Οι άνθρωποι, που γνώριζα ως εκείνη την ημέρα, φορούσαν το σώμα μέσα από τα ρούχα. Περίεργο, εγωιστικό ͘ αλλά έτσι συνέβαινε. Ό ένας έμοιαζε με τον άλλον. Ο άλλος ήμουν εγώ. Όταν λέω εγώ, εννοώ εσένα. Εσύ είσαι το εγώ που πάντα αποφεύγω.
Εσύ, που όταν πέφτεις νύχτα καταμεσής της Σταδίου, γίνεσαι άγαλμα. Τα γόνατά σου γεμίζουν μάρμαρο. Τα μάτια σου ασπρίζουν. Τα δάχτυλά σου δείχνουν το απέναντι περίπτερο.
Κι όλο επιζείς. Χωρίς ποτέ να ρίχνεσαι στη μάχη.
Εκεί που ζεις. Στο σπίτι αυτό που δεν ανήκει. Ούτε στο εκεί, ούτε στο εδώ. Ούτε στο εσύ, ούτε στο εγώ. Στο σπίτι αυτό, που κρέμεται σαν σίγμα τελικό, οι ένοικοι κλαίνε από ανάγκη.
Εσύ λοιπόν, που γράφεις κάθε μέρα τ’ όνομά σου στο κουδούνι, επωμίσου τον ήχο του αποψινού δειλινού.