Η λαϊκή μαστοριά

Γιάννης Τσαρούχης

ήταν θαυμάσιος ο καιρός και είχε φτάσει το σαββατόβραδο. Θαρραλέα βάδιζε ο κόσμος σε μπαρ και σε ταβέρνες, σε σινεμά, σε σκηνές θεατρικές και σε καταστήματα λαϊκά, θυελλώδη τα ντέρτια του Σαββάτου. Συλλογιζόταν κάτι ασαφές σαν πήρε το αυτί του στο τελευταίο τρανζίστορ που επιμένει στην Αθήνα, πως σαν σήμερα, λέει γεννήθηκε ο Γιάννης Τσαρούχης. Μια μέρα πίσω και θα τον έτρωγαν οι προλήψεις, οι δικές μας, οι νεοελληνικές ντε. Παρασκευή και δεκατρείς λένε κάποιοι και παγώνει το αίμα τους. Νεοέλληνες και αυτοί. Παρ’όλα αυτά αμέσως τον θυμήθηκα, με κάτι φράσεις σκόρπιες, με τη μαγεία που διέκρινε μες στα καπνισμένα πρόσωπα της κορνίζας, με τη θεματολογία του, με τις αστείρευτες  δυνάμεις και  χαρίσματα που σήμερα διδασκόμαστε εμείς, οι λεγόμενοι και κατοπινοί. Αν και καθώς το καλοσκεφτόταν του φάνηκε παλιός, πολύ παλιός. Και παράδοξα, πολύ παράδοξα ο κυρ Γιάννης είχε μια όψη νεανική, μια δροσιά που λείπει. Έτσι όπως πήγαινε το πράμα σκέφτηκε να του απευθύνει το λόγο. Δεν είχε πρόθεση, μα του φάνηκε πως από εκείνον ξεκινούσαν οι δρόμοι της ποίησης, όπως ακριβώς ξεκινάει να κατεβαίνει η ομορφιά από την πλάτη της Ελένης, στις όχθες του Ευρώτα.

Σήμερα, επέτειος της γέννησής του, τον φαντάστηκα με την όψη του προεστού της μνήμης, ανυπεράσπιστου εις την ανελέητον ερημίαν του χειμερινού ανέμου του ανεξιχνίαστου Νίκου Χουλιάρα. Τον κυρ Γιάννη τον Τσαρούχη, που σε μια φωτογραφία απάνω στην στροφή της ωριμότητας, θεμελιώνει εκείνο που έμελε να γίνει το κάστρο του το προσωπικό. Τον Τσαρούχη που διέσωσε την αξιοπρέπεια των Χαυτείων και  τραγούδησε με τα χέρια του τις βυζαντινές μορφές και τους Σεβαστιανούς και έντυσε στρατιώτες τα μέλη του χορού. Λένε πως πολλά χρόνια πίσω σε ένα ξέφωτο της Αθήνας που αποικιζόταν ήδη με έξαλλους ρυθμούς και σε λίγο επρόκειτο να χαθεί, θυσία και αυτό τον καιρό της αντιπαροχής, στις λεγόμενες και αρχαίες πολυκατοικίες του Σωτήρη Κακίση, ο Τσαρούχης, οργάνωσε με δική του μέριμνα στα σκηνικά και τη σκηνοθεσία και τη στελέχωση του πληρώματος που ταξίδεψε με αυτό το σπάνιο πλεούμενο. Αργότερα κυνηγήθηκε, κοινώνησε και αυτός από το αρχαίο ψωμάκι του νεοέλληνα που κάθε τέτοια μέρα φωτίζει στο διηνεκές ένας ανίκητος Τζίμυς Πανούσης, των Ταξιαρχιών ναύτης και Χριστός των ερειπίων μας που με τόση προσήλωση φροντίσαμε και αναθρέψαμε. Γαλλία Αθήνα, μα πάντα ο Πειραιάς με τα νεοκλασικά του, ένας κόσμος αλλιώτικος, μισός στη λήθη, μισός στην απαντοχή της πολιτείας που εδώ και χρόνια πρόσωπα αλλάζει και αναπαλαιώνεται και ξανά προς τη δόξα τραβά. Σαν να λέμε το τέρας που κοιτάζεται στον καθρέφτη πάνω από το σκρίνιο, εκεί που ακουμπάμε τη μνήμη, τους λογαριασμούς και τα κλειδιά μας, τον καφέ μας που παλιώνει, την καρδιά μας που παγώνει. 

Μικρό παιδί, διηγείται ο ίδιος σκάρωνε φορέματα και αντέγραφε με υπομονή πρωτόγνωρη για το άγουρο πνεύμα, εκείνα τα ταβάνια με τις Μέδουσες, τα πειραιώτικα παλάτσο, ακούγοντας μόνον εκείνος τον ψίθυρο που έλεγε, προχώρει, προχώρει. Αργότερα οι σπουδές, τα ρεύματα, ο Κόντογλου, το θέατρο. Και τέλος οι φαντάροι του, πλάσματα λαϊκά, με την τελετή για καθετί μες στο αίμα τους, οι στρατιώτες των κυριακάτικων περιπάτων, στην Λιοσίων των μεγάλων και αδιέξοδων ερώτων, των σωμάτων οι απόκρημνες προκυμαίες, με το νυγμό στην άκρη του λαιμού, και εκείνο που αιώνια θα φιλοσοφεί μες στους καμβάδες. 

Κύριε Γιάννη, να ξέρετε οι δρόμοι έχουν αλλάξει πια θέση. Και έτσι συμβαίνει καμιά φορά να χανόμαστε μες στης ζωής μας το βιβλίο. Και όμως, είναι δημιούργημα φοβερό ο άνθρωπος κύριε Γιάννη μου, μες στο λιοπύρι των δρόμων, παγιδευμένος σε υβριδικές διασταυρώσεις, κορνάροντας αρειμανίως, όπως καπνίζουν οι καπνιστές, οι θεριακλήδες, οι απαρηγόρητοι, οι καταδικασμένοι. Και την κρίσιμη στιγμή, ανατρέχει στις μικρές και τις μεγάλες συνθέσεις σας, ξεφυλλίζει το ημερολόγιο με τους μήνες σας και όλα έρχονται στην επιφάνεια, όπως τα ρούχα του πνιγμένου όταν έχει γραφτεί η ιστορία. Και νιώθει πώς τάχα συνδέεται η ζωή μας με τη μυθολογία και κάτι σαλεύει εντός μας, όπως κουνιούνται τα ρούχα και όπως τρέμει το φύλλωμα του αλεξανδρινού που σώθηκε από το χαμό των Χριστουγέννων. Νιώθει πως στους λαϊκούς χαρακτήρες του κατοικούν έκπτωτοι Παλαιολόγοι, φορτωμένοι θαύματα και άφταστο ηρωισμό. Την καρδιά τους λέει, πληγώνει του έρωτος η ρομφαία και για πάντα πεθαίνουν γέρνοντας τα βλέφαρα σαν να ‘ναι  πεταλούδες από όλα τα χρώματα. 

Το ‘πε κυρ Γιάννη, ένας άλλος Γιάννης, δεν ξέρω αν ήταν σαν και εσάς. Μα ήταν  παθιασμένος, λένε, το όνομά του Τζον Ράσκιν. Και μας περιέγραψε καθαρά. Είπε πως είμαστε ένα κοινό που δεν αντιδρά πια στη φυσική ομορφιά, ένα κοινό σε αφασία , σε μια λέει, δεσπόζουσα απάθεια. Με βρίσκει σύμφωνο και μένα αυτή η περιγραφή. Επειδή έτσι εξηγείται που σας ξεχνώ και δεν ανατρέχω στα υπέροχα ποιήματα σας, με την μοναδική σκαλωσιά της πνευματικότητας που τόση ζημιά έκανε στο παλαιό που γκρεμίζεται. Το ‘κανε ποίημα και ο Μπρεχτ, τον τρόπο σας ντε, το χάρισμα σας το έκανε τραγούδι. Και έγραψε χρόνια πίσω, πως με ξύλο, κουρέλια και χρώμα, μπορεί κανείς να χτίσει την καλύβα του Βάσκου ψαρά μα και την ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Σου ταιριάζει επειδή μου φαίνεται οι μορφές σου ανήκουν σε παιδιά με καρδιές που χτυπάνε αιώνια και εκεί στην άλλη την πλευρά. Και τα χρώματά σου κυρ Γιάννη μου τα βρήκα ολοζώντανα, να με κοιτάζουν με τα συστατικά τους. Και είδα πώς τα αράδιαζες και έκανες ακόμη την πιο απλή κουβέντα τόσο μα τόσο γοητευτική. Σε γνώρισα στα αρχεία που τακτοποιούμε τις δόξες και τις ντροπές μας τις εθνικές. Και επίσης κάτι λίγους σαν εσένα και σαν τον Χουλιαρά που σε έκανε προεστό απόψε. Σε γνώρισα από εκείνη την λαϊκή σου τη σοφία που έσμιγε με κάτι σπάνιο, δικό σου, κάτι που σαν μέτρο μεταθέτει κάθε φορά και πιο πέρα κάθε φανταστική και ωραία ζωγραφιά σου, κάθε σου προσπάθεια να κατακτήσεις αυτό το επίλοιπον που μας υπογράμμισε, δίχως να αντιληφθούμε το παραμικρό, ο Πικιώνης. Έναν διαχρονικό, εσωτερικό ρυθμό που σήμερα συνδέει με μια αόρατη κλωστή, τον Θεόφιλο και τον Τσαρούχη. Τώρα που δεν υπάρχει μήτε γραμμή για να μας περιβάλλει, τώρα που δεν υπάρχει εαυτός για να τον περιγράψει κανείς, απομένει μονάχα το αμήχανο κάλος, το άλλο όνομα της ομορφιάς που κυριαρχεί πάνω στον κόσμο σιωπηλά, σαν αιθέρας που ζωντανεύει, λέει εκείνη τη φτερωτή χορεύτρια στο πήλινο ληκύθιο των Δελφών. Τώρα κυρ Γιάννη μου σωθήκανε οι λέξεις, η φαντασία μας αδυνάτισε, κάθε τόσο πιανόμαστε στα δίχτυα του εφήμερου, τιναζόμαστε σαν ψάρια πιασμένα σε δίχτυα. 

Ψάχνω έναν τρόπο να τελειώσω τούτο το σημείωμα το αδέξιο που βρήκε, λέει τρόπο να μιλήσει για τον Τσαρούχη, μια σημασία ακατάλυτη που γεννιέται σαν σήμερα. Και πέφτω πάνω σε εκείνο τον στίχο του Λειβαδίτη με τις μικρές αρραβωνιαστικές και τ’άσπρα τους φουστάνια. Και φαντάζομαι τον κυρ Γιάννη να δουλεύει απάνω τους έχοντας στο νου του τα πορτραίτα του Φαγιούμ  και τη δροσιά της χειροπιαστής ζωής, γρικώντας μες στην ψυχή του όλες τις ψυχές. Φεγγάρι ασημόχαρτο λέει, δεμένο στο μουράγιο του ουρανού και μες στις ζωγραφιές, τα σώματα μπλεγμένα, στριμωγμένα σαν ρίζες φυτών. Οι ρίζες σου κυρ Γιάννη, η πνευματικότητα σου, το θλιμμένο και σοφό σου βλέμμα, όπως εκείνο του ταύρου στην αρένα, η αναγέννησή η βυζαντινή που  έφερες μαζί σου και που μας σάρωσε, εμάς τους ανόητους που δεν λογαριάσαμε πως ίδια μένουν όλα από του Αισχύλου τον καιρό ως στα σήμερα. Ίδια στον πόνο και τη γλύκα και την λιτότητα τους την ηθική, ίδια στον έρωτα, Μόνο πού και που, κυρ Γιάννη μου και εδώ ταιριάζεις εσύ, ανάβουν φώτα μες στις νύχτες των αιώνων του αγαπητού Ανδρέα και δένει τα χέρια το θνητό με τ’αθάνατο για να φτιαχτούν κόσμοι αχειροποίητοι σαν τους δικούς σου. 

Α.Θ