Αρετή Γκανίδου: Χαράζει ο άλλος μου εαυτός | Γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης

 

Γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης:

«Όταν ανθίζουν στεναγμοί στη σάρκα η γύρη τους αναπλέει όπως ο σολομός Για να γεννήσει στα αυλάκια του εγκεφάλου Και με την άμπωτη και με την παλίρροια το ίδιο φέγγει σε επιτύμβιες μνήμες Αλλά από άλλη όψη» (Αρετή Γκανίδου, ‘Χαράζει ο άλλος μου εαυτός’).

Η ποιητική συλλογή της Αρετής Γκανίδου με τον τίτλο ‘Χαράζει ο άλλος μου εαυτός’, δια-περνά την ευρύτητα των διάστικτων αναγνωρίσεων, συν-διαλέγεται με την έκτακτη επικαιρότητα, διευρύνοντας παράλληλα τα όρια της μνήμης: της μνήμης της ποιήτριας μεταξύ κατατιθέμενης λέξης-ποίησης και γενέθλιας γης, μεταξύ γενεαλογίας και τοπολογίας, εκεί όπου η ποιητική της γλώσσα προσλαμβάνει χαρακτηριστικά προβολής.

Από την ‘Πολιτεία του Κάμπου’, στην εγκόλπωση συμβάντων που καθίστανται διαφορικά πεδία αναφοράς. Ξεφεύγοντας από τις παρενθέσεις, η Αρετή Γκανίδου προσδιορίζει μία  ποίηση που αποκτά μία ιδιαίτερη ισχύ την στιγμή της έκθεσης της, που συνθέτει εικόνες και θραύσματα δι-επαφών στο χώρο.

Δια-κρατώντας έντονες κοινωνικές συνδηλώσεις, η ποιήτρια ανα-φέρει έμφυλες σημάνσεις, τροπικότητες πρόσληψης & αναπαράστασης του θηλυκού-γυναικείου σώματος, αναζητώντας και συνομιλώντας με την επωδυνότητα στις διάφορες εκφάνσεις της:  από τον ‘Κάμπο’ έως την Σιουδάδ Χουάρες του Μεξικού, από την Νιγηρία έως το Πακιστάν, το θηλυκό υποκείμενο βιάζεται, δολοφονείται, εκτοπίζεται και  θυσιάζεται στις οντολογικές κατασκευές του αρρενωπού, με την ποιήτρια να ανασημασιοδοτεί την ποίηση που ‘μετασχηματίζεται’ σε μορφή μίας ιδιαίτερης λογικής, κινούμενη προς την προσίδια μεταιχμιακότητα γνώσης και αφάνειας.

Προσδίδοντας και αναπαράγοντας θρυμματισμένα πρόσωπα, συμπυκνωμένους έρωτες, προσιδιάζοντας προς την συγκρότηση της πληθυντικότητας διαμέσου της ενικότητας, της νυχτωδίας με και δίχως ‘φορά’. Ανασύροντας τον εαυτό που συστατικά τείνει προς το ‘εσύ’ της αναγνώρισης στα  θρυμματισμένα κάτοπτρα της μη-ευκολίας, αλλά και προς το   ‘γιατί εγώ’, δια-σπείροντας προθέσεις στον ‘κοινό’ χώρο.

Η Αρετή Γκανίδου προσδιορίζει μία ποιητικότητα «για να μπορεί να βλέπει ο καθένας διαρκές το ακαριαίο και ακαριαίο το διαρκές»[1], όπως τονίζει ο Οδυσσέα Ελύτης στο δοκίμιο του με τον χαρακτηριστικό τίτλο ‘Η Μαγεία του Παπαδιαμάντη’. «Ματόφυλλα ταμπλαδωτά βαριά Όταν ανοίγουν πέφτει άλλο φως στο Βέρμιο και στον κάμπο χαράζει ο άλλος μου εαυτός».[2]

Μία Μπενγιαμική σπείρα εγγράφεται στην ποιητική περιεχομενικότητα, μία σπείρα από τις περιώνυμες ‘Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας’: «Η θύελλα τον ωθεί ακαταμάχητα προς το μέλλον, στο οποίο η πλάτη του είναι στραμμένη, ενώ ο σωρός από τα ερείπια φθάνει μπροστά του ως τον ουρανό. Αυτό που εμείς αποκαλούμε πρόοδο, είναι αυτή η θύελλα».[3]

Μία «θύελλα» που δύναται να συναρθρώσει άκρες, γωνίες, υποκείμενα και υποκειμενισμούς, στρέφοντας το πρόσωπο της προς τον ορατό και ‘αόρατο’ χρόνο, λειτουργώντας εντός ποίησης που παράγεται εν τη πυκνότητα της: κάθε ποίημα ως γλώσσα συνιστά έναν ιδιαίτερο ή ιδιαίτερα ‘πυκνό’ χώρο ο οποίος δεν αφίσταται παρά παραμένει, λειτουργεί ελλειπτικά αναζητώντας το κέντρο βάρους στο ίδιο το συμβάν: σε κάθε είδηση, σε κάθε σώμα και σώματα που τονίζονται, ενέχεται η αίσθηση του χρόνου.

Η Αρετή Γκανίδου μετρά τον χρόνο διαμέσου της ποίησης, λιτά και καθημερινά. «Καιρός ερμητικά κλειστός Ανοίγει δρόμο στα τυφλά η όρεξη του ανθρώπου Με το αργό της βήμα Τα γεγονότα κτίζουν διαρκώς καμάρες στοιχημένες Κάτω απ’ αυτές στριμώχνεται το πλήθος Βλέπεις κουβάρι οι δρόμοι που οδηγούν από τα σπινθηρίζοντα συμβάντα στο θάλπος του νοήματος».[4]

Η «θύελλα», αυτή η Μπενγιαμικών απολήξεων «θύελλα» παραμένει ενώπιον και εντός του «Κάμπου της Ημαθίας», σε έναν αστερισμό εντάσεων. Από τη μνήμη και την γενέθλια γη, εν απουσία, εν ερριμενότητα, η ποίηση εκκινεί για τον ‘άλλον’ και για  το ‘άλλο’. ‘Μυώντας’ στη δυναμική της γλώσσας, της γλώσσας που αναφέρει και της γλώσσας που σωπαίνει, στην οριακότητα της ζωής και των διαφόρων μορφών έμφυλου θανάτου, η ποιήτρια, αξιώνει και ανα-καλεί τον ίδιο τον ή την ίδια την ‘Friedlos’[5] την «άνευ ειρήνης», αυτή που προσδιορίζεται ως ‘ανέστια σάρκα’, σάρκα που δεν ανήκει παρά στις αναγνωρίσεις της.

 Στη μακρο-χρονικότητα του παρόντος, ο ποιητής Γιάζρα γράφει: «Να φοβάστε εκείνη που δακρύζει εκτός ώρας, εκείνη που έχασε τα χείλη της σ’ έναν λόξιγκα, εκείνη που δεν ξέρει μέλλοντα χρόνο, την άχρονη μάνα, τη γυναίκα δίχως ωροδείκτες και λεπτοδείκτες, τη γυναίκα που απασφαλίζει ενεστώτες. Τη μάνα που δίνει στο παιδί της λαλιά αντί για όνομα, την ποιήτρια που προσεύχεται στα ποιήματα της, την ποιήτρια που κρύβει στα ρήματα ξυράφια, τη γυναίκα που δεν έχει διφθόγγους να χορτάσει τις αρνήσεις της ούτε αλφαβήτες να ξεδιψάσει τον πόλεμο της».[6]

Ως  «ποιήτρια που προσεύχεται στα ποιήματα της», που «προσεύχεται» και για την ‘περιττή’ θηλυκότητα στα πεδία της καθημερινότητας,  η Αρετή Γκανίδου, με όρους εμπρόθετης και απο-καλυπτικής ‘αταξίας’, εγγράφει στο πεδίο τις προθέσεις της που καθίστανται προθέσεις ποίησης, ‘διάσπασης’ της γλώσσας της: «Άρατε πύλας οι αρχόντισσες Να ξεχυθεί η μαύρη οργή με κέρατα κι οπλές Άρατε πύλας Να ξεχυθεί το σκότος απ’ το στόμα μου Άρατεεε πύλας».[7] Ο ενεστώτας χρόνος δύναται να σημάνει την πρόσδεση με και στο σώμα που εκτείνεται εντός και πέραν της καταγωγής του: εννόηση.

Ενσωματώνοντας την εν-σώματη ύλη, αναφέρει το χάσμα, το νόημα εντός ποίησης: «Στο σκοτεινό πανί που διαχωρίζει το παρόν από το ενδεχόμενο άτακτο σμήνος οι αθέατες τρυπούλες Εκεί η θερινή μου κατοικία Δειπνούμε σε νυχτέρια με τους γείτονες Σχεδόν ξεχειμωνιάζω».[8] Στην ποίηση της Αρετής Γκανίδου, αποδίδεται η αμεσότητα, η κτήση της αμεσότητας, η ‘θυσία’ του μερικού, η ‘γενεαλογία’ του βλέμματος: «Τι να σου πω; Την αγαπώ την πίκρα σου πολύ -παρόλο που με θλίβει- Όμως ακόμα κι αν βρεθούμε εκεί πάντα θα θέλω να γυρίσω στ’ αχτένιστα παιδιά».[9] Στα παιδιά που δύνανται να υπερβούν τις θεάσεις του νόμου, δομώντας την κοινότητα του ‘τώρα’. Του ‘τώρα’ που δεν ανήκει παρά στην ‘ασύγγνωστή’ σπουδή του. 

Την αρετή και την αμαρτία στους ναούς της εξύμνησης. «Αιώνες απαράλλαχτα θρησκεύομαι τη σάρκα που έχω χάσει».[10] Ο «άλλος εαυτός» τίθεται ενώπιον των λόγων της ανάδυσης του, του διαφορικού του και θελκτικού ‘εσύ’ στις περιόδους της ανάγκης. Kαι όπως γράφει ο Σέφης Αναστασάκος: «Με καλούν να καταθέσω για ιστορίες παλιές σάρκες των αιώνων που ξέσχισαν».[11]

[1] Βλέπε σχετικά, Ελύτης Οδυσσέας, ‘Η Μαγεία του Παπαδιαμάντη’, Εκδόσεις Ερμείας, χ.χ., Αθήνα, σελ. 9.

[2] Βλέπε σχετικά, Γκανίδου Αρετή, ‘Χαράζει ο άλλος μου εαυτός’, Εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα, 2015, σελ. 26.

[3] Βλέπε σχετικά, Benjamin Walter, ‘Θέσεις για τη φιλοσοφία της Ιστορίας’, Θέση ΙΧ, Δεύτερη Έκδοση, Λέσχη των Κατασκόπων, Αθήνα, 2014, σελ. 16.

[4] Βλέπε σχετικά, Γκανίδου Αρετή, ‘Κάμπος Ημαθίας’, Ποιητική συλλογή ‘Χαράζει ο άλλος μου εαυτός…ό.π., σελ. 31.

[5] Για την εννοιολόγηση της έννοιας του ‘Friedlos’, βλέπε σχετικά, Agamben Giorgio, ‘Κατάσταση εξαίρεσης. Όταν η «έκτακτη ανάγκη» μετατρέπει την εξαίρεση σε κανόνα’, Μετάφραση: Οικονομίδου Μαρία, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2013, σελ. 122.

[6] Βλέπε σχετικά, Γιάζρα, ‘Προειδοποίηση’, Ποιητική συλλογή, ‘Γκρόζνι’, Εκδόσεις Υποκείμενο, Αθήνα, 2016, σελ. 14. Ο Γιάζρα τέμνει την θηλυκότητα με τον τρόπο της ‘προειδοποίησης’ για το θηλυκό υποκείμενο που ‘παράγεται’ στις δοτικές πράξεις του, στο λόγο που αρθρώνει, προσδιορίζοντας σύγχρονες  ‘Αντιγόνες’ που κινούνται και δρουν στις σημάνσεις και στην οριακότητα της βιο-πολιτικής, καθώς και ‘Μάνες’ ωσάν την ‘Μητέρα’ του ‘Επιτάφιου’ του Γιάννη Ρίτσου:  την ‘Μητέρα’ που αξιώνει τον θρήνο για τον δολοφονημένο υιό (μητρικό σπάραγμα)  ως προϋπόθεση υπέρβασης.

[7] Βλέπε σχετικά, Γκανίδου Αρετή, ‘Χαράζει ο άλλος μου εαυτός…ό.π., σελ. 12.

[8] Βλέπε σχετικά, Γκανίδου Αρετή, ‘Χαράζει ο άλλος μου εαυτός…ό.π., σελ. 22.

[9] Βλέπε σχετικά, Γκανίδου Αρετή, ‘Απολογία’, Ποιητική συλλογή, ‘Χαράζει ο άλλος μου εαυτός…ό.π., σελ. 46.

[10] Βλέπε σχετικά, Γκανίδου Αρετή, ‘Κασδοχί’, Ποιητική συλλογή, ‘Χαράζει ο άλλος μου εαυτός…ό.π., σελ. 41.

[11] Βλέπε σχετικά, Αναστασάκος Σέφης, ‘Αγγελτήριο’, Ποιητική συλλογή, ‘Δραπέτες’, Εκδόσεις Ροδακιό, Αθήνα, 2002, σελ. 9.