Απόστολος Θηβαίος | Το ζεύγος Ρότζερς

© Harry Gruyaert

για να μάθει κανείς την αγάπη, κυρία Ρότζερς
θα πρέπει να διδαχτεί όλες του κόσμου τις αιωνιότητες.
Τότε, είπε ο ποιητής, αποκαλύπτεται τάχα, η ομορφιά που μας διαφεύγει

 

Οι δυο τους στέκουν ακίνητοι μες στην γιορτινή πολυκοσμία. Είναι δυο αδειανά παλτά, έτσι όπως περιμένουν, άγνωστο τι, στην άκρη του δρόμου. Δεν μιλούν, μονάχα κοιτούν απεγνωσμένα τα νυσταγμένα λεωφορεία και σαλεύουν με μικρά βήματα, φοβούμενοι πως το πλήθος που σαρώνει τα πάντα δεν θα τους λυπηθεί. Εκείνος σε προχωρημένη ηλικία, λευκός, σχεδόν διάφανος με ολόλευκα μαλλιά και μια έκδηλη απορία. Η κυρία από την άλλη, διαθέτει τα πιο γαλάζια μάτια που ‘χεις δει ποτέ. Κάθε μέρα που περνάει βυθίζονται ακόμη περισσότερο μες στις κόχες τους και δείχνουν τόσο μα τόσο μακρινά. Οι δυο τους κρατιούνται από το χέρι και δεν μιλούν, μόνο κοιτάζονται σαν να ξεχνούν ο ένας τον άλλον και χαίρονται μυστικά από το πλήθος που περνάει βιαστικά δίπλα τους. Την κοιτάζει που γερνάει, συλλογιέται πριν από χρόνια τα δυο της χείλη που σφραγίσανε με βουλοκέρι μια αγάπη. Πού χάθηκαν όλα, πού κυρία Ρότζερς; Μα εκείνη δεν τον κοιτάζει και όλο ψαχουλεύει μες στην τσάντα της για το μαντιλάκι που έχει πάντα μαζί. Να δείτε πώς φροντίζει, μια ντουζίνα τέτοια μαντίλια βαλμένα στο συρτάρι, διπλωμένα με ακρίβεια, με ένα σωρό σχέδια και μια πεταλούδα γύρω, αντί για μπορντούρα.

Αυτή τη φορά δεν παίρνει αναβολή. Κυρία Ρότζερς, ήρθε η ώρα. Νούμερο οκτακόσια δύο, το λέει καθαρά. Εδώ μέσα πρέπει να μπούμε. Δύσκολο, δεν λέω, μα αξίζει τον κόπο κυρία Ρότζερς αν συλλογιστείτε τον σκοπό μας. Μονάχα εμείς οι δυο τον ξέρουμε και άλλος κανείς. Ο κύριος Ρότζερς σκύβει προς την μεριά της συνωμοτικά, την κρατάει από το χέρια και βαδίζουν προς τη στάση. Εκείνη τον ακολουθεί δίχως να ρωτά, όπως κάνανε μια ολόκληρη ζωή. Την έπαιρνε από το χέρι και περνούσαν τους επικίνδυνους κάβους. Πέρα ο καιρός αγριεύει, οι φίλοι που λιγοστεύουν, η αγνώριστη πόλη, το σπίτι που γίνεται ξένο κάθε απόγευμα και που όλα αργούν για να επιστρέψουν. Κάθε μέρα όλα είναι πιο δύσκολα, από τα πιο απλά ως τα πλέον απαιτητικά καθήκοντα. Ας πούμε, πώς δένει κανείς τα κορδόνια του και πως πρέπει να μασάει κανείς. Κάτι εντός του λέει πως ο κύριος Ρότζερς όλα αυτά τα έχει ξαναδεί. Μα κάθε φορά θυμάται  τόσα λίγα και αυτό πικραίνει απερίγραπτα τον κύριο. 

Βρίσκονται στο εσωτερικό του λεωφορείου. Έχουν βολευτεί στις θέσεις τους, απόψε φεύγουν για μια εκδρομή, την εκδρομή της ζωής τους. Μια περιήγηση στην πολιτεία που δεν τους γνωρίζει και όλο στριφογυρνά γύρω από τις εποχές με έξαλλη μανία. Αυτό τους περιμένει.

Κυρία Ρότζερς, θυμάστε τον κινηματογράφο; Βρίσκεται εδώ κανέναν αιώνα τώρα, παλιά έπαιζε τα καλύτερα γουέστερν. Κυρία Ρότζερς σας αρέσουν τα καουμπόϊκα; Αν όχι, τότε δεν ξέρετε τι πράγμα σπουδαίο λογαριάζεται να σώζει κανείς ‘ένα τρομαγμένο κορίτσι μες στην ερημιά, να ανάβει φωτιές μες στο χάραμα, ο χρόνος να κυλά αργά, τα δέντρα να έχουν τους κρεμασμένους τους.  Και εδώ, θυμάστε το φιλί μας κυρία Ρότζερς ακριβώς; εδώ; Τα είχα σχεδιάσει όλα και όταν σκύψατε για να σας εκμυστηρευτώ κάτι σπουδαίο, βρήκα το θάρρος και σας φίλησα. Σαστίσατε, κάνατε να με χτυπήσετε μα το πήρατε πίσω και αφεθήκατε, ήσυχη, βέβαιη πως είχατε απαντήσει το πεπρωμένο σας. Κυρία Ρότζερς, μην λησμονάτε τον σκοπό μας, κυρία Ρότζερς, μα εκείνη δεν αποκρίνεται. Μόνον κοιτάζει από το βρεγμένο παράθυρο, δίχως να αφήνει χνώτα πάνω στο τζάμι. Τι ήσυχα που ταξιδεύει η κυρία Ρότζερς, φορεί το καλό της το παλτό και πηγαίνει, ολοένα και πιο νέα, πιο νέα, πιο νέα. Και είναι η πόλη ο τάφος για τις ερωμένες του χρόνου, η πόλη που αλλάζει όψη και ταξιδεύει και αναχωρεί μαζί με τις πλατείες και τα πάρκα και τα κατάκλειστα σπίτια της. 

Θες να σου διαβάζω τις μαρκίζες; Ε, τι λες; Και αφού έκλαψε, παρακάλεσε τα ματωμένα τ’άστρα να πάει κοντά της. Κυρία Ρότζερς, μια κλασική επιγραφή μπαρμπέρικου. Σήμα το ψαλίδι και από κάτω το όνομα του κουρέα. Και αυτή η εξωφρενικά λαμπερή μαρκίζα,   «μεταποιήσεις, αλλαγές, πέρασμα δαντέλας», και όλο σκιρτάνε τα παλιά φουστάνια μες στις ντουλάπες και χορεύουν σαν να τα βρίσκει εντελώς ανοχύρωτα ένας ξαφνικός άνεμος, φανταστείτε παρακαλώ κυρία Ρότζερς.

Μα εκείνη δεν αποκρίνεται. Βρίσκεται κιόλας μακριά, σε κάτι ανείδωτες εξοχές μες στο αιώνιο γαλάζιο σύθαμπο. 

Κοιτάξτε, η μαρκίζα για το μπαλέτο και δίπλα εκείνη του παντοπωλείου και νυχτερινά φώτα τριγύρω κυρία Ρότζερς, ω, πόση λάμψη. Και έπειτα ξέσπασαν κλάματα στη γαλαρία του λεωφορείου που είναι αδειανό, μοναχά για εκείνους τους δυο. Η κυρία Ρότζερς είναι παγωμένη, το μέτωπό της έχει αφήσει ένα σημάδι πάνω στο τζάμι. Έτσι όπως καρφώνει το κενό θα έλεγε κανείς πως μοιάζει με μια ακίνητη στιγμή. Ο κύριος Ρότζερς φορά τη ρεπούμπλικα του και κατεβαίνει δακρυσμένος από το λεωφορείο. Κατεβαίνει και να που βρίσκεται και πάλι ο κύριος Ρότζερς εμπρός στο σταματημένο χρόνο, τη φοβερή πραγματικότητα. Είναι ένα θραύσμα, αυτό είναι ο κύριος Ρότζερς, με έναν σχεδόν αιώνα στους ώμους του. Κάποιος του σφίγγει το χέρι, ένας άλλος τον παραμερίζει τρυφερά, οι χωροφύλακες έχουν βγάλει τα καπέλα τους και φράζουν την είσοδο του λεωφορείου.

Ο κύριος Ρότζερς με πλησιάζει. Κοιτάζει πίσω του, το σταματημένο λεωφορείο, λες και δεν ξέρει τι να διαλέξει. Εκείνη που φεύγει προς τα άστρα ή τούτη εδώ τη ζωή, για την οποία ώρες ώρες νιώθει πως δεν ήταν ποτέ αληθινή. 

Γνωρίζεται την κυρία Ρότζερς; , ρώτησε ο ηλικιωμένος άνδρας. Λογάριασα το ζήτημα και έτσι δεν του αρνήθηκα τίποτε. Ναι, μα πώς, όλοι γνωρίζουν την κυρία Ρότζερς, είναι πάντα καθώς πρέπει και την χαιρετούν όλοι με σεβασμό και αγάπη. Μα γιατί ρωτάτε;

Μα νομίζω πως είχαμε ραντεβού. Δεν θυμάμαι το πρόσωπό της, σαν να έχει πεθάνει πριν από χρόνια και τώρα πια δεν σημαίνουν τίποτε για τα χαρακτηριστικά της.

Αποκλείεται η κυρία Ρότζερς να πέθανε. Από στιγμή σε στιγμή θα είναι εδώ και ο κύριος Ρότζερς πιάνει το τραγούδι πλάι μου, ώσπου πέφτει μια σιωπή, ένα είδος εκεχειρίας. Τον κοιτάζω με πετρωμένα χέρια να καρφώνει το κενό. Δεν είναι εδώ ο κύριος Ρότζερς, τους βλέπω με την καλή του, νεότερους από ποτέ απέναντι στη λεωφόρο. Ανήκουν κιόλας στις τάξεις των φωτογραφιών. 

Σας το είπα κύριε Ρότζερς, η κυρία σας ποτέ δεν θα σας πρόδιδε. Έπειτα έπεσε λίγο χιόνι και σφράγισε εκείνο τον αρραβώνα. Ανάμεσα στην κυρία και τον κύριο Ρότζερς υπάρχει κάτι περισσότερο, μια αίσθηση νερένια που θολώνει. Τους κοιτάζω μέχρι να τους πάρει η νύχτα και λυπάμαι που δεν θα μπορούσα ποτέ, όπως ο Σεζάν, να τους συγκρατήσω για πάντα μες σε μια ακουαρέλα. 

Στο καλό κυρία Ρότζερς, αντίο κύριε Ρότζερς, με μια νύχτια γαλάζια τριγύρω, σαν κάποιο είδος οινοπνεύματος που απόψε λευθερώνεται.

Απόστολος Θηβαίος