Το ξερίζωμα της θάλασσας | Για το μυθιστόρημα του Κλαούντιο Μάγκρις Μια άλλη θάλασσα (1991)

Γράφει ο Ελευθέριος Μακεδόνας

3 Ιουνίου, 1887: γεννιέται στην Γκορίτσια της τότε Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, ακριβώς στα σημερινά σύνορα της Ιταλίας με τη Σλοβενία, ο Κάρλο Μίκελστετερ, μία από τις πιο αινιγματικές και γοητευτικές μορφές τής ευρωπαϊκής φιλοσοφίας τού 20ού αιώνα. Γιος τού Αλμπέρτο Μίκελστετερ, μέλους μιας ευκατάστατης εβραϊκής οικογένειας, βιβλιοφάγου και διευθυντή ασφαλιστικής εταιρίας και της Έμμα Λουτζάτο, η οποία επίσης προερχόταν από πλούσια εβραϊκή οικογένεια, ο Κάρλο παρουσιάζει μία εξαιρετικά πρώιμη πνευματική και σωματική ανάπτυξη και, ήδη κατά τα εφηβικά του χρόνια, είναι γνωστός στην τοπική κοινότητα για τις αθλητικές και διανοητικές του ικανότητες. Μόλις στα δεκαεννιά του διαβάζει με μεγάλη άνεση ορισμένα από τα πιο πολύπλοκα έργα τής παγκόσμιας λογοτεχνίας και φιλοσοφίας, σε πέντε διαφορετικές γλώσσες: ιταλικά, γερμανικά, γαλλικά, λατινικά κι αρχαία ελληνικά.

Η τυπική εκπαίδευσή του ξεκινάει το 1897, όταν γράφεται στο Staatsgymnasium της Γκορίτσια. Εκεί γνωρίζει τους Νίνο Πατέρνολι και Ενρίκο Μρέουλε και, σύντομα, οι τρεις τους θα γίνουν αχώριστοι φίλοι. Το βιβλίο του Ο διάλογος της υγείας και άλλοι φιλοσοφικοί διάλογοι (Il dialogo della salute e altri dialoghi), το οποίο ολοκληρώνεται το 1909, έχει ακριβώς για ήρωές του τους τρεις φίλους: τον Κάρλο, τον Νίνο και τον Ρίκο.

Πάνε πια πολλά χρόνια από τότε που ο Κάρλο έχει πεθάνει. Ο Ρίκο – στο πρόσωπο του οποίου ο ίδιος ο Κάρλο έβλεπε πάντοτε το ιδανικό εν ζωή παράδειγμα αυτού που αποκαλούσε persuaso (πεπεισμένος), του ανθρώπου δηλαδή που έχει καταφέρει να απελευθερωθεί από τα ψυχολογικά δεσμά τής επιθυμίας και του χρόνου – αφήνει πίσω του την Γκορίτσια και την Ευρώπη, για μία άλλη, μακρινή ήπειρο, την Αμερική και ειδικότερα την ερημική Παταγονία. Εκεί, ελπίζει να βρει τη δική του Πειθώ, που δεν διαφέρει και πολύ από την Πειθώ τού Κάρλο: την απόλυτη ατομική ελευθερία, την πλήρη απομόνωση από την ξετσιπωσιά και τη βρομιά τού όχλου, την πλήρη σύμπτωση εαυτού και κόσμου.

Στις απέραντες κι ανελέητα μοναχικές εκτάσεις τής Πάμπα, ο Ενρίκο θα αναζητήσει το ιδανικό φυσικό περιβάλλον για την πλήρη εσωτερική απογύμνωση της ψυχής, όπως τη δίδαξαν όλοι ανεξαιρέτως οι μεγάλοι δάσκαλοι και, πέρα και πάνω από όλους, ο νεκρός πια φίλος του Κάρλο. Ζώντας τη σκληρή και λιτή ζωή τού γκάουτσο, ελαχιστοποιώντας την επαφή του με την, επιβλαβή σε κάθε περίπτωση, επίδραση των ανθρώπων, απαλείφοντας πλήρως τις ανέσεις και τα υλικά πράγματα με τα οποία κανείς προσποιείται ότι ζει ή ότι είναι ευτυχισμένος, ο Ενρίκο θα επιχειρήσει να ακυρώσει μέσα του την πλανερή αίσθηση του χρόνου και την ακατάσβεστη εκείνη εσωτερική φλόγα που την πυροδοτεί και τη διαιωνίζει μέσα μας: την επιθυμία. Πολύ πιθανόν τελικά ο Κάρλο να είχε δίκιο, όταν λίγες μέρες πριν από τον θάνατό του τον διαβεβαίωνε: “… εσύ, Ρίκο, “βιώνεις αποφασιστικά όλες τις δυνατότητες έτσι ώστε να μην υπάρχει τίποτα που να σε ξαφνιάσει, και απεναντίας τα πάντα, ανεξαρτήτως κινδύνου, σου προσφέρονται απλόχερα. Διότι εσύ δεν αποζητάς τίποτε. Δεν αντιλαμβάνεσαι το πέρασμα του χρόνου αφού είσαι σε δράση συνέχεια και ο χρόνος δεν μπορεί να σε σκλαβώσει. Έτσι σε κάθε σου λέξη αντηχεί μια φωνή που πηγάζει από ένα βίο ελεύθερο…” ”[1]

Κι ο ίδιος το αναγνωρίζει, ότι κατά κάποιον τρόπο, εσωτερικά υπήρξε πάντοτε ξηρός, με την ηρακλείτεια έννοια του όρου: γι’ αυτόν, η επιθυμία περιοριζόταν το πολύ πολύ στην κατάκτηση μιας γυναίκας, ποτέ του ωστόσο δεν υπήρξε ικανός να δώσει ακόμη και σ’ αυτόν τον τομέα την οποιαδήποτε συνέχεια. Πολύ γρήγορα, η μοναχική του φύση, ο ακραία λιτός του βίος, οι παρατεταμένες του σιωπές κι εκείνη η αδιαπραγμάτευτη διεκδίκηση της ατομικότητάς του, τον απάλλασσαν χωρίς καμία ιδιαίτερη προσπάθεια από τις αρκετές γυναικείες παρουσίες που πέρασαν από τη ζωή του: “Ο Ενρίκο ανακαλύπτει πως έχει ταλέντο στο να αποφεύγει όλη αυτή τη φαρσοκωμωδία και τα γλυκερά στοιχεία που κολλάνε σε μια σχέση όπως στην ταινία της μυγοπαγίδας̇ αυτός δεν είχε ποτέ του σχέση, δεν ξέρει καλά καλά τι είναι… Αργά ή γρήγορα τον αφήνουν οι ίδιες οι γυναίκες, με θλίψη αλλά χωρίς οδύνες. Αυτός προσπαθεί να δείξει, ως οφείλει, κάπως μελαγχολικός, κι έπειτα νιώθει πιο ανάλαφρος από ποτέ, και βγαίνει με τη βάρκα στη θάλασσα, μένοντας όλη μέρα στην απόλυτη σιωπή, στην ησυχία.”[2]

Εκεί, μέσα στην απόλυτη σιωπή τής θάλασσας – ή της Πάμπα – ήταν που ο Ενρίκο ένιωθε πάντοτε να βρίσκεται στο φυσικό του περιβάλλον. Ακριβώς όπως συνέβαινε και με τον Κάρλο. Κι οι δυο τους, ο καθένας με τον τρόπο του, είχαν καταλάβει από πολύ νωρίς – εντελώς φυσιολογικά, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, – ότι εάν τελικά υπήρχε κάποιο νόημα σ’ αυτό που ονομάζεται ύπαρξη και ζωή, αυτό σίγουρα δεν βρισκόταν μέσα στις ακατάσχετες φλυαρίες, στην ενοχλητική ανθρώπινη εγωπάθεια, στους φανφαρονισμούς τής ρητορικής με τα χιλιάδες της πρόσωπα, στο άνοστο παιχνίδι τής επιθυμίας που μονίμως ζητάει και ποτέ δεν χορταίνει και στο ακόμη πιο άνοστο και άδοξο τέλος των πάντων: τον θάνατο̇ εάν τελικά υπήρχε κάποιο βαθύτερο μυστικό, αυτό θα έπρεπε σίγουρα να βρίσκεται καλά κρυμμένο μέσα στη σιωπή τής θάλασσας ή στα μανιασμένα νερά τού ποταμού Ισόντζο, όπου μόνο ο Κάρλο ήταν ικανός να κολυμπάει, πέρα από κάθε αίσθηση του χρόνου. Μπετόβεν, Ίψεν, Ηράκλειτος, Παρμενίδης, Σοπενχάουερ, Βούδας: “ η  τραγική χαρά να είσαι το σημείο εκείνο, που εκμηδενίζει το χρόνο και, συνεπώς, την ταλαίπωρη ζωή, που κυλάει και δεν είναι.”[3]

Και δεν είναι, διότι αποδεικνύεται μονίμως ανίκανη να εκτεθεί εντελώς γυμνή στη στιγμή, ολοκληρωτικά προσηλωμένη σ’ αυτό που είναι. Η βούληση είναι η ακατανίκητη εκείνη δύναμη που “καταστρέφει το αληθινό είναι…”[4] Ο Σοπενχάουερ ήταν αυτός που πρώτος ξεσκέπασε το ανθρώπινο ψέμα στις πραγματικές του, τερατώδεις διαστάσεις και μας έδειξε τον δύσκολο δρόμο που οδηγεί στην αλήθεια και την ελευθερία: “Ακόμα και ο Σοπενχάουερ – το συνοφρυωμένο και σαρκαστικό πορτρέτο του ακουμπούσε πάνω στα βιβλία, στη σοφίτα – είχε καταρρίψει δια παντός κάθε βούληση ζωής και ισχύος…”[5] Κι ο Κάρλο το ίδιο, ο πιο γνήσιος συνεχιστής του Σοπενχάουερ, στη χαραυγή τού εικοστού αιώνα, ο μαθητής που ξεπέρασε τον δάσκαλό του: “Δια της ενεργείας στην αργία, είχε γράψει ο Κάρλο κάτω από το πορτρέτο του Σοπενχάουερ.”[6] Αυτός που, σαν άλλος Βούδας, είδε την ατραπό και την ακολούθησε, ακόμη κι αν δεν κατάφερε ίσως ούτε αυτός να φτάσει μέχρι το τέρμα. Ή ίσως και να έφτασε. Κανείς δεν είναι σε θέση άλλωστε να γνωρίζει σε τι ακριβώς συνίσταται η ατραπός αυτή, ποιες είναι οι ακριβείς συντεταγμένες της, τι πρέπει να κάνει κανείς για να την περπατήσει μέχρι τέλους – παρότι η λέξη τέλος είναι σίγουρα άστοχη σ’ αυτήν την περίπτωση – ή αν υπήρξε ποτέ κανείς που την περπάτησε ως το τέλος: “Αυτή είναι η οδός, κι όχι βέβαια η τροπική εξοίδηση του δέντρου. Η απαίτηση να ζεις, λέει ο Ίψεν, είναι χαρακτηριστικό των μεγαλομανών. Ακόμα και ο Βούδας άρχισε να ζει αληθινά όταν έπαψε να επιθυμεί, όταν αποστράγγισε τα άσεμνα λεμφικά υγρά που ραντίζουν, εκχειλίζουν, διογκώνουν την καρδιά και τους αδένες.”[7]

Διότι η ψευδαίσθηση έγκειται ακριβώς στην απαίτηση, στην προσμονή, μ’ άλλα λόγια στην επιθυμία. Και γιατί, η επιθυμία δεν βρίσκεται μόνο στον πυρήνα τής ψευδαίσθησης του χρόνου, αλλά είναι και η γενεσιουργός αιτία τής μεγαλομανίας, της τροπικής εξοίδησης του εγώ: “Τα κλαδιά πρέπει να τα κλαδεύεις, η εξάπλωση είναι ένα ρητορικό απόστημα που θέλει τομή κι απολύμανση. Διαμόρφωση δια της μειώσεως.”[8] Ο Ρίκο το γνωρίζει καλά. Το ήξερε φυσικά κι ο Κάρλο. Η επιθυμία, ο εαυτός κι ο χρόνος είναι ένα και το αυτό̇ έχουν για κοινό τους υπόστρωμα το περίφημο δίπολο του Σοπενχάουερ: βούληση και αναπαράσταση̇ η βούληση του υποκειμένου που επιθυμεί διαρκώς, που δρα και επεμβαίνει στον εαυτό του και στον κόσμο, πάντοτε με γνώμονα το ενδιαφέρον για τον εαυτό του, με κάθε τίμημα, ενάντια στους πάντες και στα πάντα: ακόμη μια αναπαράσταση̇ ακόμη μια ψευδαίσθηση̇ ο Κάρλο την ονόμασε φιλοψυχία και την όρισε ως την “αγάπη τού ανθρώπινου ζώου για τη ζωή του,”[9] αλλά και ως “δειλία.”[10] Το ύπουλο δόλωμα που ένας θρασύδειλος θεός έριξε στον άνθρωπο, ώστε να τον κρατήσει αιώνια σιδεροδέσμιο στην παγίδα τής ευχαρίστησης: “… ἡ φιλοψυχία παντοία γίγνεται πρός τόν βίον, ‘η λαχτάρα για τη ζωή παίρνει τις άπειρες μορφές που γεννώνται από τη ζωή.’ Γιατί δεν υπάρχει κανένα σημείο στο οποίο η θέληση να ικανοποιείται, κάθε πράγμα αυτοκαταστρέφεται με το να έρχεται πρώτα στη ζωή και μετά να φεύγει από αυτήν: πάντα ῥεῖ, μ’ άλλα λόγια, το καθετί μεταμορφώνει τον εαυτό του ασταμάτητα στις άπειρες μορφές τής επιθυμίας.”[11]

Η επιθυμία είναι η βάση πάνω στην οποία χτίζεται ο εαυτός κι ο εαυτός δεν είναι παρά η κορυφαία επιθυμία όλων̇ το πάγιο αίτημά μας να νικήσει η επιθυμία τον χρόνο, να διαρκέσει αιώνια, αδιατάρακτη, μόνιμη, άφθαρτη, οχυρωμένη̇ το αποκορύφωμα της ψευδαίσθησης: “Ο καθένας μας αναζητεί την αυτο-πραγμάτωση, παρότι πιθανότατα με εντελώς διαφορετικούς τρόπους από τους άλλους: μέσω των χρημάτων ή της εξουσίας, μέσω των παιδιών και του/της συζύγου, μέσω της πατρίδας ή οποιασδήποτε άλλης ιδέας, μέσω του καθήκοντος ή της αυτοθυσίας, μέσω του εξουσιασμού ή της υποταγής. Όμως υπάρχει τελικά αυτο-πραγμάτωση; Το αντικείμενο της πραγμάτωσης, εξ ορισμού, το προβάλλει αυτός που το αναζητεί στον ίδιο του τον εαυτό, αυτός το επιλέγει, οπότε και η επιθυμία του αυτή για αυτο-πραγμάτωση δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία ακόμη μορφή αυτο-διαιώνισης. Είτε συνειδητά, είτε υποσυνείδητα, ο δρόμος τής αυτο-πραγμάτωσης έχει επιλεγεί από εμάς τους ίδιους, βασίζεται στην επιθυμία μας για επιβεβαίωση, η οποία πρέπει οπωσδήποτε να είναι και μόνιμη.”[12]

Γι’ αυτό και ο Ρίκο “… προσμένει με το κεφάλι ψηλά την αληθινή ζωή, αυτήν που κάθε προσδοκία την καταστρέφει.”[13] Αυτός, όπως κι ο Κάρλο, δεν μπορεί βεβαίως να ξεγελάσει τον εαυτό του. Δεν θα παίξει το ίδιο αιώνιο κι ανόητο παιχνίδι, με το οποίο τόσο πολύ φαίνεται να διασκεδάζει εδώ και χιλιάδες χρόνια η μάζα των μετρίων. Αυτός δεν συμβιβάζεται με τίποτε λιγότερο από την ίδια την πραγματικότητα̇ κανένα ψέμα, καμιά αυταπάτη. Γι’ αυτόν, το ζητούμενο είναι “… να ξεριζώσεις από μέσα σου όχι μόνο τη ματαιοδοξία της επιτυχίας αλλά όλες τις επιθυμίες, ακόμη και την επιθυμία να κάνεις το καλό που εκείνα τα σκούρα μάτια εξέπεμπαν χαμογελαστά, ακόμη και την ανάγκη να έχεις αξίες, αφού κάθε ανάγκη κατατρέχει το παρόν και το αφανίζει.”[14]

Για το τέλος έχει αφήσει το καλύτερο: να ξεριζώσει από μέσα του ακόμη και τη θάλασσα, που τόση χαρά και ψυχική ηρεμία τού έδινε πάντα: “ Όμως και η θάλασσα τον βαραίνει, αναδεύει μέσα του τη μεγάλη υπόσχεση ευτυχίας και τη μεγάλη αναζήτηση νοήματος, που – όπως και κάθε αναζήτηση – πνίγει την ευτυχία. Καλύτερα η ράθυμη γη κάτω από τα πόδια του.”[15] Ολόκληρος ο εαυτός πρέπει να σβήσει και να αφανιστεί χωρίς δεύτερη κουβέντα, χωρίς καμιά διαμαρτυρία. Αυτός είναι το πραγματικό πρόβλημα, το είδε ο Βούδας, το είδε ο Κάρλο, το βλέπει κι αυτός τώρα ως τη μοναδική αλήθεια που υπάρχει. Τίποτε άλλο δεν χρειάζεται να κάνει κανείς. Μόνο να σβήσει τον εαυτό του, να σβήσει ο ίδιος, αλλά οικειοθελώς, χωρίς κανείς και τίποτα να τον νουθετήσει ή να τον αναγκάσει προς αυτήν την κατεύθυνση. Ποιος θα μπορούσε άλλωστε να κάνει για ‘μάς αυτό που δεν μπορούμε εμείς οι ίδιοι να κάνουμε για τον εαυτό μας; “ “Nacktes, kahles Selbst” σημειώνει στο μπλε τετράδιο, ο Εαυτός γυμνός και ελεύθερος – νηνεμία της θέλησης, στην καρδιά ούτε μια πνοή αέρα.”[16] “Ο εαυτός πρέπει να τελειώσει, ώστε να πάρει τη θέση του το καινούριο. Ο εαυτός είναι η ιδέα, το υπόδειγμα, ο σωρός των αναμνήσεων.”[17] Δώσε επιτέλους εσύ ο ίδιος ένα τέλος στην απάτη. Μην περιμένεις κανέναν και τίποτε̇ κανένα αύριο̇ αν δεν το κάνεις τώρα, δεν θα μπορέσεις να το κάνεις ποτέ: “Η έσχατη απάτη του πόθου είναι να σε κάνει να πιστέψεις σ’ αυτόν, να τον προσμένεις, να τον επιθυμήσεις. Εκείνη τη νύχτα η απάτη τέλειωσε. Αλήθεια σημαίνει ακινητοποίηση των πραγμάτων.”[18]

Ακινητοποίηση των πραγμάτων, παύση τού αέναου πηγαινέλα μέσα στον χρόνο, σίγαση της αεικίνητης, βασανιστικής επιθυμίας – der Wille zum Leben την ονόμασε ο Σοπενχάουερ – σταθερή προσήλωση σ’ αυτό που είναι: “Εάν θέλουμε να κατανοήσουμε αυτό που είναι, πρέπει να αφήσουμε κατά μέρος κάθε υπόδειγμα με το οποίο σκεπτόμαστε και δρούμε, καθώς και κάθε ιδέα. Το να αφήσουμε όμως κατά μέρος την ιδέα γίνεται κάτι το πολύ δύσκολο, όταν δεν αντιλαμβανόμαστε πόσο επιτακτική ανάγκη είναι το να κατανοήσουμε αυτό που είναι. Το υπόδειγμα σπάει μόνο όποτε είμαστε αναγκασμένοι να αντιμετωπίσουμε αυτό που είναι, δηλαδή το πραγματικό̇ επομένως, το ζήτημα δεν είναι πώς να απελευθερωθούμε από την ιδέα, αλλά πώς να αντιμετωπίσουμε το γεγονός.”[19] Πολύ πιθανόν να είναι αυτή η ατραπός. Αυτή είναι ίσως η ‘αλήθεια.’ Αυτήν αναζήτησαν όλοι οι άγιοι, αυτήν βρήκε ο Βούδας, μ’ αυτήν φαίνεται πως ήρθε αντιμέτωπος ο έφηβος Κάρλο, αυτήν αναζητεί τώρα κι ο Ρίκο, αν και, σύμφωνα με τον ίδιο τον Κάρλο, ποτέ του δεν έπαψε να την κατέχει, μόνος αυτός από τους τρεις τους.

Αυτός, από το αχανές φάσμα τής ρητορικής κρατάει μόνο ελάχιστα πράγματα, κυρίως αυτά που περιστρέφονται γύρω από τη γυναίκα και την ακατανίκητη αλλά απόλυτα ψευδαισθητική ομορφιά της: “… ή με την απαλή Βιολέτα, ιδιόρρυθμη όπως το φεγγάρι, από μία οικογένεια βιομηχάνων της Τεργέστης, που τον κάνει να εκτιμήσει, κατ’ εξαίρεση, ορισμένες ιδιότητες της ρητορικής – μια μεταξένια κάλτσα, ένα κομψό σανδάλι, ένα αρωματισμένο φουλάρι.”[20] Όμως η τραγική κατάληξη της Έμμα, της γριάς μητέρας τού Κάρλο, πολλά χρόνια μετά τον θάνατο του γιου της, τον επαναφέρει γρήγορα στην πραγματικότητα, θυμίζοντάς του πόσο καταστροφικό πράγμα είναι η ρητορική και τι τρομακτική επαγρύπνηση χρειάζεται να έχει κανείς, ώστε να μην ενδώσει ούτε στιγμή στις ηδύφωνες σειρήνες της: “Αντιθέτως, για να ξεκάνεις μια γριά εβραία ογδόντα εννιά χρόνων χρειάστηκε το Άουσβιτς και όλη η θεατρική παράσταση του Τρίτου Ράιχ. Εκείνο το χιλιετές Ράιχ αποδεικνύει πως η ρητορική είναι μόνο θάνατος και όλεθρος.”[21]

Μακριά λοιπόν από το ψέμα τής Ρητορικής που μόνο φυλακίζει. Μόνη πιθανότητα ευτυχίας για τον άνθρωπο είναι η λήθη κάθε παρελθόντος, η αδιαφορία για κάθε πιθανό μέλλον, η προσήλωση αποκλειστικά και μόνο στο παρόν, με τη συγκέντρωση σ’ αυτό όλης της ενέργειας που μπορεί κανείς να διαθέτει: “Εσύ ξέρεις πώς να συνίσταται στο παρόν η ύπαρξή σου όλη, Ρίκο, του είχαν πει όταν έφευγε, αρμενίζεις στην ανοιχτή θάλασσα χωρίς να ψάχνεις φοβισμένος για λιμάνι και χωρίς να ευτελίζεις τη ζωή σου με το φόβο μήπως τη χάσεις.”[22]

Το στοίχημα είναι πώς να βγει κανείς από το άνοστο και βασανιστικό παιχνίδι τής ζωής, χωρίς να αναγκαστεί να εισέλθει οικειοθελώς στη νεκρική ζώνη τού θανάτου. Το πόσο δύσκολο είναι το εγχείρημα αυτό, φαίνεται από την ελάχιστη επικράτεια τής εν ζωή ευτυχίας, όπως τη συνέλαβε ο Κάρλο: “Κοιτάζει το σχέδιο που έβαλε ο Κάρλο στο διάλογο με τους τέσσερις τεμνόμενους κύκλους και τα κοινά σημεία επαφής. Στ’ αριστερά του κύκλου της ευτυχίας, σ’ ένα είδος δύσης, υπάρχει η τομή της ελευθερίας, της μη ανάγκης̇ ναι, μέσα σ’ εκείνον τον άσπρο χώρο, εκεί μέσα ο Ενρίκο αναγνωρίζει τον εαυτό του. Το τόξο όμως που κλείνει εκείνον τον χώρο συνεχίζει και σχηματίζει έναν άλλον κύκλο χαμηλά, νότια του σχεδίου, τον κύκλο του θανάτου. Η μη ανάγκη, η ελευθερία είναι κοινή σε αμφότερους τους κύκλους, στον κύκλο τής ευτυχίας που εδράζεται στο είναι και στην αξία, που δεν ζητάει τίποτα γιατί απλά υπάρχει, και στον κύκλο του θανάτου που ομοίως δεν ζητάει τίποτα γιατί δεν υπάρχει.”[23]

Γιατί ο Ρίκο, στην πραγματικότητα, δεν ζητάει πλέον απολύτως τίποτα̇ ποτέ του δεν ζήτησε̇ αυτόν ίσως είχε στο μυαλό του ο Κάρλο, όταν έδινε μορφή στο πολύπλοκο φιλοσοφικό του σύστημα, το οποίο φιλοδοξούσε βεβαίως να μην είναι καν ένα ‘σύστημα’ ή ένα ακόμη ‘σύστημα,’ αλλά μια εντελώς πραγματική και πιστή περιγραφή τής ανθρώπινης περιπέτειας στη ζωή, ένα απολύτως πρακτικό εγχειρίδιο ευτυχίας για τη βασανισμένη οντότητα που έχει καταλήξει να είναι ο άνθρωπος: “Η πεποίθηση, λέει ο Κάρλο, είναι να βιώνεις πλήρως τη ζωή και τον εαυτό σου στο τώρα̇ να μπορείς να βιώνεις απόλυτα την κάθε στιγμή, χωρίς να τη θυσιάζεις στο βωμό ενός γεγονότος που θα συμβεί ή που ελπίζεις να συμβεί όσο πιο σύντομα γίνεται, καταστρέφοντάς την έτσι με την προσδοκία να περάσει γρήγορα. Ο πολιτισμός όμως είναι η ιστορία των ανθρώπων που δεν ξέρουν να ζήσουν με πεποίθηση και κατασκευάζουν το πελώριο τείχος της ρητορικής, την κοινωνική οργάνωση της γνώσης και της δράσης, για να κρύψουν από τον εαυτό τους το θέαμα και τη συνειδητοποίηση του δικού τους κενού.”[24]

Τα χρόνια έχουν περάσει. Ο Ρίκο έχει αφήσει προ πολλού πίσω του τα πάντα: ιδεολογίες, θρησκείες, οικογένειες, ανθρώπους, μνήμες, προσδοκίες. Ποτέ του δεν τα πήγαινε και πολύ καλά με όλη αυτήν τη σαβούρα άλλωστε. Του το γράφει και η γριά μητέρα τού Κάρλο: “Είστε τυχερός, αγαπητέ Ρίκο, που ζείτε μακριά από αυτόν τον μικρό, μοχθηρό και ανειλικρινή κόσμο.”[25] Καμιά αυταπάτη δεν τρέφει, ότι τα πράγματα θα μπορούσαν ίσως να είχαν πάρει μια διαφορετική τροπή, εάν γινόταν να γυρίσει πίσω ο χρόνος: “Είναι γελοίο, δεν θα χρησίμευε σε τίποτα να γυρίσουν πίσω στο χρόνο, όλα θα επαναλαμβάνονταν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο: το ίδιο λάθος, η ίδια φρίκη.”[26] Μία βεβαιότητα μόνο είναι ικανός να αναγνωρίσει στη δύση τής ζωής του, ότι δηλαδή: “… συν τω χρόνω οι μεταγενέστεροι θα αναγνωρίσουν πως αυτός [ο Κάρλο Μίκελστετερ] είναι η μεγαλύτερη μορφή που δημιούργησε ποτέ η Ευρώπη”[27] και ότι “… ο Κάρλο και ο Βούδας είναι οι δύο μεγάλοι αφυπνισμένοι της Δύσης και της Ανατολής.”[28] Για οτιδήποτε άλλο είναι πολύ αργά πια. Ως μία φυσική κατάληξη της όλης ‘φιλοσοφίας’ τής ζωής του, ο Ρίκο έχει απωλέσει εξ ολοκλήρου τη μνήμη του. Μόνος του στο δωμάτιο, κοιτάζει ένα λεκιασμένο σημείο στον τοίχο: “… το φωτίζει ο λύχνος του Κάρλο, η κηλίδα απλώνεται, διαστίζεται, συρρικνώνεται: είναι το λέπι ενός ψαριού, ένα νησάκι, το αρπακτικό μάτι ενός τσιμάνγκο, μια θηλή, μια χούφτα σπαρμένης άμμου, μελάνι που εξακοντίζεται στο ξεβαμμένο γκρίζο μιας σχολικής αίθουσας.” Είναι μ’ άλλα λόγια όλο το φάσμα τής ζωής, αυτής στην οποία ο ίδιος έπαιξε μόνο τον ρόλο του αποστασιοποιημένου μάρτυρα και στης οποίας το τέλος, καλώς ή κακώς, δεν θα παραστεί: “Το σώμα είναι ένα μπαλόνι που ένα παιδάκι φουσκώνει με όλη του την ανάσα. Είναι φωτισμένο εσωτερικά και διογκώνεται γεμίζοντας όλο τον ουράνιο θόλο μ’ ένα φως ξάστερο, ακίνητο και σταθερό. Δεν υπάρχει τίποτε περισσότερο, κανείς που να μπορεί να ακούσει το απαλό σκάσιμο όταν μια πευκοβελόνα τρυπάει το μπαλόνι ή το τσιτσίρισμα του λαδιού που τινάζεται πάνω στη φλόγα και τη σβήνει.”[29]


Σημειώσεις

[1] Κλαούντιο Μάγκρις, Μια άλλη θάλασσα (Αθήνα: Καστανιώτης, 2018), σσ. 42-43.  

[2] Ό.π., σ. 82.

[3] Ό.π., σ. 22.

[4] Ό.π., σ. 38.

[5] Ό.π., σ. 19.

[6] Ό.π., σ. 21.

[7] Ό.π., σ. 33.

[8] Ό.π., σ. 32.

[9] Carlo Michelstaedter, Persuasion and Rhetoric (PR), Yale University Press, New Haven & London 2004, σ. 20.

[10] Ό.π.

[11] Ό.π., σσ. 14-15.

[12] Jiddu Krishnamurti, Krishnamurti Text Collection (KTXT), Version 3.3, Computer software (Krishnamurti Foundation Trust Ltd, 1991-2005).

[13] Μάγκρις, Μια άλλη θάλασσα, σ. 40.

[14] Μάγκρις, Μια άλλη θάλασσα, σ. 72.

[15] Ό.π.

[16] Ό.π., σ. 86.

[17] Krishnamurti, Krishnamurti Text Collection (KTXT).

[18] Μάγκρις, Μια άλλη θάλασσα, σ. 91.

[19] Krishnamurti, Krishnamurti Text Collection (KTXT).

[20] Μάγκρις, Μια άλλη θάλασσα, σ. 82.

[21] Ό.π., σ. 106.

[22] Ό.π., σ.σ. 15-16.

[23] Ό.π., σ. 54.

[24] Ό.π., σ. 70.

[25] Ό.π., σ. 103.

[26] Ό.π., σσ. 105-106.

[27] Ό.π., σ. 115.

[28] Ό.π., σ. 116.

[29] Ό.π., σ. 124.