμὴ ποὺ συσκευάστηκαν» (Ἐν ἀρχῇ ἦν τὸ χαρμάνι), στοιχειωθετήθηκαν, ἐκδόθηκαν καὶ κυκλοφόρησαν στὴν πρώτη του συλλογή, τὴν καλὴ ἀπαρχὴ τῆς ποιητικῆς του παραγωγῆς, ποὺ μὲ τὴν ἔκδοσή της παραμένει, ὅπως λέει ὁ ποιητής, «ἀπείραχτη ἀπ΄ τὸ χρόνο» (Παλαμᾶς).

 

 1. Πρβλ. β΄ τροπάριον δ΄ ᾠδῆς Κανόνος Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης.

2. Μητροπολίτου Πριγκηποννήσων Δωροθέου, Ἡ Συνάντησις, Μυρτίδης, Ἀθῆναι, 1960, ιδ΄. 

3. Μητροπολίτου Πριγκηποννήσων Δωροθέου, ὅ.π., 5.

4. ὅ.π., ιγ΄.

5. Μητροπολίτου Σταυρουπόλεως Μαξίμου, «Ἀναμνήσεις ἀπὸ τὴν Ἱερὰν Θεολογικὴν Σχολὴν Χάλκης», Ἐπετηρὶς Ἑστίας Θεολόγων Χάλκης, Ἀθῆναι, 1980, 229.

6. Μητροπολίτου Πριγκηποννήσων Δωροθέου, ὅ.π., ιε΄.

7. Ἐξ. λγ΄ 11.

8. Γρηγορίου Θεολογίου, ὁμιλία 11η, εἰς Γρηγόριον Νύσσης.

9. Μητροπολίτου Σταυρουπόλεως Μαξίμου, ὅ.π., 240.