Στράτος Κιαπίδης | Η νιφάδα του χιονιού

6 Δεκέμβρη. Του Αϊ-Νικόλα. Τα στολίδια μαζεμένα στο σκοτεινό πατάρι, το ένα πάνω στ’ άλλο, μες στις σακούλες, αδημονούν! Ήρθε και πάλι η ώρα! Ήρθαν τα Χριστούγεννα! Σε λίγο θα ξαναβγούν στο γιορτινό φως! Να στολίσουν το σαλόνι, πάνω στο δέντρο! Για έναν περίπου μήνα κάθε χρόνο τούς δίνεται αυτή η χάρη. Και τώρα ήρθε αυτή η ώρα. Ακούν τις φωνές των παιδιών που κι αυτά με τη σειρά τους αδημονούν και κάνουν σαματά, φωνάζοντας στον πατέρα «Άντε, μπαμπά! Ανέβα στο πατάρι! Άντε, κατέβασέ τα! «Κατέβασέ μας!» φωνάζουν και τα στολίδια από μέσα. Κι ο πατέρας βάζει κάτω απ’ το πατάρι την καρέκλα, κι ανεβαίνει! Το κλειδί μόνιμα για όλη τη χρονιά στην κλειδαριά. Το ξεκλειδώνει. Ανοίγει το ντουλάπι! Και τραβά πρώτα το δέντρο έξω και το δίνει της μαμάς να το αφήσει κάτω. Μετά πιάνει τις σακούλες με τα στολίδια, και τις κατεβάζει. Τέλος, το μεγάλο αστέρι της κορφής! Μα έτσι όπως τραβούσε τις σακούλες με τα στολίδια, ένα στολίδι, μια μικρή χιονονιφάδα, παράπεσε και ξέμεινε στο σκοτεινό πατάρι. Το ντουλάπι κλείνει. Και κλειδώνει και πάλι, για να ξανανοίξει σε περίπου έναν μήνα, όταν θα ξαναμπούν όλα μέσα, να μείνουν για έναν χρόνο ακόμα κλείδωμένα στο σκοτάδι, μέχρι και τα επόμενα Χριστούγεννα.

Ήταν μια φτωχή οικογένεια, όμως το βράδυ μαζευτήκανε όλοι τριγύρα και στόλισαν το χριστουγεννιάτικο δέντρο, μες σε γέλια και φωνές, μια γιορτή! Κι όταν τέλειωσαν και περάσε η ώρα, κι όλοι οι άνθρωποι πήγαν για ύπνο, αφήνοντας τα λαμπάκια αναμμένα το πρώτο βράδυ (είναι γρουσουζιά να τα έχεις σβηστά το πρώτο βράδυ), τότε τα στολίδια, μόλις πέσει το σκοτάδι, και τα ανθρώπινα βλέμματα χαθούν –όπως το ξέρουμε όλοι μας– ζωντανεύουν!

Τα στολίδια ζωντανεύουν! Κι αρχίζουν το δικό τους πανηγύρι! Πηγαινοέρχονται πάνω-κάτω στο δέντρο, τυλίγονται με τα λαμπάκια και επιδεικνύουν τις αρετές τους! Παρακαλούν και κάποια πιέζουν, με λόγια και έργα, το μεγάλο αστέρι της κορφής, για να τους παραχωρήσει για λίγο τη θέση του, να χαρούν κι αυτά την ωραία θέα και την ευλογία της κορυφής. Μα εκείνο ανένδοτο, δεν τ’ αφήνει, παρά τα σπρώχνει και τα διώχνει από κει. Μικροί πορσελάνινοι χιονάνθρωποι κι αγιο- βασίληδες, λούτρινα ζαχαρωτά, ξύλινα αγγελάκια κι ελαφάκια, χρυσαφένιες κι ασημένιες και κόκκινες και πρασινωπές γυάλινες μπάλες κι αστεράκια και καμπανούλες, κι όλα τα συναφή, βρίσκονται σε χριστουγεννιάτικη έκσταση, χοροπηδούν, τραγουδούν και χορεύουν, ανεβοκατεβαίνοντας τα κλαδιά του δέντρου, από την βάση ως την κορφή και πάλι πίσω. Μέχρι το ξημέρωμα, ώσπου καθένα πάει και κρεμιέται στη θέση του, ώστε όταν ξυπνήσουν οι άνθρωποι να τα βρουν όλα καταπώς τ’ άφησαν εχθές.

Όλη τη μέρα μοιάζουν άψυχα, όσο άψυχο μπορεί να είναι ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο στολισμένο στην άκρια του σαλονιού τέτοια εποχή. Και πώς μπορεί κάτι που χαρίζει χαρά στα παιδιά, μα και στους μεγάλους, που τέτοιαν εποχή ξαναθυμούνται ότι παιδιά ήταν κάποτε κι αυτοί, να ’ναι άψυχο; Όχι, ποιος θα τολμούσε να πει κάτι τέτοιο; Μα είναι ακίνητα κι αμίλητα – αυτό ναι. Κι έτσι περνάει η πρώτη μέρα και πάλι βραδιάζει, και πάλι οι άνθρωποι θα παν να κοιμηθούν. Και πάλι τα στολίδια και το δέντρο θα ζωντανέψουν! Και πάλι θ’ αρχίσουν το δικό τους γλέντι! Μα ένας πορσελάνινος, μικρός χιοναθρωπάκος μοιάζει ανήσυχος, και γυρίζει πάνω-κάτω στο δέντρο και φέρνει βόλτες γύρω-γυρω, σαν κάτι να ψάχνει. Ώσπου κάποτε αναφωνεί «Η χιονονιφάδα λείπει! Θα ξέμεινε στο πατάρι! Πρέπει να την βγάλουμε από κει, θα χάσει τα Χριστούγεννα, θα χάσει όλη τη γιορτή!» Σιωπή ακολούθησε, κι όλα τα στολίδια κοιταχτήκαν μετάξυ τους και διαπίστωσαν πως ο μικρός χιονάνθρωπος είχε δίκιο. Η μικρή χιονονιφάδα έλειπε! Το επιβεβαίωσε και το μεγάλο άστρο της κορφής, μιας και είχε την καλύτερη θέα απ’ όλα. Αμέσως συνάχθηκε ένα μικρό συμβούλιο. Όλα τα στολίδια μαζεύτηκαν στη βάση του δέντρου, κάτω από τα μεγαλύτερα κλαδιά, δίπλα στη φάτνη που γεννήθηκε ο μικρός χριστούλης, κι άρχισαν να συσκέφτονται για το τι θα έπρεπε να γίνει με το θέμα της νιφάδας. Θα πρέπει να σας πω, σε αυτό το σημείο, πως ο μικρός χιονάνθρωπος που παρατήρησε πρώτος την απουσία της μικρής νιφάδας, ήταν ερωτευμένος μαζί της και την αγαπούσε, και ήθελε να την παντρευτεί, όμως εκείνη δεν το ήξερε, γιατί κρατούσε την αγάπη του κρυφή· ή έτσι τουλάχιστον νόμιζε εκείνος. «Θα πρέπει να την βγάλουμε έξω! Δεν είναι δυνατόν να χάσει τα Χριστούγεννα. Θα μείνει μέσα στο σκοτάδι για έναν ολόκληρο χρόνο!» είπε με έμφαση, όταν ήρθε η σειρά του να μιλήσει. Τα περισσότερα στολίδια συμφώνησαν μαζί του. Και μόνο λίγες μπάλες έμειναν ουδέτερες, χωρίς να πάρουν θέση. Το αστέρι της κορφής τότε πήρε τον λόγο και είπε «Ας χάσει τη γιορτή, καλά να πάθει, ας πρόσεχε να είχε χωθεί πιο καλά μες στη σακούλα!» Κι όλα τα στολίδια πικράθηκαν μ’ αυτόν του τον λόγο, μα δεν μπορούσαν να αντιμιλήσουν στο μεγάλο αστέρι της κορφής. Και τότε συνέβη κάτι πράγματι σπάνιο: Μίλησε το δέντρο, το πάνσοφο δέντρο, που ποτέ δεν μιλούσε ούτε κι έπαιρνε μέρος στα πανηγύρια και στους χορούς που στήναν τα στολίδια –μα αυτό δεν σημαίνει πως δεν χαιρόταν και πως δεν καμάρωνε για κείνα–. Τότε λοιπόν κούνησε τα κλαδιά του, κι όλα τα στολίδια απόμειναν βουβά και περιμέναν να δουν τι θα γίνει. Και το σοφό δέντρο μίλησε «Αφού η μοίρα διάλεξε τη μικρή νιφάδα του χιονιού να μείνει μέσα στο σκοτάδι, τότε κάτι παραπάνω θα ξέρει εκείνη από μας. Ας μην παρέμβουμε λοιπόν στα σχέδιά της». Αυτά ήταν όλα κι όλα τα λόγια του. Κι όλα τα στολίδια, αφού ανασήκωσαν τους ώμους κι αναστέναξαν, ακουλούθησαν τη συμβουλή του δέντρου, και ξαναγύρισαν στη γιορτή τους και στο γλέντι τους, κι ούτε που ξανασκέφτηκαν να κάνουν κάτι για να σώσουν τη μικρή χιονονιφάδα, γιατί κάτι παραπάνω θα ξέρει το δέντρο από αυτά. Το μεγάλο αστέρι της κορφής χάρηκε μ’ αυτόν τον λόγο του δέντρου, γιατί ήταν σα να πήρε τη συγκατάθεσή του. Όμως ο μικρός χιονάνθρωπος δεν ήταν ικανοποιημένος με την απόφαση αυτή. Κι όσο οι νύχτες των Χριστουγέννων περνούσαν, εκείνος σκεφτόταν τι θα μπορούσε να κάνει για να σώσει τη μικρή χιονονιφάδα – τη μεγάλη του αγάπη. Και ήταν σίγουρος ότι αν τα κατάφερνε να την βγάλει απ’ το πατάρι, τότε εκείνη θα έπεφτε στην αγκαλιά του, γιατί αυτός θα είχε γίνει ο ήρωάς της. Έτσι λοιπόν, πήρε την απόφαση να πάει και να τη βγάλει μοναχός του, και μάλιστα στα κρυφά, γιατί αν τον έπαιρναν χαμπάρι τ’ άλλα στολίδια, θα γινόταν μεγάλος σαματάς, μιας και κανένα τους δεν πρέπει να αψηφάει τη συμβουλή του μεγάλου και σοφού δέντρου που μίλησε μετά από κι εγώ δεν ξέρω πόσα χρόνια. Έτσι λοιπόν κατέστρωσε ένα σχέδιο: Το βράδυ των Χριστουγέννων, όταν όλα τα στολίδια πιάνουν τον χορό για τα καλά και εκστασιάζονται απ’ την μαγική χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα, θα πήγαινε μέχρι το πατάρι και θα έπαιρνε τη μικρή χιονονιφάδα, για να την φέρει στο δέντρο, να προλάβει κι εκείνη τη γιορτή! Μα θα έπρεπε αυτό να γίνει μυστικά και γρήγορα, ώστε κανένα άλλο στολίδι να μην αντιληφθεί τι συμβαίνει. Τα είχε σκεφτεί όλα. Θα ξεκινούσε όταν το γλέντι θα ήταν στο αποκορύφωμά του. Και με σιγανά βήματα, μες στις σκιές, για τις λίγες στιγμές που τα λαμπάκια σβήνουν για να ξανανάψουν πάλι, έτσι με γρήγορες κινήσεις, θα έφτανε μέχρι το χωλ, κι από κει θα σκαρφάλωνε στο καλοριφέρ, κι από κει θα κρεμιόταν από την κάσα της πόρτας και θα ανέβαινε πάνω για να φτάσει μέχρι και το πατάρι. Έπειτα θα πηδούσε και θα έπιανε το κλειδί, θα ξεκλείδωνε και θα άνοιγε το ντουλάπι· και η χιονονιφάδα θα πηδούσε στην αγκαλιά του για να την κατεβάσει κάτω και να την πάει στη γιορτή. Όλοι θα μέναν με το στόμα ανοιχτό! Και θα του συγχωρούσαν αυτή του την μικρή ατασθαλία, μιας και θα τα είχε καταφέρει! Κι έτσι θα γινόταν ο ήρωας των φετινών Χριστουγέννων και θα του χαρίζανε τη θέση της κορφής, ρίχνοντας το τωρινό μεγάλο αστέρι που, παρεμπιπτόντως, καθόλου δεν συμπαθούσε ο μικρός χιονάνθρωπος, όπως και τα περισσότερα στολίδια άλλωστε. Γιατί τη θέση της κορφής δεν του την έδωσαν τα στολίδια, μα οι ανόητοι άνθρωποι, που ξεγελιούνται απ’ τις πρόσκαιρες φανταχτερές λάμψεις. Εκείνο ήταν σκληρό κι αλαζονικό, και περιφρονούσε τα μικρά και ποταπά υπόλοιπα στολίδια, θεωρώντας πως η θέση αυτή του ανήκει δικαιωματικά και πως θα ’ναι δική του για πάντα.

Λέω λοιπόν, πως όλη η βδομάδα πέρασε έτσι, με το ίδιο τροπάριο. Τη μέρα ακινησία και σιωπή και το βράδυ γλέντι και χορός! Οι άνθρωποι κάθε βράδυ πήγαιναν για ύπνο και στο δέντρο στηνόταν το μεγάλο πανηγύρι! Ώσπου έφτασε η Παραμονή των Χριστουγέννων. Και ο μικρός χιονάνθρωπος θα έβαζε σε εφαρμογή το σχέδιό του… Οι άνθρωποι κάτσανε γύρω απ’ το τραπέζι, φάγανε ωραία λαχταριστά φαγητά, ήπιανε ωραίο ρουμπινί κρασί, κι όταν η ώρα πέρασε, πήγανε στα δωμάτιά τους να κοιμηθούν. Και τότε άρχισε το μεγαλύτερο γλέντι απ’ όλα! Εκστασιασμένα τα στολίδια άρχισαν τον πιο τρελλό χορό! Και πάνω-κάτω πάλι στο δέντρο, και γύρω-γύρω απ’ τα λαμπάκια, και τι φωνές, τι τραγούδι, τι γιορτή! Και μέσα σ’ αυτό το χαρμόσυνο και γιορτινό πανδαιμόνιο, ο μικρός χιονάνθρωπος ξεκίνησε για την περιπέτειά του. Μα μέχρι να έρθει η κατάλληλη στιγμή, είχε περάσει αρκετή ώρα, και ήξερε ότι δεν θα έπρεπε να τον προλάβει το ξημέρωμα, γιατι τότε θα μετατρεπόταν σε ένα απλό και «άψυχο» στολίδι. Θα πρέπει να βιαστεί! Κατέβηκε σιγά-σιγά τα κλαδιά, πέρασε πίσω απ’ τη φάτνη, και τις λίγες στιγμές που αναβόσβηναν τα λαμπάκια, έτρεχε σα σίφουνας και κρυβόταν πίσω απ’ τις γωνιές των επίπλων, ώσπου μπήκε κάτω απ’ το χαλί, κι άρχισε ν’ απομακρύνεται. Τα είχε καταφέρει! Δεν τον κατάλαβε κανείς. Τα στολίδια συνέχισαν το πανηγύρι τους χωρίς να αντιληφθούν καθόλου την απουσία του. Ακόμη και το μεγάλο αστέρι της κορφής, απ’ την περίοπτη θέση του, δεν είδε τίποτα, γιατί ήταν τόσο απασχολημένο με το μην αφήνει τα υπόλοιπα στολίδια, που το έσπρωχναν από δω κι από κει, να του πάρουν, έστω για λίγο, τη θέση. Και μόνο το δέντρο, το σοφό δέντρο, είδε το φευγιό τού μικρού χιονάνθρωπου· μα δεν είπε τίποτα. Σα να το ήξερε ότι θα συμβεί, και σα να το περίμενε. Γιατί ίσως αυτή να ήταν η μοίρα του μικρού χιονάνθρωπου· και κανείς δεν πρέπει να παρεμβαίνει στη μοίρα.

Κι έτσι ο μικρός πορσελάνινος χιονάνθρωπος προχώρησε διασχίζοντας όλο το σαλόνι και έφτασε μέχρι το χωλ. Μα τότε ακούστηκε η πόρτα της κρεβατοκάμαρας, που άνοιξε για να βγει ένας άνθρωπος – ήταν ο πατέρας. Είχε ξυπνήσει για να πιει λίγο νερό. Και όταν άναψε το φως, παρατήρησε ένα μικρό στολίδι στα πόδια του. Ευτυχώς δεν το πάτησε. Ήταν ο μικρός χιονάνθρωπος. «Πώς βρέθηκε αυτό εδώ;» σκέφτηκε. «Τα παιδιά…» απάντησε στον εαυτό του, και πήρε το «άψυχο» στολίδι και πήγε και το άφησε στο τραπέζι του σαλονιού, για να το βάλει αύριο στη θέση του πάνω στο δέντρο. Μετά πήγε στην κουζίνα, ήπιε νερό, και ξαναπήγε για ύπνο. Η ώρα περνούσε… Όταν ο άνθρωπος ξανάκλεισε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας, ο μικρός χιονάνθρωπος ξαναζωντάνεψε. «Να πάρει!» σκέφτηκε, «πρέπει πάλι να πάω μέχρι το χωλ». Και ξεκίνησε πάλι το ταξίδι του για το πατάρι. Τα στολίδια στο δέντρο αφού έκαναν μια παύση, όταν κι αυτά κατάλαβαν ότι ένας άνθρωπος είχε σηκωθεί κι είχε ανάψει κάποιο φως, συνέχισαν το γλέντι τους. Γιατί ήταν η νύχτα των Χριστουγέννων! Η νύχτα που περίμεναν ολόκληρο τον χρόνο υπομονετικά μες στο σκοτάδι του παταριού, και που τώρα η μικρή χιονονιφάδα βρισκόταν ακόμα, χωρίς να ξέρει ότι ο ήρωάς της, ο μικρός χιονάνθρωπος, ερχόταν να τη σώσει! Έτσι λοιπόν, όπως έλεγα, ο μικρός πορσελάνινος χιονάνθρωπος ξαναξεκίνησε το ταξίδι του. Κατέβηκε απ’ το τραπέζι και τώρα με πιο γρήγορα βήματα πήγε κατευθείαν στο καλοριφέρ του χωλ, και το σκαρφάλωσε. Μετά πιάστηκε από την κάσα της πόρτας, και ανέβηκε. Λίγα εκατοστά τον χώριζαν απ’ το ντουλάπι του παταριού. Και τώρα θα έπρεπε να πάρει την μεγάλη απόφαση: να κάνει το άλμα για να πιαστεί απ’ το κλειδί του ντουλαπιού. Μα πρώτα ψιθύρισε, όσο πιο δυνατά μπορούσε, μπας και τον ακούσει η χιονονιφάδα και καταλάβει τι συμβαίνει. Να βγει να δει τον αγαπημένο της, τον ήρωά της, που τόλμησε να έρθει να τη σώσει. Που τόλμησε να πάει κόντρα στην εντολή του σοφού δέντρου! Που ριψοκινδύνευε τα πάντα για χάρη της! Μα καμία απάντηση δεν ακούστηκε από μέσα απ’ το πατάρι. Ίσως να μην τον άκουσε η μικρή χιονονιφάδα, γιατί ίσως να κοιμάται. Ίσως ακόμη να έκλαιγε για το άσχημο παιχνίδι που της έπαιξε η μοίρα – να χάσει τα φετινά Χριστούγεννα. Ίσως πάλι, να είχε ήδη σβήσει απ ́τον καημό της, μην αντέχοντας ένα τέτοιο βάρος. Τι κακό! Όλες αυτές οι σκηνές πέρασαν σαν όνειρο μπροστά απ’ τα μάτια του μικρού χιονάνθρωπου. Μα δεν το έβαλε κάτω! Τώρα ήταν η μεγάλη στιγμή! «Δεν πειράζει αν δεν με δει όταν θα κάνω αυτό το άλμα για κείνη», σκέφτηκε, «φτάνει που θα με δει όταν θ’ ανοίξω το ντουλάπι για να βγει! Τότε θα ριχτεί στην αγκαλιά μου! Και θα την κάνω γυναίκα μου! Απόψε κιόλας το βράδυ, ανήμερα των Χριστουγέννων, θα παντρευτούμε! Το δέντρο θα είναι σίγουρα σύμφωνο μ’ αυτό! Και το αστέρι της κορφής δεν θα μπορεί να κάνει τίποτα, γιατί όλα τα στολίδια θα με υποστηρίξουν!» Πήρε δύναμη απ’ αυτή του τη σκέψη. Κι αφού χαμήλωσε τα γόνατα κι έσφιξε τα χείλη, «Ένα, δύο, τρία!» φώναξε από μέσα του, και πήδηξε να πιάσει το κλειδί!

Μα ήταν πολύ μικρόσωμος, και το υλικό του δεν ήταν εύκαμπτο κι ευλύγιστο, κι έτσι δεν μπόρεσε να τεντωθεί αρκετά. Κι ενώ για λίγο έπιασε το κλειδί, ο μικρός χιονάνθρωπος δεν είχε τη δύναμη να κρατηθεί επάνω του, και γλίστρησε πέφτοντας στο κενό. Και προσέκρουσε στο μαρμάρινο πάτωμα. Κι έσπασε σε κομμάτια…

Απ’ τον θόρυβο σηκώθηκαν πρώτα τα παιδιά, τα οποία είχαν ξυπνήσει, αλλά χουζούρευαν στα κρεβάτια τους. Και βγήκαν έξω να δουν τι συμβαίνει. Είχε ξημερώσει. Μόλις έφτασαν στο χωλ, και προσπαθώντας να βρουν από πού είχε προέλθει αυτός ο θόρυβος, κι ενώ εν τω μεταξύ βγήκαν και οι γονείς τους χασμουριώντας απ’ την κρεβατοκάμαρα, είδαν το σπασμένο στολίδι στο πάτωμα, ακριβώς κάτω απ’ το πατάρι. «Μα πώς έγινε αυτό;» ρωτάει το μικρό αγόρι. Ο μπαμπάς, που έριξε δυο γρήγορες ματιές πάνω-κάτω, απ’ το πάτωμα στο πατάρι και ξανά στο πάτωμα, δεν θυμόταν βέβαια ότι ήταν το ίδιο στολίδι που βρήκε πριν λίγες ώρες στα πόδια του, και είπε «θα πρέπει κανα-δυο στολίδια να σκάλωσαν στο κλειδί καθώς τα βγάζαμε τις προάλλες. Το ένα το βρήκα τη νύχτα όταν σηκώθηκα να πιω νερό και το άφησα στο τραπέζι· αυτό μάλλον θα έπεσε τώρα, θα κουνήθηκε απ’ τον αέρα που μπαίνει απ’ το σπασμένο παράθυρο του σαλονιού». Το μικρό κορίτσι, η αδερφή του μικρού αγοριού, έσκυψε και πήρε τα κομμάτια στα χέρια της. «Πρόσεχε να μην κοπείς» πετάχτηκε η μαμά τους. «Ήταν το αγαπημένο μου στολίδι,» είπε το κορίτσι λυπημένα, «θα το πάρω, θα βάλω τα κομμάτια του σ’ ένα μεγάλο κουτί, και θα τα κρατήσω εκεί για να τον θυμάμαι». Έτσι κι έκανε. Ήταν ανήμερα Χριστούγεννα. Οι άνθρωποι περάσαν όλη τη μερά μαζί, και ήρθαν κι άλλοι άνθρωποι εκείνη τη μέρα στο σπίτι, κι έφαγαν όλοι μαζί στο φτωχικό αλλά γιορτινό τραπέζι. Ήταν ο παππούς και η γιαγιά των παιδιών. Και το βράδυ καθίσαν όλοι μαζί μπροστά στο χριστουγεννιάτικο στολισμένο δέντρο λέγοντας χριστουγεννιάτικες ιστορίες και παραμύθια στα παιδιά. Ώσπου πέρασε η ώρα, και οι άνθρωποι αποσυρθήκαν στα δωμάτιά τους για να κοιμηθούν. Τότε τα στολίδια και πάλι ζωντάνεψαν και συνέχισαν το πανηγύρι τους, γιατί δεν είχαν ιδέα για το τι είχε συμβεί με τον μικρό χιονάνθρωπο. Κανένα τους δεν είχε ιδέα, εκτός από το δέντρο – το σοφό δέντρο τα είχε δει και τα ήξερε όλα.

Και κάποια στιγμή, μέσα στη βαθιά νύχτα, μες απ’ την κλειδαρότρυπα του παταριού, βγήκε αιωρούμενη η μικρή χιονονιφάδα λαμπυρίζοντας, γιατί δεν ήταν ένα απλό στολίδι, αλλά μια χιονονεράιδα των Χριστουγέννων –γεγονός που κανείς άλλος δεν γνώριζε παρά μόνο το σοφό δέντρο– και πέταξε απ’ το πατάρι πέφτοντας προς το πάτωμα αργά, έτσι όπως πέφτουν οι νιφάδες του χιονιού απ’ τον ουρανό (εύχομαι να έχετε δει αυτό το θαύμα με τα ίδια σας τα μάτια). Μα δεν πήγε προς στο δέντρο. Πήγε προς στο παιδικό δωμάτιο, και με την αέρινη κι όλο χάρη πτήση της, πέρασε από την ανοιχτή χαραμάδα της πόρτας και βρήκε το κουτί που μέσα του το μικρό κορίτσι είχε βάλει τα σπασμένα κομμάτια του μικρού χιονάνθρωπου. Κι εκείνο άνοιξε μοναχό του σιγανά, κι εκείνη έκατσε μέσα. Ήταν η νύχτα των Χριστουγέννων – η νύχτα των θαυμάτων. Και το κουτί έκλεισε, καταπίνοντας μαζί του της νεράιδας το φως.

Τα Χριστούγεννα πέρασαν γρήγορα, όπως περνάει κάθε χαρά. Πέρασαν κι όλες οι γιορτές, κι ήρθ ́η ώρα του ξεστολίσματος. Κι όλα τα στολίδια μπήκαν πάλι στις σακούλες, κι από κει στο σκοτεινό πατάρι, μαζί και το δέντρο, και το μεγάλο λαμπρό αστέρι της κορφής. Και το πατάρι κλειδώθηκε και πάλι. Κλειδώθηκε για να μείνει έτσι όλη τη νέα χρονιά, μέχρι και τα επόμενα Χριστούγεννα…

Κι ο καιρός περνούσε, γιατί αυτό κάνει ο καιρός.

Κι όταν τα επόμενα Χριστούγεννα ήρθαν, ξανάνοιξε το πατάρι, και κατέβηκε το δέντρο και τα στολίδια, και το μεγάλο αστέρι της κορφής. Κι ανήμερα των Χριστουγέννων, όταν πάλι ήρθαν η γιαγιά κι ο παππούς στο σπίτι, και καθίσαν όλοι μαζί το βράδυ μπροστά στο δέντρο για να διηγηθούν χριστουγεννιάτικες ιστορίες στα παιδιά, μία από αυτές τις ιστορίες που είπαν ήταν κι αυτή, που διαβάζετε τώρα κι εσείς, κι έτσι το μικρό κορίτσι θυμήθηκε τον αγαπημένο της μικρό χιονάνθρωπο, και θέλησε ν’ ανοίξει το ξεχασμένο κουτί και να βγάλει τα κομμάτια του για να τα τοποθετήσει κάτω στο δέντρο, εκεί δίπλα στη φάτνη του μικρού χριστούλη, που απόψε είχε τα γενέθλιά του. Κι όταν άνοιξε το κουτί, αντί για τα κομμάτια του μικρού χιονάνθρωπου, αντίκρυσε ένα αστέρι, μεγάλο σαν το αστέρι της κορφής, πασπαλισμένο με χριστουγεννιάτικη λαμπερή χρυσόσκονη. Και το μικρό κορίτσι το πήρε στα χέρια της και με τη βοήθεια της μαμάς που την σήκωσε με τα δυο της χέρια, το έβαλε στο δέντρο, ψηλά επάνω, πάνω στην κορυφή. Και το παλιό αστέρι το πήραν και το ρίξαν στο πατάρι, γιατί πια είχε ξεθωριάσει και παλιώσει. Κι όταν όλοι οι άνθρωποι τελειώσανε και πήγανε για ύπνο, τα στολίδια –όπως το ξέρουμε όλοι μας– ζωντάνεψαν.

Και κάποια στιγμή, μες στη βαθιά νύχτα, όλα τους έστρεψαν το βλέμμα προς τα έξω, γιατί είχε αρχίσει να χιονίζει. Κι απ’ τη μικρή τρύπα που υπήρχε στο σπασμένο παραθύρι, μπήκε απ’ έξω, μες στο σπίτι, μια μικρή χιονονιφάδα, και πήγε και προσγειώθηκε αργά, πολύ αργά, με ομορφιά και χάρη, πάνω στ’ αστέρι της κορφής. Κι έλιωσε.

–ΤΕΛΟΣ–