Άννα Νιαράκη | Σιγαστήρας

© Γεωργία Τσόκου

Σιγά τα αίματα. Άλλος ένας πόνος ψηλά στην πλάτη.
Βγαίνει μπροστά πάνω από το στήθος / νιώθεις μια τρύπα
Μαύρη να καταπίνει το κενό, Να καταπίνει τα πάντα

Όταν κάτι πεθαίνει το κλαις και κάποτε
μαθαίνεις να ζεις χωρίς να το σκέφτεσαι
Μα όταν κάτι σε διώχνει και μόνο που ξέρεις
ότι ακόμα αναπνέει, σου κόβει την ανάσα

Η σιωπή είναι γαλήνη όταν την βρεις
Και βία όταν σε βρίσκει
Αν είχες πεθάνει θα σε είχα ξεπεράσει
Αλλά ζεις και μου στοιχειώνει τον ύπνο η απουσία σου

Και το κομμάτι μου, αυτό που καίγεται
Αφήνει πίσω στάχτες και μια παλίνδρομη κίνηση στον αέρα
Μου θυμίζει πως ότι σου παγώνει το νου
δεν σου δροσίζει το πρόσωπο

Η αγωνία είναι μια γκρίζα σκόνη που χειμωνιάζει διαύγειες
Προσπαθείς εναγωνίως την ανάσταση
Έντρομος ασπάζεσαι καρδιά σταυρό τρύπα σύννεφο
Ξεκινάω μετέωρος, δείχνω μικρός αλλά ξέρω πως σαπίζω αντίστροφα

Ξεκινάω λέω, στην τσέπη μου χαϊδεύω μια ασημένια φόδρα
Στο λαιμό μου μια ασημένια σφαίρα
Τα καφενεία μου φαίνονται τόποι ταφής της ενάργειας
Δασκαλεύω τα δόντια μου να μην τρίζουν στον ύπνο

Σου γελάω δες με, σε χίλια καρέ αποθηκευμένα
στη μνήμη ενός τηλεφώνου που θα πετάξω στο τέλος
στη μνήμη
αποθηκευμένα
θα πετάξω
στο τέλος
θα πετάξω

Αλλάζω τρόπους, αλλάζω ρουτίνες
Δεν χωράω
Αλλάζω τόπους κι αναλαμβάνω ευθύνες
Δεν γελάω

Υπάρχει ακόμα μέσα μου κάτι
Κάτι που θέλει να ουρλιάξει
Κάτι που θέλει να κλάψει
Κάτι που θέλει να πετάξει
Να φωνάξει
Να αγκαλιάσει
Να μη δειλιάσει

Η γλώσσα οπλίζει με λέξεις
Η σκέψη με τί οπλίζει;
Ονειρευόμαστε λέξεις ή αγγίγματα;
μου βάζω τρικλοποδιές κι αινίγματα
μου βάζω δύσκολα

μου βάζω φωτιά επιτέλους
Ξημερώνει και βρέχει και δεν θυμάμαι αν
Δεν θυμάμαι ίσως
Δεν θυμάμαι πως
Γιατί, πού ακριβώς και πότε

Έχω μια λύπη που μου τρώει το πρόσωπο που έχω για καρδιά
Έχω μια λύπη που γελάει με μένα με τους τρόπους μου ακόμα και με τα δράματά μου
Έχω μια λύπη που με χτυπάει αλύπητα
Κι εγώ γελάω και συνεχίζω
Με κάθε τρόπο
Σε κάθε τόπο
Με κάθε μέσο
Προσέχω μην πέσω

Λόγια άχρηστα πιάνουν τόσο χώρο
Πίνω νερό να τα αραιώσω
Πίνω νερό να φύγουν από μέσα μου
Πίνω νερό
Γιατί διψάω
Πίνω νερό για να υπάρχω

Θα την γλυτώσουμε πάλι το ξέρω
Θα την βγάλουμε καθαρή το ξέρω
Κι αν πέσω έξω
Βάλε με μέσα
Βάλε με μέσα σου
Και πες μου δεν πειράζει
Ψιθύρισέ μου δεν πειράζει
Φίλησέ μου τους κροτάφους

Το χέρι σου μες στο χέρι μου και μες στο χέρι μου η μπερέτα, θυμάσαι;
Ποιος φοβάται τώρα που πέσαν όλοι οι καιροί σαν αυλαίες θεάτρου;
Ποιός φοβάται τώρα που σπάσαν οι κλεψύδρες;
Ποιος Φοβάται το κορμί του; Το γέλιο του, Την κραυγή του

Είμαι ο κληρονόμος της λύπης
Το κεφάλι μου είναι τώρα ανάμεσα στο κράσπεδο
Και σε μια μπότα κρατική
Είμαι μπρούμυτα και μου πιέζουν το στήθος
Ένα γόνατο με κρατικό μισθό μου στερεί τον αέρα
Παρακαλάω ικετεύω λιγοστεύει ο αέρας
Παρακαλάω ικετεύω δεν μπορώ να αναπνεύσω
Δεν μπορώ να ανασάνω

Είμαι μαύρος, είμαι άσπρος, είμαι πολύχρωμος, ανδρόγυνος,
Είμαι στο δελτίο των οκτώ, κόβουν εισιτήρια με το αίμα μου
Είμαι νεκρός, κι ακόμα φοβούνται
Κλείνω τα μάτια κι όταν τα ανοίγω
Είμαι τώρα πουλί, πετάω επιτέλους στην αθανασία
Δες με από αετός προσγειώνομαι παγώνι
Πατάω πάνω στα τζάμια και στα σπασμένα γυαλιά
Αυτά που σκούπισες άρον άρον να μην χαλάνε τη βιτρίνα
Όταν θα επιστρέψω θα είσαι νεκρός.