Re – Union

[…αιφνιδίως
εξοκείλει…]
Το Νησί των Αζορών

Κριτική σε παρενθέσεις

Χρύσανθος Μποσταντζόγλου,
κατά κόσμον,
Μποστ

Η αισθητική υπήρξε φροντισμένη. Τα κάδρα είχαν τοποθετηθεί με την κατάλληλη σειρά, πάει να πει χρονολογικώς. Οι τάξεις διαδέχονταν η μια την άλλη και κάθε τόσο παρεμβάλλονταν σε μοναχικά πορτραίτα οι κορυφαίοι των εποχών. Στις εσοχές πλάι στα φωτιστικά που δημιουργούσαν μια ζεστή ατμόσφαιρα είχαν βάλει κρινολούλουδα και ορχιδέες, έτσι που κάθε τόσο εκείνη η αίθουσα να αφήνει μια αίσθηση βαλτώδη ή κάτι από βυθό, γαλήνιο και αφάνταστα ειρηνικό. Στο μέσον είχαν παραταχθεί σε απόλυτη σειρά τα ποτά. Και ακριβώς πίσω οι σερβιτόροι με ωραία μαύρα κοστούμια και ολόλευκα γάντια. Σφίξανε τα χέρια και φόρεσαν το καλύτερο χαμόγελό τους. Κάποιος διέκοψε, έτρεξε στην άλλη άκρη της σάλας και έβαλε μπρος το γραμμόφωνο και οι μελωδίες πλημμύρισαν την αίθουσα. Σε λίγο θα άνοιγαν οι πόρτες και επιτέλους θα λάμβανε χώρα η πολυπόθητος (κλιμακωτά ανάγουμε εις την κλίμακα του Μποστ για όσους δεν αντιλήφθηκαν τις προθέσεις) επανασύνδεση. Re – union το λένε πια και αν ενδιαφέρεσαι μπορείς να αποκριθείς κατάλληλα στην ειδοποίηση που χαλά τον κόσμο μες στο μεσημέρι.

Για μια στιγμή εκκωφαντική η σιωπή μας διδάσκει τον σωστό χειρισμό της αιωνιότητας. Έξω, το άπειρο ιερό βιβλίο του κόσμου σπαρμένο με αθωότητα και από μακριά οι φιγούρες των καλεσμένων. Ένας ολόκληρος κόσμος γεννημένος μες στις σελίδες κάποιου βιβλίου επανέρχεται στο προσκήνιο. Η όψη του επιβάλλει μια ανάγνωση σιωπηρή, η σκηνή φαντάζει η μεγαλύτερη της ιστορίας. Τώρα τα πρόσωπα ξεδιαλύνονται, σαν να γεννιούνται μέσα από την απαλή ομίχλη. Η πρωινή υγρασία, όλα εκείνη τα φταίει.

Πρώτα φθάνει ο Μιχαλάκης, ακόμη φιλόδοξος, μαζεύει λέει οικονομίες, έχει πια αποκτήσει ένα γερό κομπόδεμα. Όλο κάνει υπολογισμούς και ετοιμάζεται για τη δουλίτσα που θα του αποφέρει το σίγουρο κέρδος. Μοναδικό μελανό σημείο η έρημη, η πικρή του η καρδιά που δεν γνώρισε καλοσύνη και συμπόνοια τόσα χρόνια. Τώρα ο Μιχαλάκης έχει αδυνατίσει αισθητά – θα’ναι άρρωστος, ποιος ξέρει – κάνει μια κίνηση χαρακτηριστική με τη μασέλα του, τη βγάζει και την βάζει στην θέση της με την ευχέρεια ενός πυγμάχου. Κάθε τόσο βουρκώνει, κοιτάζει μια παλιά φωτογραφία και παίρνει κουράγιο. Μια μέρα, ο Μιχαλάκης θα πιάσει την καλή θα το δείτε. Αν ο θάνατος δεν τον προλάβει, όπως συνήθως γίνεται στις ζωές όταν πια βρίσκουν τον δρόμο τους. Η πόλη ομορφοτέρα των μεγαλουπόλεων θα παραμείνει εις τους αιώνας τους δακτυλοδεικτούμενους.

Η κυρία με τα κουρέλια θα πρέπει να είναι η Ανεργίτσα. Αειθαλής, με το φουστάνι της κακοφορμισμένο, όλο μπαλώματα και τα τριμμένα της τακούνια. Όμως διαθέτει ακόμη εκείνη τη χάρη και όλους μαζί τους λόγους του κόσμου που αγάπησε ο Μιχαλάκης. Τι αγάπησε δηλαδή, ελάτρεψε σθεναρώς και αδιαλείπτως, (να την πάλι η επίδραση του Χρύσανθου Μποσταντζόγλου από τα ηχεία του 1965 και έπειτα).

Σωπάστε! Φάνηκε στο παράθυρο η κουστωδία, ο θίασος που λένε, κωμικός μα πομπώδης όσο ποτές άλλοτε. (προσέξτε, αυτή η προφορικότητα υπηρετεί την επιθεώρηση που ο Μποστ ανέδειξε με την ευστροφία του, με τσιτάτα που παθιασμένοι λάτρεις του απομνημονεύουν για να τα ξεφουρνίσουν όταν η περίσταση το συστήνει.) Κοιτάξτε προς την πόρτα, η Ελλάς, εμπρός δυο τρεις ιππότες που την αναγγέλλουν και πίσω εκείνη με το μελαγχολικό της πεπρωμένο, ένα ανδρείκελο ή μια άρρωστη βυθισμένη στους παραδείσους της μορφίνης. Πάντως έξω από αυτόν εδώ τον κόσμο, έξω. Υπαγορεύει χαμηλοφώνως κάποιο τηλεγράφημα (υπήρξε τρυφερός με τις λύπες μας, ποτέ δεν λησμόνησε να τις συμπεριλάβει στους στίχους του μα πάντα άφηνε μια αίσθηση διαφωτισμένης μαρμαρυγής να πλανάται πάνω από τις εκφραστικές μορφές του), προς κύριον Πρωθυπουργόν, και τα λοιπά, και τα λοιπά και έπειτα χιμάει στην αγκαλιά του Μιχαλάκη και όλο πώς μεγάλωσες και τι πλάτες που έκανες και τίποτις δεν άλλαξε (με αυτό το τίποτις να αφήνει έναν ήχο συριστικό παντού πάνω στα πράγματα και τις δοξασίες μας τις νεοελληνικές). Ο Μιχαλάκης σέκος, δεν σαλεύει, μόνο κρυφά από την νέα, σαρωτική αντικειμενικότητα χαλβαδιάζει την Ανεργίτσα του που έμεινε για πάντα νέα μες στο σκίτσο. Πάντως να λέγεται και το σωστό, οι τρεις τους φανερώνουν μια τέχνη διόλου άρρωστη καθώς σφριγηλές ή μάλλον σύγχρονες φαντάζουν οι μορφές των τριών καθώς μιλούν σχηματίζοντας φρέαρ εν τω μέσω του σαλονιού, κουβαλώντας τη μεταφυσική τη νεοελληνική και το ήθος και κάτι από τον πόθο τον διακαή που αποδίδει μια αίσθηση ιδέας χρυσωμένης στο όλο πράγμα.

Η Ανεργίτσα έπιασε πρώτη το νήμα. Ο Μιχαλάκης την κοιτούσε και έλιωνε ο δόλιος σαν τα χωνάκια του Ιούλη. Εντός του ένας κοιμισμένος άγγελος ξυπνούσε και αν δεν ήταν αυτός τότε θα μιλούσαμε μόνο για ένα λεπτό βόλι εις άπειρον πέλαγον, ακριβώς όπως το ‘πε ο Κάλβος και οι άλλες κορυφές που βρίσκουν μια θέση μες στην συνθετική ικανότητα του Μποσταντζόγλου. Πάντα εκείνος να βρίσκει μια θέση σε κάθε τι παλιό, να παίρνει από το πνεύμα του, να συνταιριάζει όπως τα μεγάλα ταλέντα, όσα κουβαλά το συντελεσμένο.

Ήρθε μια στιγμή που οι τρεις τους σωπάσανε. Η περίσταση είχε λάβει τέλος και όλοι τους γερασμένοι, κοιτούσαν τα αδειανά ποτήρια. Κανείς δεν βρήκε το θάρρος να πει δυο λέξεις και μόνο ο ήχος από τις ασφάλειες του πίνακα φωτισμού ακούγονταν. Το θέατρο Παρκ βυθιζόταν στην ανυποληψία που του επιφύλασσαν οι δεκαετίες. Φιλήθηκαν όπως στο έργο του Μποστ, ολότελα συγκαταβατικά και χώρισαν. Ο Μιχαλάκης δεν μπόρεσε μια ματιά να ρίξει στην Ανεργίτσα και η Ελλάς συνέχισε με τα τηλεγραφήματα να γράφει ιστορία. Η Ανεργίτσα, βαδίζει πλάι στα κόκκινα σπίτια με ανάλαφρη διάθεση και όλο λέει τραγουδιστά ουκ επ’άρτω μόνο ζήσεται άνθρωπος και οι βλάμηδες της σφυρίζουν και η Ελλάς σε μια γωνιά, σαν τηλεγραφόξυλο ολομόναχο την αποχαιρετά. Τώρα πια όλος ο χρόνος είναι δικός της και μπορεί να αγοράσει όση ντροπή θέλει στο κατάστημα πέρα.

Στο μεταξύ η ορχήστρα του θεάτρου που είχε προσκληθεί ειδικά για την επανασύνδεση των φίλων, απέμεινε ολομόναχη να παίζει. Και ο Μιχαλάκης που δεν είχε άλλο κουράγιο να περιμένει την υλοποίηση της μικρής δουλίτσας που είχε σκαρφιστεί έκανε δειλά μερικά χορευτικά βήματα. Και τότε πρόβαλε το μπαλέτο που ‘χε βγάλει την μπέμπελη κατά το κοινώς κλεισμένο μες στα σεντούκια τα μεταπολιτευτικά. Λησμόνησα να σας πω, πως από τύχη αγαστή ένας κύριος με παχύ μουστάκι και χαμόγελο, κατέγραφε τας σκηνάς (τώρα την επιθεώρηση κυριεύει το ύφος του Μποστ), σκίτσαρε αρειμανίως και έπλεκε τα σενάρια με τη λάμψη των χαρακτήρων και την αμίμητη ευφράδεια της γλώσσας. Αυτός διέσωσε μια για πάντα τις τελευταίες στιγμές της ελληνικής επιθεώρησης, ισορροπώντας μες στο ιδιότυπο μείγμα της μυθολογίας και της αίσθησης της πιο συλλογικής μας. Ο Χρύσανθος Μποσταντζόγλου φαντάζει κατάλληλος για μια εποχή που δεν έχει έρθει ακόμη εις την συνείδησή μας. Μια εποχή που θα μπορούμε να κινηθούμε έξω και πέρα από τα ηθικά μας τα χρέη. Τότε που θα μπορούμε να διαφωνήσουμε με τον Α. Πολίτη και να μην περιοριστούμε στα λίγα αρχαία ελληνικά που τρίβουμε σαν το τυρί πάνω στα άνοστα, νεοελληνικά μας μακαρόνια. Και που τίποτε δεν κάνουν αν κάθε συναναστροφή με το παρελθόν και με το πνεύμα μας δεν σταθεί ένας διαρκής δεσμός του σήμερα με το χθες, όπως το κατέγραψε ο Χρύσανθος Μποσταντζόγλου, αυτός ο σπουδαίος άνθρωπος του πνεύματος. Μες στον μύθο της όμορφης πόλης του, παραμένουν ακόμη ζωντανές οι περίφημες και πνευματώδεις αναγωγές. Όλα μες στο έργο του Μποστ καλπάζουν μες στο δοξαστικό τεχνικόλορ φιλμ της νεοελληνικής μας εποποιίας.

Ο πρώτος τόμος των Θεατρικών του κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ο Μωβ Σκίουρος. Μια έκδοση που λειτουργεί ως υπενθύμιση για εκείνα που λησμονήσαμε και όμως με αμείωτη τη σημασία τους, επανέρχονται ως αποχρώσεις εις την θάλλουσα προσωπογραφία μας, την σχεδόν ισοδύναμη με μια θαλασσογραφία, εξόχως ταραχώδη.

Α.Θ