Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης | Ημερολόγιο Εγκλεισμού #31

Flâneur & Sublime

Flaneur

Η Φωκίωνος Νέγρη είναι το Κέντρο του Κόσμου

Όταν κλείνεις τα 33, η Φωκίωνος Νέγρη είναι το κέντρο του κόσμου. Το γιορτάζεις σαν να είσαι κι εσύ το κέντρο του κόσμου, εσύ και οι φίλοι σου. Η συγκατοίκηση με τον Λιάκο Λάμπρου σημαίνει ότι είσαι το κέντρο του κόσμου. Το να είσαι κέντρο του κόσμου σημαίνει ότι όλα όσα πράττεις έχουν κοσμοϊστορική σημασία, κι ας μην ενδιαφέρουν κανέναν. Τα καταγράφεις, σχεδόν πάντοτε νοερώς. Τα ηχογραφείς — στις μπομπίνες εκείνης της άλλης γης, εκεί όπου θα χτίσεις τη hacienda και θα παίζεις τις μουσικές που όταν θα ακουστούν θ ̓ αλλάξει εντός μου ο ρυθμός του κόσμου. Τα αποθηκεύεις — στις αποθήκες τ ̓ ουρανού.

Υπήρχε ακόμη όλος εκείνος ο κόσμος που τώρα δεν υπάρχει πια. Υπήρχαν ακόμη οι κατακόμβες της επίσημης πραγματικότητας. Υπήρχαν ακόμη τα μπουκάλια με το κρασί της ζωής και τα πακέτα με τα σιγαρέττα που έκαναν πραγματική την πραγματικότητα και απομάκρυναν το θάνατο, τη ῾῾μη δυνατότητα περαιτέρω δυνατότητας᾽᾽, τον παπάρα τον καμπούρη, τον γεροξούρα τον αγράμματο που δεν ξέρει τι του γίνεται και παίρνει τους καλύτερους.

Τα γενέθλια είναι η άρνηση του χρόνου, είναι το κολύμπι στους ήχους, το θρασύ πλατσούρισμα στο βουητό του καταρράκτη του χρόνου, είναι η άρση, η υπέρβαση της φθοράς, είναι η άρση, η υπέρβαση της λύπης, είναι η κατάφαση, το ναι, στη Φωκίωνος Νέγρη, στην Κυψέλη, στο Κέντρο του Κόσμου.

Αποφασίζουμε, ο Λιάκος Λάμπρου κι εγώ, να εορτάσουμε τα Τριακοστά Τρίτα Γενέθλια από τις 12 το μεσημέρι της 10ης Απριλίου (το έτος είναι: 1993) έως τις 12 το μεσημέρι της 11ης Απριλίου (του ιδίου έτους), πάει να πει επί δώδεκα ώρες ακριβώς, ο κόσμος να χαλάσει. Γωνία Φωκίωνος και Σύμπαντος Κόσμου είναι η Κάβα. Αγοράζουμε: δώδεκα μπουκάλια ουίσκι, έξι μπουκάλια βότκα, τρία μπουκάλια τζιν, ένα μπουκάλι τεκίλα. Απέναντι, το περίπτερο, όπου ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης —τον χαιρετάμε, τραγουδώντας αμφότεροι, ο Λιάκος κι εγώ, ῾῾Δεν έχω γράψει ποιήματα/ Δεν έχω γράψει ποιήματα/ Μόνο σαργούς/ Μόνο σαργούς/ Στα κύματα καφρώνω᾽᾽ — παίζει με τα κουκλάκια και τις δαγκάνες ρίχνοντας απανωτά κέρματα, δραχμές ακόμη, και όπως λένε έφαγε παίζοντας με τα κουκλάκια και τις δαγκάνες καναδυό πίνακες του Νίκου Εγγονόπουλου. Αγοράζουμε: πενήντα πακέτα τσιγάρα, άφιλτρα πάντα, την Ελευθεροτυπία, ένα ζιπέλαιο, πέντε κουτάκια σπίρτα. Χωνόμαστε στη Δημοτική Αγορά, μυρίζει υπέροχα (ελιές, σαλάμια, τυριά, καμένο ξύλο από την πυρά που ανάβουν στο βαρέλι τα χαράματα οι εργαζόμενοι για να ζεσταίνονται). Αγοράζουμε: μορταδέλα, ντομάτες, αβγά, λουκάνικα, κρεμμύδια, πατάτες.

Στο σπίτι: η αφίσα από την ταινία Σημασία έχει ν ̓ αγαπάς του Ζουλάφσκι, τα βιβλία του Ηλία Λάγιου, τα βιβλία του Χρήστου Βακαλόπουλου, τα βιβλία του Ευγένιου Αρανίτση, τα βιβλία του Κωστή Παπαγιώργη στη μεγάλη τάβλα, το πικάπ έτοιμο για τα τραγούδια του Αργύρη Μπακιρτζή, απλώνουμε πιάτα και τοποθετούμε ποτήρια στα δύο τραπεζάκια και στον πάγκο με τη γραφομηχανή και το πορτατίφ. Ο Λιάκος αρχίζει να ετοιμάζει σαλάτες. Βάζω μουσική. Χτυπάει το θυρωτηλέφωνο. Ανοίγω. Το πρώτο δώρο/potlatch: μια κάσα με κρασιά από τη Λέλη. Με μια φωτογραφία από το Ζυλ και Τζιμ του Τρυφφώ. Στις 12 ακριβώς, χτυπάει πάλι το θυροτηλέφωνο. Ο ποιητής Γιάννης Καλαϊτζίδης. Δύο μέτρα, πράσινα μάτια χαρμολύπης, χαμόγελο χαρμολύπης, φωνή χαρμολύπης. Αγκαλιές, φιλιά, ευχές. Μου δίνει δώρο έναν σουγιά. Πίνουμε τα πρώτα. Γελάμε. Χτυπάει το θυροτηλέφωνο. Η Μάγδα και η Μάρθα, οι μεταφράστριες της Φωκίωνος, με το δίδυμο γέλιο τους, με τη δίδυμη φιληδονία τους, μας αγκαλιάζουν, εύχονται, μας φιλάμε, εύχονται πάλι, γελάνε, κάθονται, τους σερβίρω κρασί, πίνουν, εύχονται, γελάνε.

Η Φωκίωνος — το Κέντρο του Κόσμου. Στη μία, είμαστε μεθυσμένοι ήδη, από κρασί, ποίηση, χαρά, γέλιο, κι ας μαίνεται (έξω) η κακουργία, κι ας οδυνάται (τριγύρω) η ύπαρξη. Εμείς, Φωκίωνος και Ξεφαντώματος γωνία, μερακλώνουμε με το μέλλον που διαρκεί πολύ και με την αιωνιότητα που διαρκεί περισσότερο. Δύο η ώρα, τρεις η ώρα, τέσσερις η ώρα. Όλη η Φωκίωνος, εδώ: ο Φιλόσοφος της Μέθης (που τώρα πια δεν πίνει), η Καθηγήτρια (την έψαλλε ο Σαββόπουλος, η Συννεφούλα), ο Θεός (ΌλαΤαΞέρει) ο Πανθοράς (ΌλαΤαΒλέπει), ο Βιβλιόφιλος (ΌλαΤαΚλέβει), η Ψώλα Χέγκελ (Δεν πλαγιάζει μαζί σου παρά μονάχα ύστερα από εξετάσεις στη Φαινομενολογία του Νου), ο Τροβαδούρος (ΌλαΤαΤραγουδάει), κόσμος και κοσμάκης, στο πικάπ το Αλοζανφάν του Μορικόνε και αρχίζουμε να χορεύουμε, στη μέση ο Καλαϊτζίδης ο Γίγαντας, αριστερά ο Λάμπρου, δεξιά εγώ ο Γενεθλιάζων. Μπαμπαμπαμπάμ, μπα μπα μπα μπαμ, μπάμπα μπαμπάμ μπαμπά μπαμ. Και σείεται ο δεύτερος όροφος, και άρα όλη η πολυκατοικία, και συνεπώς σύνολη η Φωκίωνος, τουτέστιν το Κέντρο του Κόσμου, πάει να πει το Σύμπαν και τα πέριξ, και τα περίχωρα, και όλος ο τρελός χαμός.

Μπαμπαμπαμπάμ, μπα μπα μπα μπαμ, μπάμπα μπαμπάμ μπαμπά μπαμ. Εμείς χορεύουμε, κοπανιόμαστε ρυθμικά, ταξιδεύουμε στον χρόνο, ταξιδεύουμε τον χρόνο, ναι, τον ταξιδεύουμε τον χρόνο, τον πάμε εδώ, τον πάμε εκεί, τον πάμε παραπέρα.

Μπαμπαμπαμπάμ, μπα μπα μπα μπαμ, μπάμπα μπαμπάμ μπαμπά μπαμ. Είναι η Φωκίωνος και είναι το 1993 και είναι όλα Εμείς. Είμαστε εμείς που θέλουμε να υπάρχουμε, που θέλουμε να πραγματώνουμε την Ποίηση, που θέλουμε να γινόμαστε η ίδια η Φιλοσοφία και η Ζωή η ίδια, και τα πάντα, όλα τα νυν και τα παρόντα και τα αλλοτινά.

Μπαμπαμπαμπάμ, μπα μπα μπα μπαμ, μπάμπα μπαμπάμ μπαμπά μπαμ. Χτυπάει η κουδούνι. Είναι η κυρία του δίπλα διαμερίσματος. Φοβάται ότι θα γκρεμίσουμε το κτήριο. Έχω τα γενέθλιά μου, της λέω. Χρόνια Πολλά, μου λέει. Μην ανησυχείτε, της λέω. Χρόνια Πολλά, μου ξαναλέει. Κλείνω την πόρτα. Γυρίζω στο Γλέντι. Αγκαλιές και φιλιά και γέλια. Ποτέ δεν θα ξαναπιούμε τόσο νέοι, το ξέρουμε,

Μπαμπαμπαμπάμ, μπα μπα μπα μπαμ, μπάμπα μπαμπάμ μπαμπά μπαμ. Κοπανιόμαστε και κοπανάμε. Τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας. Γελάμε. Περνάει καμιά ώρα. Εμείς συνέχεια Αλονζαφάν, δεν σταματάμε. Σείεται το σύμπαν. Χτυπάει το κουδούνι. Η κυρία από δίπλα. Κάνω να θυμώσω, λέω μέσα μου θα μου πει να μην κάνω θόρυβο, αλλά θέλω θόρυβο εγώ, τα γενέθλιά μου είναι, τα τριακοστά τα τρίτα. Αλλά η κυρία χαμογελάει. Σας ετοίμασα κάτι, για τα γενέθλιά σας. Και είναι ένα ταψί. Ραβανί.

Μπαμπαμπαμπάμ, μπα μπα μπα μπαμ, μπάμπα μπαμπάμ μπαμπά μπαμ. Το 1993 το Σύμπαν είναι η Ελλάδα, και Ελλάδα είναι η Αθήνα, και Αθήνα είναι η Φωκίωνος.

Μπαμπαμπαμπάμ, μπα μπα μπα μπαμ, μπάμπα μπαμπάμ μπαμπά μπαμ. Κυλάει ο καιρός. Με χορούς το χρόνο χαλάμε.

Μπαμπαμπαμπάμ, μπα μπα μπα μπαμ, μπάμπα μπαμπάμ μπαμπά μπαμ.

[Σημείωση: Τον Απρίλιο του 2015, οι διευθυντές του περιοδικού Flâneur (ένα πανέμορφο ζευγάρι) μού έκαναν την τιμή να συναντηθούν και να συζητήσουν μαζί μου, και εν συνεχεία να μου ζητήσουν και να δημοσιεύσουν ένα κείμενο αυτό που μόλις διαβάσατε. Ο Ζοφοεγκλεισμός χρειάζεται ανάσες & προσευχές. Μια τέτοια ανάσα & προσευχή είναι για μένα τουλάχιστον αυτό το κείμενο. Τα γεγονότα είναι (σχεδόν) αυτά που καταγράφονται. Κάποια ονόματα άλλαξαν, για λογοτεχνικούς λόγους. Ο Λιάκος Λάμπρου είναι ο αείμνηστος φίλος μου και μείζων ποιητής Ηλίας Λάγιος. Ο Γιάννης Καλαϊτζίδης είναι ο αείζωος φίλος μου και μείζων ποιητής Γιώργος Κακουλίδης. Ο Φιλόσοφος της Μέθης είναι ο αείμνηστος φίλος μου και κρίσιμος ανανεωτής του δοκιμιακού Λόγου Κωστής Παπαγιώργης. Η Καθηγήτρια είναι η λαμπρή φιλόλογος Μαριάννα Δήτσα. Τωόντι ήταν αλησμόνητα γενέθλια, όπως και τα φετινά, τα εξηκοστά μου, τα οποία φετινά, παρά τον Ζοφοεγκλεισμό, μου πρόσφεραν, λόγω Φιλίας και αναπάντεχου, όπως πάντα άλλωστε, Έρωτος, ένα υπέροχο ταξίδι ]

Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης / Αδούλωτη Κυψέλη / 26.04.2020

Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης (Απρίλιος 1960) είναι συγγραφέας και σιτυασιονιστής.