Τουρ Οπερέιτορ

Εργάκι που θέλει να αφήσει
μια γεύση σκοτεινιάς
στην καρδιά

(Μια κυρία, καθώς πρέπει επισκέπτεται ένα ταξιδιωτικό πρακτορείο. Είναι ντυμένη κυριακάτικα αν και λίγο ντεμοντέ. Το έχουν αυτό οι κυρίες που ζουν πια έξω από τις μόδες. Τι εφήμερα πράγματα, λένε και συνεχίζουν όπως έμαθαν την κοριτσίστικη ζωή τους. Η κυρία εισέρχεται στο γραφείο. Τοίχοι βαμμένοι απαλό γαλάζιο, αναρίθμητα καραβάκια όλων των μεγεθών. Μπρίκια, σκούνες, υπερωκεάνια, κανό, καίκια, τρεχαντήρια και ότι άλλο μπορεί να σκαρώσει κανείς στο μουράγιο υπήρχαν εκεί μέσα σε κλίμακα μικρή. Οι δερμάτινες πολυθρόνες και η βιβλιοθήκη συμπλήρωναν το σκηνικό. Οι τίτλοι αφορούσαν μεγάλα λευκώματα που συναντάει κανείς σε οδοντιατρεία και γενικώς γραφεία παθολόγων. Στο τζάμι είχαν ξεμείνει μερικές προσφορές, τα γράμματα ανάποδα φαίνονταν από το εσωτερικό του γραφείου. Πίσω από το μεγάλο, ξύλινο τραπέζι ένα κύριος με λυμένη κάπως γραβάτα, λαδωμένα μαλλιά , κίτρινο γιακά. Το τασάκι δίπλα του είναι γεμάτο και εμπρός του έχει μονάχα τη συσκευή του τηλεφώνου. Την ώρα που ο κύριος βγαίνει από έναν άλλο πιο μέσα χώρο, η κυρία βγαίνει στην είσοδο, φωνάζει με τρόπο.

Κυρία: Τατιανή, Τατιανή! Εδώ καλέ! Άντε, πάρτα πόδια σου χριστιανή μου! 

Τατιανή (δυνατά από το απέναντι πεζοδρόμιο) : Μα είναι να μην τα λιμπίζεσαι; Είχε και σώβρακα για τον Ανέστη. Από εκείνα τα καρό που δεν τον σφίγγουν. Ο χρυσός μου, όταν τον σφίγγουν πεινάει και έπειτα όλο θέλει να τρώει και όλη νύχτα κοιλοπονάει. Να τον ακούς, Μέλπω μου, να τον ακούς μόνο! Ωσάν τη φώκια την περίφημη αλυχτάει και φοβούμαι μην τον αναζητήσουν και τα άλλα ταίρια από τους πόλους και , αδυνατώ να φανταστώ, τρέμω και οδύρομαι τι θα του συμβεί. Ουφ, έρχομαι, έρχομαι!

Κυρία (εφεξής Μέλπω): (όταν πλησιάζει) Μα ήταν δυνατόν να μου τα φωνάζεις όλα μες στη γειτονιά; Καθόλου μυαλό δεν έχεις; Έλα, λοιπόν να δούμε θα το κάνουμε αυτό το ταξιδάκι;

Τατιανή: Αχ, ναι το ταξιδάκι μας! Μέχρι και ο Ανέστης είπε το πολυπόθητον το ναι.

Μέλπω: Πολυπόθητο, όχι πολυπόθητον. Μα παριστάνεις σε εμένα την κυρία; Δεν ξέρω εγώ τι ξεβράκωτη είσαι ;

Τατιανή: Εμένα η αριστοκρατία μου έρχεται από φυσικού. Μάλλον θα κυλάει εντός μου.

Μέλπω: Ναι, εντός σου. (με τρόπο) Άντε πάμε.

(Ο κύριος τις καλωσορίζει. Εκείνες κάθονται, ο κύριος παίρνει κάπου τηλέφωνο. Δυο πορτοκαλάδες και έναν γλυκύ βραστό. Ή μάλλον και ναι και όχι ή τάχα μου πικρό. Να αδυνατίσουμε θέλουμε και η γλύκα του κόσμου μας χαλάει τη σιλουέτα, έτσι δεν είναι;)

Κύριος (Ιδιοκτήτης Πρακτορείου): “Δήλος”. Ταξιδιωτικόν πρακτορείον ιδρυθέν εν Αθήναις, το σωτήριον έτος…

Τατιανή: Συγνώμη που σας διακόπτω. Είστε και εσείς αριστοκράτης;

Κύριος: Μα πώς σας ήρθε κάτι τέτοιο; Το μεροκάματο κυρία μου, το μεροκάματο να βγαίνει. 

Τατιανή: Βλέπω τραβάτε το νι. Το κάμετε πολύ ωραία και επειδή το συνηθίζω υπέθεσα πως έχουμε κοινή την καταγωγήν. Πρόσεξες Μέλπω μου; Πώς τραβώ το νι;

Κύριος: Ωραία το τραβάτε. Τραβήξτε το λίγο ακόμη να χαρείτε.

Τατιανή: Ντρέπομαι, κοκκινίζω, χάνομαι.

Μέλπω: Ανόητη! Το λοιπόν, οργανώνετε αυτά τα εις Δήλο ταξίδια; Ημερήσια θαρρώ;

Κύριος: Ημερήσια, μάλιστα. Μα δεν ολοκλήρωσα και καθώς σας έλεγα πως εις το γραφείο μας εισήλθαν πλούσιοι ευπατρίδες και άνδρες αναστήματος και όλες αυτές οι προσωπικότητες ταξίδεψαν υπό τη μέριμνά μας και απήλαυσαν την Δήλον…

Τατιανή: Αριστοκράτης είναι, πάει τέλειωσε. (στο αυτί της φιλενάδας της)

Μέλπω: Και στοιχίζει το ταξιδάκι;

Κύριος: Τίποτις!

Μέλπω: Τίποτις;

Τατιανή: Τίποτις. Τι αριστοκρατικό!

Κύριος: Τίποτις. Μόνο το πετρέλαιο για να σας υπάγουμε εις τον προορισμό. 

Μέλπω: Δεν θα μας φέρετε πίσω;

Κύριος: Μα ναι, πως!

Τατιανή: Θέλει να πει η κυρία, τα ναύλα για τον γυρισμό δεν τα θέτε;

Κύριος: Πώς, αμέ τα θέμε!

Μέλπω: Α , τα θέτε!

Κύριος: Μα είναι τίποτις…

Μέλπω: Πάλι τίποτις…

Κύριος:…Τίποτις εμπρός στο μεγαλείο των στιγμών καθώς θα βρυχώνται οι λέοντες εν τω μέσω της νυκτός και οι θεοί θα προσέρχονται από την ακροθαλασσιά σαν νεαροί στρατοκόποι. 

Τατιανή: Λέοντες;

Κύριος: Μαρμάρινοι, κυρία μου.

Μέλπω: Αυτοί δεν δαγκώνουν.

Τατιανή: Και πάλι τους φοβούμαι. Τους στρατοκόπους πάλι όχι μα δεν είναι της παρούσης, νιιιιιιι. Και είναι και το άλλο…

Κύριος: Το άλλο;

Τατιανή: Έχω διαβάσει πως εκεί έξω έχει γοργόνες και όλο ρωτούν τα καράβια αν ζουν οι βασιλιάδες και αν απαντήσουν λάθος, καταποντίζονται. (οι δυο κυρίες βάζουν με έκπληξη το χέρι εμπρός στο στόμα)

Κύριος: Μην τα πιστεύετε αυτά καλέ.

Μέλπω: Εγώ λέω να μην πάμε. Να τα πάρεις σώβρακα του Ανέστη τα λεφτά τα μαζεμένα. Να μην το σφίγγουν. Δεν μου το γεμίζει το μάτι αυτός. 

Το λοιπόν σε ευχαριστούμε.

Κύριος: Εγώ κυρίες μου, εγώ.

Τατιανή: Εγώ θα καθίσω λίγο Μέλπω μου να ρωτήσω τ’αφεντικό ένα δυο πράγματα. Ο Ανέστης μου’πε δηλαδής. Που τον στενεύουνε τα σώβρακα, τον θυμάσαι, δεν είναι; (η Μέλπω κουνάει το κεφάλι απαξιωτικά.)

Κύριος: Βεβαίως, ευχαρίστησή μου, τίποτις!

Μέλπω: Α, τίποτις.

Τατιανή: Τίποτις (ο άνδρας την πλησιάζει, οι δυο τους παίζουν και γελούν, η Μέλπω φεύγει. Ένα από τα γράμματα Δήλος στην μαρκίζα πέφτει και σκοτώνεται. Το δειλινό πέφτει και καθένας μας υποκύπτει στας μυστικάς επιθυμίας. Το έργο δυσκολεύεται να τελειώσει. Αναρίθμητες ιστορίες συνεχίζουν.)

Α.Θ