[…il Prete Rosso, ο κοκκινομάλλης παππάς ήταν το προσωνύμιο του Αντόνιο Λούτσιο Βιβάλντι. Εισηγητής της μπαρόκ μουσικής, ο πολυγραφότατος Βενετσιάνος που πέθανε πάμφτωχος, λησμονήθηκε τόσο γρήγορα μετά τον θάνατό του. Χρειάστηκε μετά από χρόνια ο Μέντελσον που μελετούσε το έργο του Μπαχ να σκύψει με ενδιαφέρον στον Ιταλό δημιουργό. Στον ανυπέρβλητο αυτόν μουσουργό των τεσσάρων εποχών που αναπλάθει την εικονογραφία του φυσικού χρόνου. Ο Βιβάλντι με τις Τέσσερις Εποχές του, μεταξύ των άλλων πρωτοποριών του, εισάγει την χρήση του basso continuo, ενός οργάνου που παίζει σταθερό τον ρυθμό του υποκινώντας την ένταση του κονσέρτου.
Το πιο κάτω κείμενο συνιστά μια ιστορία βασισμένη στην κρυφή καθολικότητα της μουσικής του Βιβάλντι και την μοιραία προσήλωση του θηβαϊκού κύκλου στον πανάρχαιο χρησμό.
Μια φορά και έναν καιρό, καθώς λένε, αυτό το ίδιο κείμενο στηρίχτηκε στον κεραυνό της θρυλικής καταιγίδας του 1723 που δείχνει το άλλο πρόσωπο του καλοκαιριού και την πιο σκληρή από τις εκδοχές της Θήβας…]
Η αναμέτρηση θα λάβει εκκίνηση εμπρός από τα σιδεράδικα. Μόλις πετάξουν οι σπίθες από τα μαγαζιά του προαστίου οι ποδηλάτες θα ξεχυθούν στον αγώνα. Έπειτα, στροφή στην πλατεία. Σε κάθε διασταύρωση την πρωτοπορία θα επιβεβαιώνει ένας σοβαρότατος συμβολαιογράφος που, ποιος θεός γνωρίζει γιατί αποκόπηκε από την τρομερή αλυσίδα των επαγγελμάτων της φωτιάς. Θεέ μου πώς ξέπεσε ένας άντρας ως εκεί, είπαν τα βοσκόπουλα που παρακολουθούν τρέχοντας την κούρσα.
Τα ποδήλατά τους είναι πανομοιότυπα. Από το σασί απουσιάζουν τα συστήματα πέδησης και θα χρειαστεί όλη η επιδεξιότητα των διαγωνιζομένων για να εισέλθουν στην μεγάλη λεωφόρο, σκορπώντας ρίγη τρόμου και απελπισίας στα καναρίνια του πάρκου. Αυτή θα είναι και η τελευταία ένδειξη, έπειτα θα χαθούν εις το εσωτερικό της πολιτείας. Σκοτεινές γειτονιές, μπουγάδες, γυναίκες που σαρώνουν τον δρόμο, ξενύχτηδες που γυρεύουν μια κατεύθυνση, ένα οδόφραγμα, τ΄απομεινάρια της κομούνας, ένα περιβόλι κρυμμένο από τα μάτια των ανθρώπων και η κρυφή ζωή. Οι ποδηλάτες θα διαβούν πάνω από τους αιώνες, παίζοντας το βασίλειό τους σε μια ξέφρενη πορεία.
Μα δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς η μοίρα τους. Ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης δεν συλλογίζονται, μονάχα ποδηλατούν, νιώθοντας βαθιά πως εδώ, ετούτη την στιγμή, έξω ακριβώς από την κρεαταγορά, ρισκάρουν την ζωή τους για το στέμμα. Μια δεξιά στροφή, οι χρησμοί που πετούν πάνω από τα κεφάλια, τους χαρίζουν την όψη σύγχρονων αγίων που ολάκεροι δίνονται με αφοσίωση σε αυτόν τον μεγάλο κίνδυνο. Πλάι τους περνούν τα σπίτια, κήτη νυχτερινά σε απόλυτη νάρκη. Μόλις διάβηκαν τον τελευταίο συμβολαιογράφο. Από στόμα σε στόμα οι φήμες για τον νικητή διαδίδονται και η ματιά μας τώρα πέφτει στους τροχούς του ποδηλάτου που γαντζώνονται από τις γλίστρες του μύθου, ο οίκος αυτός θα χαθεί από στιγμή σε στιγμή, ψιθυρίζουν οι θεατές, χειροκροτώντας μηχανικά . Μια στραβοτιμονιά αρκεί και ύστερα το μαιανδρικό μοτίβο και τα ποικιλόχρωμα άνθη. Δείτε, μια πολιτεία ορφανή που χάνεται μες στην ιστορία.
Εμπρός παίδες, για την Θήβα και για τις Αντιγόνες όλου του κόσμου που έρχονται για να τιμήσουν την βαθύτερη ηθική των ανθρώπων. Εμπρός, το βλέμμα μας δεν πρέπει να χάσει την επαφή του με την έξαλλη χορογραφία των ποδηλάτων που σμίγουν και απομακρύνονται. Δείτε με τι μίσος κοιτάζονται οι αναβάτες. Τώρα πλησιάζουν τον τερματισμό, οι στήλες εκεί φορούν το όνομα Ηλέκτρες, τίτλος γεμάτος από το αίνιγμα και την θυσία αυτού του κόσμου.
Οι ποδηλάτες πλησιάζουν επικίνδυνα. Τώρα επιταχύνουν στον κατηφορικό σπριντ του τελευταίου σκέλους και όλα δείχνουν πως ο Πολυνείκης την έχει σίγουρη την πρωτιά. Στο νου του φέρνει την αγκαλιά της Αντιγόνης του, ο νους του φεύγει για μια στιγμή με το πρίμο αγέρι, τα δυο ποδήλατα σμίγουν και έπειτα ξεμακραίνουν με την ταχύτητα δυο άστρων.
Αργότερα, τ΄απόγευμα, τους έφεραν στην πόλη, σκεπασμένους με δάφνες. Τους πέρασαν από την αγορά, τα κορίτσια των Ηλυσίων Πεδίων θρηνούσαν στο προσκέφαλό τους. Εργάτες προνοητικοί αποκαθήλωσαν τα εμβλήματα του οίκου την ώρα που η πολιτεία περνούσε στην ανυπαρξία. Αγρότες που χτυπήθηκαν από τον κεραυνό, μορφές φεγγάρια από τσίγκο, γεωργοί, τρελοί, φυλακισμένοι, νεκροί έβγαζαν το κασκέτο τους, καθώς περνούσε η πομπή. Τίποτε άλλο δεν σώζεται.
Ένας αιώνιος άνεμος έφερε αυτήν την ιστορία ως εδώ. Οι ποιητές δεν παρέμειναν ανεπηρέαστοι, το αντίθετο μάλιστα. Στάθηκαν με τρυφερότητα επάνω από τους όμορφους, στοχαστικούς μύθους που την περιβάλλουν. Τίποτε άλλο δεν απομένει έξω από αυτές παίδες, μόνον καπνός και ίσκιος παλαμικός.
Αυτό ήταν το τέλος των διεκδικητών του θρόνου. Οι δυο νέοι δοκιμάστηκαν επάνω σε ένα παιδιάστικο καπρίτσιο και ολοκλήρωσαν τον μύθο που θέλει το σπίτι τους ρημαγμένο, την σπορά τους κάλπικη. Τον θησαυρό τους αμμουδιά ομηρική και χίμαιρα που γλιστρά.Τίποτε άλλο δεν αναφέρει η ιστορία παρά μόνο, στο περιθώριο, κάτι σαν σύνθημα, κάτι σαν Ζήτω η πόλις, ζήτω!
Α.Θ