Απόστολος Θηβαίος | Ο καλός Μινώταυρος

© Dorothy Bohm

[…Δεν την ξύπνησε, μονάχα έδεσε την άκρη του μίτου
στο μικρό της χέρι, ποτέ να μην χαθεί ξανά.
Γαλάζιο το ξημέρωμα που την άφηνε να αποκαλυφθεί
Σιγά. Αθόρυβα. Τρυφερά…]

Τι και αν ζήτησαν μια άλλη μοίρα. Η γερουσία είχα πάρει την απόφασή της. Οι νέοι, με δάφνινα στεφάνια στο κεφάλι, στολισμένα τα κορίτσια με τα νυφιάτικα τους και τα αγόρια με λευκή χλαμύδα προχωρούν μες στον σιτοβολώνα. Ωραίες οι μέρες του καλοκαιριού για αυτήν την παράδοξη πομπή. Προχωρούν και τραγουδούν και παρά την μοίρα που τους προσμένει δεν χάνουν μήτε λεπτό το χαμόγελό τους, μήτε φοβούνται καθώς ξεπροβάλλει πάνω από τα πυκνά χορτάρια το έρμο βασίλειο. Για μια στιγμή το κουράγιο τους σώνεται, μα έπειτα συλλογίζονται τον υψηλότατο σκοπό της θυσίας του και προχωρούν, πιο αποφασισμένα από ποτέ. Τώρα η πομπή συνεχίζει μονάχη της. Η γερουσία έμεινε πίσω, ανεμίζοντας τα λευκά μαντίλια που φυλάνε για τους αποχαιρετισμούς. Έπειτα τα δένουν στα κλαδιά των δέντρων και έτσι από μακριά μες στην καρδιά των φυλλωμάτων, τα ολόλευκα μαντίλια θα θυμίζουν πάντα εκείνες τις λυπημένες πομπές που προχωρούν μονάχες τους προς την ύστατη πράξη και τον χαμό τον ίδιο.

Στα σπίτια εκείνων των παιδιών κανείς δεν λυπάται. Οι χωρικοί μαζεύονται γύρω από το μεγάλο τραπέζι και πίνουν γλυκό κρασί που θρέφει την λήθη και ημερεύει την άγρια τη νοσταλγία. Κάθε τόσο κάποιος υψώνει το ποτήρι του στο όνομα εκείνων των παιδιών. Έτσι μες στην νύχτα που πέφτει από παντού, στάλα τη στάλα και άστρο τ΄άστρο, μες στην σιγαλιά που χαρακώνει τη στιγμή, κάθε τόσο ακούγονται τα ονόματα. Τι πικρό προσκλητήριο Θεέ μου, τι άδικο τέλος για εκείνους τους ανθρώπους.

Μόνο αργά τη νύχτα ακούγονται οι οιμωγές από τα σημαδεμένα τα σπίτια. Ένα τρεμάμενο φως και οι θρήνοι της μάνας μες στο παιδικό δωμάτιο που φυλά ακόμη τόσες λεπτομέρειες της ζωής. Κάτι σπαραχτικές σκιές κάτω από το μισό, ξαπλωμένο φεγγάρι μακραίνουν όπως όταν περνά ο χρόνος και οι αποστάσεις αθροίζονται, ίδιοι μεγάλοι και ατέλειωτοι δρόμοι.

Η Ελένη, ο Αντίνοος, η Αλκμήνη, ο Νέστορας και η Ρηνιώ έχουν ανταμώσει πια την μοίρα τους. Μέχρι να πέσει η νύχτα τους βλέπανε μες στο ξέφωτο που τραβούσανε για τον λαβύρινθο. Και σηκωνόταν το μοιρολόι σε όλα τα χωριά του κάμπου και βούρκωναν οι ελαιώνες, από χρυσάφι και ξανθό κερί φτιαγμένοι. Καλή τους ώρα, λένε όλοι με μια φωνή και αφήνουν χάρτινα τριαντάφυλλα στο ρέμα του ποταμού.

Τα αγριομάραθα τους γδέρνουν τα πόδια. Η Ελένη έχει πια αποκάμει και έχει αποφασίσει πια πως για εκείνη δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Ο Αντίνοος, ομορφότερος από ποτέ πάει εμπρός, σίγουρος, βέβαιος, γαλήνιος σαν να΄χει πεθάνει και παλιότερα. Και ο Νέστορας με σκυφτό το κεφάλι θυμάται την μικρή αυλίτσα με τις γαρυφαλλιές της και τον ήλιο που κυλά μες στ΄αυλάκι, γεμίζοντας με χρυσάφι την αδειανή μας ζωή. Μονάχα η Ρηνιώ είναι που γελά, παίζοντας με τα πλάσματα της φύσης, φορώντας άνθη πορτοκαλιού στο μέτωπό της, μια σκηνή μες στην ζωγραφιά του κόσμου περισσότερο παρά ένα κορίτσι δεκαπέντε καλοκαιριών, ένα τρελό άστρο. Κάθε τόσο την φιγούρα της κλέβει ο άνεμος που κάνει τις λεύκες να ριγούν. Μα η Ρηνιώ δεν νοιάζεται και κάνει τα πάντα σε εκείνο το θανατερό ταξίδι να μοιάζουν περισσότερο ποιητικά. Τα ξύλινα γεφύρια, παλιά όσο και οι καρδιές μας σαν πονούν, τα ξέφωτα και τα σαθρά καλύβια μες στην ερημιά, όλα τους φαντάζουν πράγματα καμωμένα από άδολη ποίηση, πνιγμένα στον ασβέστη και την πικροδάφνη που μοιάζει παλιότερη και από την ζωή σε τούτα τα μέρη.

Τώρα ακούνε τον βρυχηθμό του ζώου. Η καρδιά τους παγώνει μα όλα αφορούν έναν σκοπό μεγαλύτερο από την ζωή τους. Κοίταξέ τους πώς μπαίνουν μες στον λαβύρινθο, σαν να τραβούν ίσια στο θάνατο. Κοίταξέ τους που δεν φοβούνται, μήτε δειλιάζουν, μήτε σκέφτονται τον βίο που άφησαν πίσω τους, τον έρωτα τον αδοκίμαστο, όλα εκείνα τα μεγάλα που δύναται η νιότη τους. Στρατιώτης ή βασιλιάς, πλούσιος ή φτωχός, απόψε όλοι στα σπίτια τους ανάβουν το καντήλι στο όνομα εκείνων των παιδιών. Ο γκιώνης που τραγουδά την ερημιά θυμίζει πένθιμο ακόρντο, ανατριχιαστικό που ΄χει για λόγια τα ονόματά τους.

Μα η Ρηνιώ παίζει και γελά μες στον λαβύρινθο. Κρατά στα χέρια της τα αγριολούλουδα και όλο τραβά βαθύτερα μες στου λαβύρινθου τις δαιδαλώδεις τις στροφές. Πρόσεχε Ρηνιώ, σαν τον δεις κάνε τον σταυρό σου τρεις φορές και κράτα την αγάπη για την ζωή που φεύγει, σκέψη σου στερνή και φυλαχτό σου ακριβό. Και όλο παίζει και τραγουδά το Ρηνάκι μες στου λαβυρίνθου τους άγνωστους τους δρόμους. Τώρα όλοι τους χωριστήκανε και καθένας τραβά ίσια προς τη μοίρα του. Τον ακούει η Ρηνιώ που ανασαίνει και όλη η πλάση μοιάζει με ενός ποιητή το παραστράτημα.

Αντάμωσαν στο βάθος του διαδρόμου. Η Ρηνιώ άφησε τον μίτο της καταγής και θαρραλέα προχώρησε με απλωμένο το χέρι της. Το άγριο θηρίο την κοιτούσε και ανάσαινε βαριά, σαν πεινασμένο. Είχε έναν χαλκά σφιγμένο στη μύτη του και τα ποδάρια του ήταν αλόγου. Κατάμαυρο το τρίχωμά του και η ράχη του γερή σαν ξύλινο δοκάρι, πλατιά, αλλιώτικη απ΄ανθρώπου. Ήταν ψηλό, ως τρία μέτρα και είχε τριγύρω του αδειανά από ζωή τα θλιβερά κουφάρια. Μα την Ρηνιώ τίποτε δεν την νοιάζει και με την αθωότητα δεμένη σαν κορδέλα στα κατάξανθα μαλλιά της προς το μέρος του αθόρυβα που προχωρεί. Κάτι χαρακιές στ΄ανάμεσά τους τίποτε δεν σημαίνουν πια. Θα πει την προσευχή της, όπως της είπε η μητέρα. Με τα μάτια της σφαλισμένα προσμένει την θλιβερή της μοίρα να γράψει την στερνή σελίδα στην σύντομη ζωούλα της. Μα αν χαθεί η Ρηνιώ τότε τι θα μπορούσε γερά να σταθεί σε αυτόν τον κόσμο, πες μου τι;

Και επάνω στην στιγμή την κρισιμότατη, όταν όλες οι ελπίδες έχουν πια σωθεί, ο Μινώταυρος, τ΄άγριο θηρίο κοντά της φτάνει. Μα δεν την σκοτώνει, μονάχα τα ξανθά της μαλλιά ακραγγίζει. Η ομορφιά, της είπε, ποτέ δεν ψεύδεται, ποτέ και έσκυψε να της δώσει την άκρη του μίτου που ΄χε γλιστρήσει από το κοριτσίστικο χεράκι της. Και έπειτα χάθηκε μες στα δωμάτια , σαν να βρήκε η ποίηση πια εκείνο τ΄άγριο θηρίο.

Το επόμενο πρωί οι χωρικοί δεν πιστεύανε στα μάτια τους. Η Ρηνιώ αποκοιμόταν μες στα στάχια. Κάτι διαβάτες που την είδαν από μακριά μες στο χάραμα, είπαν πως είναι η Περσεφόνη και κάνανε τον σταυρό τους εκεί που σμίγουν παράταιρα οι θρησκείες. Τρέξανε στην μάνα της, της είπανε τα νέα και εκείνη γίνηκε πουλί ώσπου να φτάσει στο ξέφωτο. Δεν την ξύπνησε, μονάχα έδεσε την άκρη του μίτου στο μικρό της χέρι, ποτέ να μην χαθεί ξανά. Και την άφησε εκεί να αλλάζει εποχές και όνειρα, την άφησε με ολόλευκα μαλλιά να ψάχνει τον δρόμο του γυρισμού μες στου κόσμου της άφταστη τη λογική.

Στα χρόνια που ήρθαν ορίσανε τέτοια μέρα μια μικρή λιτανεία πέρα στον κάμπο. Μια λιτανεία στ΄όνομα του καλού Μινώταυρου, με τις λαϊκές γυναίκες, βγαλμένες από το χέρι του Γκόγια να αφήνουν στάρια στο έρημο ξωκλήσι που δεν σάρωσαν τα κύματα του καιρού.

Απόστολος Θηβαίος