Απόστολος Θηβαίος | Ένα άλλο μάρμαρο

© Αντώνης Τσόκος

Μια ιστορία εμπνευσμένη από τον Ευγένιο Σπαθάρη και την τέχνη του που άκμασε μες στις ζωές μας, αφήνοντας ανεξίτηλα σημάδια. Στις 2 του Γενάρη ο Σπαθάρης γεννιέται στην Κηφισιά, το μακρινό 1924. Μα να που τα χρόνια περνούν και αυτός ο αιώνια νέος καλλιτέχνης μπορεί να καυχιέται ότι πάτησε, λέει, τα εκατό χρόνια. Αγγίζοντας τις φιγούρες του θεάτρου των σκιών, ακραγγίζουμε τον χρόνο, τίποτε λιγότερο. 

Ετούτη η ιστορία σε όλα αυτά στηρίχτηκε και στη διαπίστωση του Σκαρίμπα πως «οι Σπαθάρηδες υπήρξαν πραγματικά οι αληθινοί πνευματικοί ακόλουθοι του ελληνικού πνεύματος».

Τις πρώτες μέρες αυτού εδώ του καινούριου χρόνου το γαλάζιο μου στενό ερημώνει. Πάνε και οι μπάντες και τα χαρούμενα πρόσωπα και οι παρέες που περνούν αργά τα βράδια, με φίλους πιωμένους ως απάνω. Πάνε και τα λαμπιόνια που τακτοποιούνται στο παλιό κουτί των παπουτσιών. Για την επόμενη φορά, λέει με εκείνη την επιγραφή που αναφέρει «χριστουγεννιάτικα στολίδια», μια έκφραση ολότελα μελαγχολική. Κάτω στον δρόμο τα στρας των κοριτσιών που πατήθηκαν και τα σκουπίδια των δρόμων, σαν εμένα. Πολύ τις αγαπώ αυτές τις μέρες, που σε κανέναν δεν αρέσουν. Και κυλάνε αργά με ένα αργοπορημένο τηλεφώνημα διακοσμημένες με τα απομεινάρια του γιορτινού τραπεζιού εδώ και εκεί. Σε τούτα τα μέρη όλα αυτά τα φώτα έλειψαν για τα καλά και είναι απίστευτα λυπημένα τα βράδια. 

Μα υπάρχουν και κάτι στιγμές που όλα τα ανατρέπουν. Και συμβαίνουν πάντα όταν κανείς δεν τις περιμένει και όταν η μελαγχολία σού γδέρνει τα φύλλα της καρδιάς. Κάτι ανάλογο συνέβη και σε μένα, μια τέτοια στιγμή που άλλαξε για λίγο τη σκηνογραφία του γαλάζιου μου στενού.

 Θα ήταν στις 2 του Γενάρη, μες στην ανυπόφορη υγρασία όταν φάνηκε με όλη του την πραμάτεια. Εκείνος ο άνδρας θα ‘ταν φορτωμένος με κάτι περισσότερο από μισό αιώνα. Σιγοτραγουδούσε κάποιον σκοπό και έσερνε πίσω του μερικά ακαθόριστα πράγματα, στοιβαγμένα στο καρότσι που αγκομαχούσε, σκαλώνοντας στις εσοχές του δρόμου, στις κακοτεχνίες που μας ξαφνιάζουν, στα βήματά του που μπερδεύονται και ξαναβρίσκουν τον ρυθμό τους.

«Χρόνια Πολλά», μου ‘πε σε τόνο πανηγυρικό. Ανταπέδωσα, κάπως συγκρατημένα μια και είναι εύκολο να λησμονήσει κανείς τη φωνή του ή τους τρόπους τους ανθρώπινους σαν απομείνει για καιρό μονάχος του. «Σου έφερα το δώρο σου, είμαι βέβαιος πως τίποτε σαν αυτό δεν έχεις πάρει», συμπλήρωσε η αινιγματική φιγούρα, ντυμένη με ένα στενό σακάκι και ένα στραπατσαρισμένο ημίψηλο, ότι πρέπει για να σκαρώσει κάποιος σαν του Σκαρίμπα τα περιπαιχτικά αφηγήματα που μιλούν για τις εμμονές του βίου μας. Το πουκάμισό του ήταν φθαρμένο και ο γιακάς του καθόλου άσπρος πια. Η γενειάδα του, βάζω στοίχημα πως υπήρξε μια φωλιά για τα πουλιά, έτσι απεριποίητη που εκτεινόταν ως το στομάχι του. Ο ευγενικός κατά τα άλλα άγνωστος, συνέχισε. «Ω, το δώρο σου είναι σπουδαίο. Μόνο για σένα προορίζεται. Κάποιος μου είπε εμπιστευτικά «στο τάδε στενό θα βρεις κάποιον έτοιμο να πνιγεί μες στη μοναξιά του. Σε εκείνον θα προσφέρεις το δώρο σου, το ακριβό».

Δεν ήξερα τι να πω, μόνο που κοιτούσα εκείνον τον τύπο να στέκει σαν Χριστός μες στα ερείπια της ζωής μου. «Πολύ καλά, περί τίνος πρόκειται;», ρώτησα με φωνή τρεμάμενη, κάτι σαν κερί έτοιμο να το σβήσουν οι άνεμοι. Και τότε εκείνος ο άνδρας ακούμπησε την πραμάτεια του πλάι στην είσοδο του κλειστού μεγάρου. Ο φύλακας που είχε αποκοιμηθεί δεν ήρθε για συστάσεις. Σε λίγο, εκεί εμπρός στα μάτια μου, υψώθηκε ένα μικρό θεατράκι, πολύ γουστόζικο. Από την άλλη πλευρά της σκιάς φάνηκαν οι ανθρωπόμορφες φιγούρες του θεάτρου των σκιών, που παραμένουν αναλλοίωτες, κερδίζοντας στα σημεία το στοίχημα της αθανασίας.«Τι υπόθεση θέλεις να ‘χει το εργάκι σου;», αναρωτήθηκε ολότελα απορροφημένος από τις ετοιμασίες του, εκείνος ο άνδρας. «Ερωτική», είπα εγώ και τότε εκείνος χαμογέλασε πονηρά και έσκυψε στο μπαούλο για να βρει κάτι. «Ψάχνω την κόρη του πασά που πολύ την αγάπησε ο πρωταγωνιστής του έργου. Αν την δεις μην της μιλήσεις και για να την γνωρίσεις θα πρέπει να ονειρευτείς τους απρόφερτους συλλογισμούς εντός της και μια καθόλου συγυρισμένη καρδιά. «Άμα γυρεύεις τον έρωτα, τότε θα σου φανεί πολύ ενδιαφέρουσα αυτή εδώ η ιστορία. Και για να εξηγηθούμε, δεν έχει εισιτήριο η παράσταση, μόνο να, πού και πού να θυμάσαι να χειροκροτείς. Αρέσει πολύ στις σκιές, βλέπεις», είπε εκείνος ο άνδρας. Και έπειτα φόρεσε μια άλλη φωνή, ανακοινώνοντας τον τίτλο της παράστασης.

«Και εγώ σε αγαπώ», έτσι τιτλοφορείται το έργο που απόψε παίζεται μόνο για σας. Ο Καραγκιόζης που λέτε, σφοδρά ερωτευμένος με την μικρά και ανυπόμονος αθεράπευτα, σαν εκείνους τους χαρακτήρες από τα σωσμένα της Παλατινής ανθολογίας. Ο αδελφικός του φίλος, τον επισκέπτεται για να του αποκαλύψει πως χθες, λέει τη νύχτα, είδε ένα όνειρο. Ήταν λέει οι δυο τους, ο Καραγκιόζης και ο μεγάλος του, ο ανομολόγητος έρωτας σε μια από εκείνες τις βεράντες που θα μπορούσαν να γίνουν το θέατρο ενός αυθεντικού ρομανσέρο. Και τότε η νεαρά έγειρε στην αγκαλιά του ήρωα και αναστέναξε βαθιά. Ο Καραγκιόζης αναρωτήθηκε τι τάχα την βάραινε και τότε εκείνη του αποκάλυψε την μεγάλη της αγάπη. Και πως ο πατέρας της ο διαβόητος πασάς είχε σαν σχέδιο του να την αποστείλει στην Φλωρεντία για να βρει την τύχη της. Τα πράγματα εδώ δεν ταιριάζουν στα κορίτσια κόρη μου, συνήθιζε να λέει, αποκλείοντας κάθε συζήτηση.

Και ο πλανόδιος θεατρώνης, μια έπαιρνε το ρόλο του αφηγητή και άλλοτε πάλι ενσάρκωνε τον απελπισμένο Καραγκιόζη ή και την κόρη του πασά την ίδια. Μόνο τη φωνή του παράλλαζε μια στο τόσο, έτσι για να καθίσταται σαφές ποιοι κινητήρες δίνουν ώθηση στην ζωή μας την άδεια. Το έργο για να μην σας τα πολυλογώ είχε να κάνει με τον έρωτα, μια ιδέα του ιδείν και τους κατανοήσαι και του άψασθαι και του δοκιμάσαι τα σώματα. Από εκεί αρχίζει η ιστορία του μικρού, πλανόδιου θεάτρου που βρήκε απόψε έναν λόγο ύπαρξης μες στην πόλη που νυχτώνει αργά ,δίχως κίνδυνο πια. Με τις ιστορίες του πολύπαθου και εφευρετικού ήρωα, με την απαρασάλευτη κωμωδία που στήνει τις φάρσες της εμπρός σε τούτη τη ζωή την σκλαβωμένη, την γιομάτη εμπόδια και οδοφράγματα.

Έπειτα υποκλίθηκε και στάθηκε για μια στιγμή αποκαμωμένος στο πλάι μου, θαυμάζοντας και εκείνος την μικρογραφία της ιταλικής κομέντια, με την ποδιά που έχει ζωγραφισμένη την κοιλάδα του ¨Αρνου. Και εγώ συλλογίστηκα πως κάτω από όλες τις συνθήκες αυτός ο ατρόμητος, ο λαοφιλής Καραγκιόζης με το μικρό του θέατρο, ενώπιον μου, φαντάζει κάτι πολύτιμο, ένα είδος μαρμάρου που πασχίζουμε να επαναπατρίσουμε, μα με λιγότερο τουριστικό ενδιαφέρον και την ίδια στιγμή μια σημασία αισθητική. Αυτό το θέατρο που ανθίζει με μια εκφορά αυτού του νεοελληνικού Σαρλό και με την ειρωνεία του που δεν μπορεί να σβήσει με τίποτε τον λεγόμενο, λυρικό έρωτα αυτού του αθεράπευτα ρομαντικού πρωταγωνιστή, του ρακένδυτου, του Ρωμιού που είναι φτιαγμένος από στουπί και τον φυσά η φωτιά του καιρού του, με τις ψηφίδες του να κοσμούν εδώ και εκεί τα υπέροχα εργάκια.

Το άλλο πρωί βρήκα ακόμη αναμμένη τη σκηνή του μικρού θεάτρου. Είχα αποκοιμηθεί δίχως να προλάβω να αποχαιρετήσω εκείνον τον άνδρα. Οι φιγούρες πίσω από τον μπερντέ είχαν απομείνει παγωμένες. Κάτι παιδιά που φανήκανε, αμέσως αναγνωρίσανε τα μυστικά του Καραγκιόζη και βαλθήκανε να χτυπάνε τον ντενεκέ, να σκαρώνουν ιστορίες με το τίποτε, να γελούν και να μιμούνται την εκφραστική του φωνή. Γνωρίζανε μάλιστα να μιλούνε για πράγματα εξεζητημένα όπως το κιονόκρανο και ένα επιστύλιο που ‘χε το χαγιάτι της κόρης του πασά ζωγραφισμένο, έτσι για να δίνουν όλα μια γεύση μπερδεμένης ελληνικότητας. Ο νεαρός χαμογέλασε και είπε, απευθυνόμενος σε μένα. «Θέλετε να κάνετε τον θεατή; Δεν θα σας κοστίσει, ε τι λέτε;» και εγώ χαμογέλασα και ο άνδρας τώρα περνούσε από το βάθος του στενού. Στάθηκε και με χαιρέτησε, όσο εγώ θυμόμουν καθαρά τα χρόνια μου τα παιδικά. Ο άνθρωπος αυτός είχε γεράσει για τα καλά και έφερνε τόσο πολύ στον Ευγένιο Σπαθάρη. «Ξέρετε, κάθε 2 του Γενάρη παντού στην πόλη μπορείτε να βρείτε τέτοια αυτοσχέδια θεατράκια που παίζουν Καραγκιόζη και στηρίζονται σε πρωτότυπες ιστορίες, πολύ γουστόζικες, δικές μας. Να, εδώ πιο κάτω παίζεται »Η Κακούργα Πεθερά» και δυο δρόμους πιο πέρα, «Ο απαγχονισμός του Γρηγορίου του Ε´» και αλλού, πάντα στον δρόμο, το «Τρέξατε, ο αητός!» που ‘χει άφθονη πλάκα. Κάθε δύο του Γενάρη, πεισμωμένοι από την επίμονη αίσθηση της χειμωνιάτικης αγάπης, οργανώνουμε ένα καθώς πρέπει φεστιβάλ με πολύ κέφι για να θυμηθούμε τον Σπαθάρη, τον Καραγκιόζη, τον πολιτισμό μας τον έρμο που μπήκε στα μουσεία για δραγούμισμα και άφησε απ’έξω, ολομόναχα τα καλύτερα παιδιά του, ένα είδος παράδοσης εν δράσει».

Κάνε Θεέ μου, να τα καταφέρει ο Καραγκιόζης και τούτο τον αιώνα τον ελληνικό που όλα τα σαρώνει και επίμονα μας διαφωτίζει σβήνοντας τα δικά μας, τα ιερά μας τα σημάδια.

Απόστολος Θηβαίος