Don’ t Give up rhapsodies

Το 1973 ο Bob Marley και ο Peter Tosh βγάζουν το τραγούδι, Dont give up the fight. Μια καινούρια ραψωδία γράφεται μες στους κύκλους της πιο παραγωγικής περιόδου για την παγκόσμια μουσική. Η στρατευμένη αμεσότητα και η ιδεολογία του έρωτα χαρακτηρίζουν αυτήν την ολοκαίνουρια στιγμή. Το τραγούδι αφορά όλους τους ήρωες εκεί έξω που γίνονται η Αντιγόνη και ο Ορέστης και αψηφούν τις παραδοξότητες μιας εποχής. Ή πάλι ανασύρουν από το χώμα μια παλιά, καλή αξία και δεν διστάζουν στους κινδύνους του ταξιδιού.

Σαν τον ήρωα της νέκυιας που ξαναγράφει την ιστορία της πιο κάτω, βάζοντας καλά στην ψυχή του μερικούς, σπάνιους στίχους.

 

¥

Έφτασε στην πόλη αργά τη νύχτα. Ψυχή δεν υπήρχε και από παντού ακουγόταν η λειτουργία της ησυχίας. Μονάχα αυτό και τίποτε άλλο. Βρήκε κάποιο μαγαζί κάτω στο κέντρο. Είχε τα μέσα φώτα του ανοιχτά, ένας μικρός σαν να έκαιγε στο βάθος του κηροστάτης. Ώστε λοιπόν αυτό σημαίνει μια ραψωδία, μια στοίβα χαμένα κορμιά στο βάθος ενός χαμαιτυπείου. Η φωνή που ακούστηκε άνηκε σε έναν γέρο πελεκάνο με παναμέζικο και χρόνια σοφίας στο βλέμμα του. Δεν είναι όπως νομίζεις, είπε μα ήταν κιόλας αργά. Στο λιμάνι ακούστηκαν τρεις σειρήνες και ανάμεσα στον ίδιο και τον κόσμο, παρεμβάλλονταν τώρα γκρεμοί και φαράγγια. Κάποιον του θύμισε ο γέρος της πόρτας μα το ΄χε συνήθειο να γοητεύεται σαν παιδί από την αναπόληση των σπουδαίων ηρώων και ελάχιστη έδωσε σημασία.

Ένας ιερέας έστεκε στην μπάρα, βυθισμένος στην προσευχή του ή στο φτηνό μπέρμπον, κανείς δεν θα πει. Είχε λύσει το κολάρο του και έμοιαζε έτοιμος από καιρό να δώσει μια καλή συμβουλή. Κατά μήκος της βιτρίνας υπήρχαν τραπέζια και σε ένα από αυτά καθόταν ένας γέρος τυφλός. Τον φώτιζαν κάτι βαριά τροχοφόρα που ξεχώριζαν μόνο σαν όγκοι στο βάθος της λεωφόρου.

 Έκανα ότι μπορούσα για να φανταστείτε τι κόσμος είναι στα αλήθεια μια ραψωδία, μια νέκυια γεμάτη από μνήμη καταρδεύουσα, μα ξέρω πως τίποτε δεν στάθηκε αρκετό. Όπως τίποτε από το ποίημα του Auden δεν στάθηκε αρκετό για να βάλει τέλος στην ιδέα του πολέμου. Σεπτέμβριος θα ΄ταν θυμάμαι.

Προχώρησε διστακτικά, σαν φονιάς. Μα όχι για την πράξη του μα για τα συναπαντήματά του, καθώς έτσι όπως βάδιζε αντίκριζε κάτι μνημειώδεις φιγούρες. Τελικά υπήρχαν τόσοι σε εκείνο το μαγαζί μα κατοικούσαν τις σκιές, τέτοιο πράγμα είναι μια ραψωδία, κάτι σαν αχαλίνωτος κινηματογράφος, γεμάτος αμετανόητους, ναι, αμετανόητους.

Είπε το όνομά της τρεις φορές, έρχονταν άλλοι και του ΄λεγαν ψέματα πως εκείνοι ήταν. Μα ο καιρός παιδί μου, τα χρόνια με τα άγρια στόματά τους μας κατέφαγαν παιδί μου, άσε με να σε ακουμπήσω κυκλάμινό μου, και άλλα τέτοια. Όμως οι θεοί στάθηκαν σαφείς. Άκουσε και φύγε, σαν να΄ταν άνεμος που τίποτε δεν κουβαλά έξω από τις ομίχλες και την απατηλή την αύρα, φύγε, τρέξε, σώσου. Έτσι προχώρησε και όσο εισερχόταν στα άδυτα μιας παλιάς βασιλικής το μαγαζί έσκαβε τον κόσμο και εκτεινόταν τώρα κατά μήκος του σταθμού και αν το ΄θελε θα κύκλωνε με την αρχιτεκτονική του τον κόσμο. Κάποιοι γλεντούσαν και άλλοι αγκαλιάζονταν στα σεπαρέ και όλα μύριζαν αίματα και αδειανή ζωή. Κάτι σαν το βρεγμένο δέρμα, ναι, σαν το βρεγμένο δέρμα. Ο ιερέας πάντα παρών, κρατώντας το ροζάριο σφιχτά, διαβάζοντας ανάποδα ονόματα στον καθρέφτη, κομματιάζοντας τον χρόνο σε γενναία κομμάτια. Γενιές ολόκληρες, μεθυσμένες αθροίζονταν στο γλέντι εκείνο. Καλέ μου Θεέ, τι κόσμος είναι εκείνος, μια πυρκαγιά η ύπαρξή τους, κίνδυνοι για αυτούς τους ίδιους. Καλέ μου Θεέ, μα ακούστηκε η φωνή του γέρο πελεκάνου. Ένας αιφνίδιος άγγελος φάνηκε στην πόλη μας. Και είπε, σώπαινε, ο χρόνος σου τελειώνει. Είχε τόσο δίκιο και έτσι προχώρησε αποφασιστικότερα πια, ίσια εμπρός στο υπεράνθρωπο μεγαλείο εκείνου εκεί του μαγαζιού. Ένιωθε την έκσταση και έλεγε έτσι θα΄ναι ο παγωμένος χρόνος που ακούγεται σαν μουσική πια απ΄τα χαμένα.

Κάποιος τον πλησίασε, ψιθύρισε με ένα σιωπηλό γουργουρητό, σαν αιμοβόρο αρπακτικό, ψιθύρισε, εσύ εδώ δεν έχεις θέση, άλλος ξανά δεν είδε όσα εσύ και πήρε να τον καταδιώκει όπως οι φρουροί τον Χριστό, όπως οι βιομήχανοι την Ρόζα Λούξεμπουργκ και όπως την Φαίδρα το θεϊκό, σχεδόν το σφάλμα. Πολύ αργότερα, κάποιος στάθηκε εμπρός του. Ήταν εκείνος ο ιερέας, με την τρεμάμενη φωνή, ο ιδρώτας έβρεχε το κολάρο του, το ράσο του ανέμιζε όπως εκείνος ο καημένος Πάπας στις ωμότητες του Μπέικον. Προτού μιλήσει, κάποιος πρόλαβε.

Άκουσε παπά, μην μου λες πως ο κάτω κόσμος είναι μισός παράδεισος, μισός καημός πικρός, στοιχηματίζω παπά πως στ΄αλήθεια δεν ξέρεις τι σημαίνει η ζωή. Δεν είναι χρυσάφι εκείνο που λάμπει, φίλε μου και αυτήν εδώ την ιστορία κανείς δεν την ξεστόμισε, ποτέ, έτσι μπορείς να δεις το φως απόψε που σημαίνει να σταθείς απέναντι στα δικαιώματά σου. Φάνηκαν σαν στίχοι τραγουδιού εμπρός σε ένα κοινό που το παρασέρνει η χάρη ενός φτερού, μια ιδέα του.

Ο ιερέας που νικήθηκε κατά κράτος έσκυψε το κεφάλι. Πήρε να μεταμορφώνεται σε ένα παράξενο θηλαστικό, θα ζήσει έτσι για ολόκληρο το μέλλον. Μερικοί κάνουν λόγο για αιωνιότητα όμως εκείνος δεν έχει χρόνο. Κανείς δεν θα του τον ανταποδώσει και οι θεοί ακόμη που τον αγαπούσαν, έχουν κομμάτι ενοχληθεί από τις περιπέτειές του, τις τόσο ανθρώπινες που τους ξεπερνούν. Ο γέρος του ΄γνεψε από τα τραπέζια. Μια φορά φωτίστηκε και φάνηκε το χέρι του το υψωμένο που έλεγε, πλησίασε. Ο χρησμός δεν έβγαζε νόημα. Ο γέρος ήταν τυφλός και μες στο ασπράδι του ματιού του μπορούσες να δεις το τώρα και το αύριο του κόσμου. Φορούσε ένα σκούρο σακάκι, πουκάμισο και λαιμοδέτη, όπως θάβουν τους νεκρούς. Τίποτε άλλο δικό του δεν άνηκε σε αυτόν τον κόσμο. Του άγγιξε το χέρι μα ήταν στα αλήθεια η σοφία πολλών, διαδοχικών ζωών με αμφίβολο περιεχόμενο και προσεγμένο σχήμα. Ναι, καλέ Θεέ μου, αυτό ήταν.

Καλύτερα να φύγεις από εδώ, δεν είναι τόπος για ζωντανούς αυτός, τι και αν θυμώσουν οι θεοί. Μη γυρέψεις αιώνια δόξα και δάφνες, μην γυρέψεις. Τότε φάνηκε η μικρή Αντιγόνη και τον πήρε από το χέρι. Τον τραβούσε από το χέρι και κατηφόριζαν προς το λιμάνι, μα εκείνος είχε ακόμη την γεύση του ποτού και τα μάτια του πονούσαν, συνηθισμένα στο φως του μαγαζιού, στην σκηνή του κάτω κόσμου. Μα η μικρή δεν αστειευόταν και ο δρόμος μάζευε κάτω από τα πόδια του που παρέπαιαν και δεν όριζαν τίποτε πια.

Το φανάρι του πλοίου του, -το γνώριζε ανάμεσα σε όλα τα πλοία του κόσμου- , ίσα που φέγγιζε. Σωνόταν το φανάρι του πλοίου του μα εκείνος τώρα τραβούσε από το χέρι την μικρή. Σκαρφάλωσαν στην γέφυρα, μα κάποιος ήταν και τους έφραζε τον δρόμο. Ένας γέρικος πελεκάνος με ολόλευκο τρίχωμα και ένα βλέμμα παλαιικό και σοφό, φορτωμένο τις γενιές του Στάλινγκραντ, του Βερολίνου, της Χιλής, του Μπουένος Άιρες. Και τότε θυμήθηκε, καθώς η μικρή Αντιγόνη γινόταν δελφίνι και ξοδευόταν στα πελάγη, θυμήθηκε πως ο χρόνος του ήταν λιγοστός. Ήρθαν τα λόγια του γέρο πελεκάνου και στάθηκαν στην γέφυρα που ΄χε πια μια ικανότητα ποιητική. Σώπαινε. Και ύστερα οι λέξεις εκείνης της απροσδιόριστης φιγούρας όταν μιλούσε για δικαιώματα, εννοώντας το νησί και την γυναίκα του και τον γιο του με τα αμυγδαλωτά μάτια που αγάπησε δίχως να γνωρίζει, το πιστό του σκυλί, τους συντρόφους του, το δικαίωμα στην πατρίδα, την φιλία και τον έρωτα, ναι, τον έρωτα. Ναι, είχε δικαιώματα να υπερασπιστεί. Δυνάμωσε το φανάρι του πλοίου του, είπε στους θεούς πως βγαίνει να αναμετρηθεί μαζί τους και έλυσε τους κάβους. Χρειάστηκαν χέρια μα στο τέλος όλα κατορθώθηκαν και το καράβι σάλπαρε , ίσια πάνω στου θανάτου τον άνεμο.

Πίσω το μαγαζί περίμενε με τον ιερωμένο και τον διώκτη και τον τυφλό γέροντα και τις περσόνες του γέρο πελεκάνου και τους διαδρόμους που εκτείνονται παντού όπου κοιτάζεις. Μονάχα μνήμη και κατάμαυρα κλαδιά σαν σβησμένες δάδες, αυτό μονάχα.

¥

Η παραπάνω ραψωδία βρέθηκε χρόνια μετά στα κατάστιχα του μπαρ Jude στην καρδιά της πόλης. Ανάμεσα σε χαρτιά λογιστικά και σφραγισμένες επιταγές, – αυτά τα παλιόχαρτα είναι τάφοι όπως ακριβώς τα άστρα είναι κοιμητήρια των ψυχών που θυμόμαστε-, βρήκαν την ιστορία αυτή. Το χαρτί ήταν τριμμένο, τίποτε σαν την πολιτεία με τον άσπαστο, παρθενικό της υμένα, πάντα καινούρια και πάντα παραμορφωμένη, εκεί έξω.

Α.Θ