Ο αέρας του ιατρείου μυρίζει έντονα φάρμακο. Έτσι είναι σε όλα τα ιατρεία, σαν να τα αρωματίζουν οι ίδιοι οι γιατροί για να πείσουν τους ασθενείς ότι η κατάστασή τους είναι κρίσιμη. Ο μεσόκοπος άντρας που κάθεται αμίλητος δίπλα μου, με ένα απλανές βλέμμα και μισάνοιχτο στόμα, μοιάζει να έχει πεισθεί ότι κάτι πολύ σοβαρό του συμβαίνει. Δεν έχει και άδικο. Ο καθένας μας, άλλωστε, έχει και από κάτι. Κανείς δεν μπορεί να είναι απόλυτα υγιείς σε μια τέτοια κοινωνία.
Το ρολόι στον απέναντι τοίχο γλιστράει από δευτερόλεπτο σε δευτερόλεπτο νωχελικά, σαν να βαριέται κι εκείνο όσο κι εγώ. Στην αίθουσα αναμονής υπάρχει απόλυτη ησυχία. Η μόνη υποψία ήχου είναι το τρίξιμο που κάνει, με την παραμικρή μας κίνηση, ο δερμάτινος μαύρος καναπές, που μοιάζει να έχει αισθητήρες. Όλα μοιάζουν «ψεύτικα» μέσα σε αυτό το ιατρείο, σε σημείο που αποπνέουν μια κάποια ψυχρότητα. Ακόμη και το φοινικοειδές φυτό, δίπλα στον καναπέ, στέκει εκεί σαν βαλσαμωμένο, ίσα-ίσα για να δίνει την ψευδαίσθηση της ζωής σε εκείνους που το παρατηρούν.
Τελικά, πίσω από την πόρτα ακούγονται ψίθυροι να πλησιάζουν. Η προηγούμενη επισκέπτης τελείωσε με το ραντεβού της και ο γιατρός της έδωσε την άδεια να φύγει από το κρύο ιατρείο. Δεν κάνει κρύο μέσα στο ιατρείο, αντίθετα κάνει μάλλον ζέστη. Είναι περισσότερο η ενέργεια που εκπέμπει, που το κάνει να μοιάζει παγωμένο. Τα ψηλά τακούνια της προηγούμενης ασθενούς διακόπτουν την νεκρική σιγή και διασχίζουν την αίθουσα αναμονής με κάποιο εκνευρισμό. Ο γιατρός στέκεται στην πόρτα με μια ανατριχιαστική ευχαρίστηση στο πρόσωπό του και με καλεί να περάσω μέσα.
Με μια φευγαλέα ματιά, βλέπω τον συμπαραστάτη μου να κάθεται ακόμα αποσβολωμένος στη θέση του. Περιμένει ακίνητος τη σειρά του, αμέσως μετά από τη δική μου. Πλησιάζω το γιατρό κάπως διστακτικά και πιάνομαι από το πόμολο όταν φτάνω στην πόρτα. Ρίχνω μια ματιά πίσω μου και διαπιστώνω πως ο άνθρωπος που είχα τόση ώρα δίπλα μου μοιάζει πια νεκρός. Ίσως και να είναι απλώς αδιάφορος, όμως δεν φαίνεται να βρίσκεται πια σε αυτόν τον κόσμο. Κλείνω την πόρτα και κοντοστέκομαι για μια στιγμή να την κοιτάζω. Νιώθω τα μάτια του γιατρού να καρφώνονται στην πλάτη μου.
«Καθίστε. Ποιο είναι το πρόβλημα;»
«Κανένα πρόβλημα, απλά τσεκάρω…» βιάζομαι να απαντήσω, λες και να αρνούμαι την αρρώστια που πλημμυρίζει τα σωθικά μου.
«Ναι, μάλιστα! Ένα τσεκάρισμα είναι πάντοτε απαραίτητο. Ξέρετε, μερικές από τις πιο επικίνδυνες ασθένειες έχουν εντοπιστεί εγκαίρως και έχουν αντιμετωπιστεί χάρη σε ένα απλό ‘τσεκάρισμα’.»
Ο γιατρός βαδίζει γύρω μου ευλύγιστα, σαν λεοπάρδαλη. Μοιάζει να ξέρει ακριβώς τι μου συμβαίνει, χωρίς να χρειαστεί να με εξετάσει. Όλο αυτό είναι μόνο ένα παιχνίδι για εκείνον. Ο θύτης παίζει με το θύμα του.
«Ας ακούσουμε τώρα την καρδιά σας…»
Τα μάτια μου γουρλώνουν στο άκουσμα της πρότασης αυτής του γιατρού. Η ξαφνική του επίθεση θυμίζει έμπειρο κυνηγό που πετυχαίνει το θύμα του κατευθείαν στο αδύνατο σημείο του. Ο διαβολικός επιστήμονας επέλεξε την καρδιά.
Με ένα σατανικό χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη του, ο γιατρός φοράει τα ακουστικά του και ακουμπάει το στηθοσκόπιο στο εκτεθειμένο στήθος μου. Τα παγωμένα του δάχτυλα ακουμπούν το δέρμα μου και μου προκαλούν ρίγη σαν να με αγγίζει το μακάβριο πέπλο του θανάτου. Τελικά, το μαρτύριο φτάνει στο τέλος του και ο γιατρός βγάζει τα ακουστικά.
«Εξαιρετικά, εξαιρετικά! Είσαστε γερός σαν από σίδερο!»
«Και όμως, όχι σαν από ατσάλι», λέω από μέσα μου. Το σίδερο κάτω από ορισμένη πίεση λυγίζει. Να πάρει, παρανοώ στ’ αλήθεια!». Δεν θέλω ο γιατρός να αντιληφθεί την παραμικρή ένδειξη αδυναμίας. Αν γίνει κάτι τέτοιο, θα βρεθώ στο έλεός του.
«Και τώρα θα σε πνίξω…»
Δεν είμαι σίγουρος ότι ακούω πραγματικά αυτά τα λόγια να βγαίνουν από το ακόμα χαμογελαστό στόμα του γιατρού. Παρόλα αυτά, τα γεγονότα έρχονται για να επαληθεύσουν την δήλωσή του αυτή. Τα χέρια του τυλίγουν το λαιμό μου και αρχίζουν να τον ψηλαφούν σαν να ψάχνουν για το λάρυγγα και την πηγή του οξυγόνου μου. Η αναπνοή μου κόβεται, παρότι τα χέρια του γιατρού δεν είναι σφιχτά τυλιγμένα γύρω από το λαιμό μου. Η ιδέα ότι εκείνη την στιγμή έχει τον απόλυτο έλεγχο επάνω μου με τρομάζει σε σημείο ασφυξίας.
«Περίφημα! Είστε υγιέστατος!»
Τα κρύα χέρια του έχουν αφήσει τώρα το λαιμό μου ελεύθερο. Τα νιώθω παρόλα αυτά λες και είναι ακόμα επάνω μου. Ο γιατρός διαλέγει ένα ξυλάκι ανάμεσα από τα σύνεργα που βρίσκονται ακουμπισμένα στο τραπεζάκι του και το φέρνει κοντά μου.
«Αααα», λέει με διαβολικό κέφι. Έχω την εντύπωση πως βαθιά μέσα του διασκεδάζει αφάνταστα με όλη αυτή την κατάσταση.
Το ξυλάκι μπαίνει βίαια μέσα στο στόμα μου και πιέζει την γλώσσα μου προς τα κάτω. Τώρα το μόνο που μπορώ να δω, με το στόμα μου ορθάνοιχτο, είναι το εκτυφλωτικό φως στο ταβάνι του ιατρείου. Στέκομαι να το κοιτάζω για ώρες. Δεν μπορώ να κλείσω τα μάτια μου, ούτε να στέψω το βλέμμα μου σε άλλη κατεύθυνση. Μοιάζει με μια δίνη φωτός που με τραβάει μέσα της, σαν ένα φυσικό ναρκωτικό, όσο φυσικό μπορεί να είναι, βέβαια, σε ένα μέρος σαν κι αυτό. Το μυαλό μου έχει τώρα μουδιάσει και δεν μπορεί να διατάξει πια το σώμα μου.
«Περίφημα και εδώ, άριστα! Δεν χρειαζόταν σχεδόν να έρθετε ως εδώ!»
«Σχεδόν;»
«Θα σας γράψω μονάχα μια συνταγή, τίποτε σπουδαίο, ένα χάπι μετά το μεσημεριανό φαγητό και αυτό προαιρετικά.»
Ο γιατρός κάνει μια μουντζούρα σε ένα κομμάτι χαρτί και μου το δίνει. Το κοιτάζω με δυσπιστία, σαν να μην είμαι σίγουρος ότι έχουμε τελειώσει. Εκείνος απαντάει με ένα γρήγορο βλέμμα που με προτρέπει να τον εμπιστευτώ. Πληρώνω γρήγορα για την επίσκεψη και σηκώνομαι από την καρέκλα. Ο γιατρός μου χαρίζει ένα ακόμη από εκείνα τα ύποπτα χαμόγελά του. Κάτι μου κρύβει, κάτι που πρέπει επειγόντως να μάθω.
Ξαφνικά νιώθω μια μικρή ναυτία. Κάπως σαν να θέλω να κάνω εμετό. Κοιτάζω το γιατρό με φρίκη. Μια σκιά διαπερνάει το βλέμμα του.
«Όλα καλά, κύριε…;»
«Ναι, ναι», βιάζομαι να απαντήσω. «Όλα είναι καλά, απλώς στραβοκατάπια.»
Πιάνω ασυναίσθητα το μέτωπό μου. Βράζει. Πρέπει να έχω τουλάχιστον σαράντα πυρετό. Χιμάω βίαια έξω από το ιατρείο και κλείνω την πόρτα πίσω μου με περισσή δύναμη. Η τάση για εμετό επανέρχεται και αυτή τη φορά καλύπτω το στόμα μου με το χέρι μου. Διασχίζω το διάδρομο με γρήγορο βήμα. Ούτε που παρατηρώ τον άντρα που καθόταν δίπλα μου προηγουμένως. Μάλλον θα έχει πάλι το ίδιο απλανές βλέμμα.
Ανοίγω την εξώπορτα με την ελπίδα να ανασάνω και πάλι ελεύθερα. Μάταια. Εδώ έξω είναι ακόμα πιο αποπνικτικά. Τα αυτοκίνητα που περνούν γρήγορα, το ένα μετά το άλλο, με ανακατεύουν χειρότερα και τώρα ίσα που κρατιέμαι να μην τα βγάλω. Μια κρύα ρίγη διαπερνά το σώμα μου σαν κεραυνός και πέφτω στα γόνατα κάτω στο βρώμικο πεζοδρόμιο. Είμαι στ’ αλήθεια άρρωστος, ίσως για πρώτη φορά στη ζωή μου. Η αναγούλα έρχεται πάλι και αυτή τη φορά δεν μπορώ να συγκρατηθώ. Κλείνω σφιχτά τα μάτια μου από την αηδία και ξερνάω. Ξερνάω όσο περισσότερο μπορώ, σαν να προσπαθώ να καθαρίσω τα σωθικά μου από την απαίσια αρρώστια που τα έχει προσβάλλει. Τελικά, σκουπίζω το στόμα μου με το μανίκι μου και ανοίγω σιγά-σιγά τα μάτια μου εξουθενωμένος. Το θέαμα που αντικρίζω είναι φρικτό. Παντού τριγύρω μου υπάρχει αίμα, λίμνες από αίμα μαύρο και πηχτό σαν σαπισμένο από την αρρώστια που με έχει πλέον νικήσει. Τελικά τη βλέπω, βρίσκεται εκεί: είναι η καρδιά μου, ακόμη ζωντανή, κείτεται βουτηγμένη στο αίμα. Τόσο ζωντανή είναι που δεν έχει προλάβει ακόμα να σταματήσει να χτυπάει. Πιάνω το στήθος μου στο σημείο που έπρεπε να βρίσκεται και νιώθω το κενό που είχε πάρει πλέον τη θέση της.
Ο Γιώργος Δήμος γεννήθηκε το 1993 στην Αθήνα. Σπούδασε Δημιουργική Γραφή και Φιλοσοφία στο Pratt Institute, στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, όπου και έζησε για 8 χρόνια. Το 2019 επέστρεψε στην Ελλάδα και από τότε εκδίδει συστηματικά άρθρα και κριτικές στα περιοδικά «MAXMAG», «Artviews» και «Χάρτης», σχετικά με τον κινηματογράφο, τη λογοτεχνία, τη φωτογραφία και τα εικαστικά. Είναι μέλος της Ένωσης Ευρωπαίων Δημοσιογράφων για την Ανεξαρτησία και τη Διαφάνεια των ΜΜΕ.