Allée Quo Vadis? | Της Αικατερίνης Τεμπέλη

© Γεωργία Τσόκου

Χαμένη στο Παρίσι
τη μέρα της πτώσης της Βαστίλης
ανάμεσα σε φλεγόμενους κάδους σκουπιδιών
αλαλάζων πλήθος
κι οπλισμένους στρατιώτες
ψάχνω
εκείνη τη φωτογραφία σου
απ’ το “Portal” του Vladikavkaz

“Ελληνίδα;”
Χαμογέλασες στη σιωπηλή μου κατάφαση
“Το Αλφα και το Ωμέγα”
Διάλογος βγαλμένος σαν από Μαγυάρικη ταινία

Σε κοίταξα όσο κρατά μια άνω τελεία και μερικά αποσιωπητικά

Παράξενα ηχούσαν τα γνωστά φωνήεντα με την προφορά της Οσετίας
Κι οι βιβλικές αναφορές σου ακατάληπτες

Μέχρι που
είδα τα ζωγραφιστά σου γράμματα
στην πόρτα της κατάληψης
Μέχρι που
άκουσα τα σπαρακτικά τραγούδια
του Βόρειου Καυκάσου

Οι Αλγερινοί έχουν γλέντι
Η ομάδα τους κέρδισε
και με κερνούν τσάι με κάρδαμο
Γελούν φτιαγμένοι από νωρίς
Νίκες και ήττες ανάκατες μες τη ζωή

Κι εγώ εγκλωβισμένη μες σε δρόμους
που έχουν όλες τις εξόδους τους κλειστές:
fermé, fermé, fermé!
Κι όμως
πάνω απ’ τα θεόρατα στοιχισμένα δέντρα
λάμπει σ’ έκλειψη η Σελήνη

Ιούλιος αιμοσταγής
χωρίς αιδώ μας χώρισε

Ακούω το κελάρυσμα του ποταμού
Μόνη παραφωνία μες την τόση σιωπή
Από μακριά αστραποβολά ο Πύργος του Eiffel
αδιάφορος για τα μικρά μας δράματα

Σε θυμάμαι να μου μιλάς για το Beslan
για το σχολείο των παιδιών των σκοτωμένων
για τ’ αρκουδάκια, τα παιχνίδια και τις μισοτελειωμένες ζωγραφιές
Ανταλλάξαμε πολλές ιστορίες δυστυχίας
Τα νερά της Μεσογείου
γεμάτα πεθαμένους
τι νόμιζες;
“Δεν θα κολυμπήσω φέτος, σου το υπόσχομαι”

Για κάποιους η Συρία είναι τόσο μακρινή
όσο το παράξενο μαύρο φεγγάρι
Και γι’ άλλους
πιο μακρινός ο ανθρώπινος πόνος

Λες να γλυτώσουμε απ’ το μακελειό;
Σαν πόσα να ‘μειναν που αντέχουν στον πλανήτη;

Περνάω απ’ τις άλλοτε γειτονιές του Van Gogh
-τι μοναξιά κι ετούτη-
στέκομαι έξω απ’ τη φυλακή που έβλεπε απ’ το παράθυρό του
ο Beckett
Ίσως χρειάζεται μια καθημερινή υπόμνηση
για ν’ αντέχουμε τα μέσα μας κελιά

Δεν μιλήσαμε ποτέ για το Άμστερνταμ και τη Νέα Υόρκη
Για το Γαλάτσι και τα Κάτω Πατήσια
ούτε λέξη
Τι σημασία έχει;
Κάποτε θα επιστρέψω πίσω
Αναπόφευκτες οι συγκρούσεις με την πραγματικότητα
Αλλά χρειάζομαι εκείνη τη φωτογραφία σου
να πιστοποιώ ότι υπήρξες…
Δεν σε επινόησα κι ας το ‘θελα

Υπάρχεις…
Και σ’ ένα παλιό πιάνο
που κάποτε απ’ τη Δρέσδη πέρασε τα σύνορά σας
θα παίζεις για μένα με μερικά κεριά
παρέα
σαν να με ρωτάς:
“κι αυτά τα όμορφα λυπημένα μάτια…”

Κι εγώ δεν θα ξέρω που πηγαίνω
όσο εσύ θα γυρίζεις σπίτι.
Μα που είν’ το σπίτι μας, αλήθεια;
Πού;