Slim Line

Θεατρικό που παίζεται ανάμεσα στα τραπεζάκια του δημοφιλούς αναψυκτηρίου, πάντα βράδυ Κυριακής, με ένα αλλότριο κοινό, τριάντα εννέα χρόνια τώρα. Για τέτοια επιτυχία σας μιλώ.

(Στούντιο ηχογράφησης. Στο φόντο της αίθουσας εγγραφής μια ολιγομελής χορωδία. Και εμπρός τους η πριμαντόνα, σαν να λέμε μια ξεχωριστή φωνή με αστραφτερό χαμόγελο. Ο μαέστρος δίνει τον τόνο και τα όργανα στο διπλανό καμαράκι βάζουν μπρος. Και αρχίζει η ορχήστρα σε ρυθμούς σάμπα να κερδίζει τα προς το ζην. Καθένας παίζει για την άρρωστη τη μάνα του και ένας άλλος προσπαθεί να μαζέψει τα αναγκαία για το ηλεκτρικό. Ένας άλλος παίζει για τη διατροφή και εκείνος ο δυστυχισμένος που έχει τα κρουστά, δεν παίζει για κανέναν άλλον λόγο, έξω από το να διασκεδάσει κάπως  την ανυπόφορη μελαγχολία του. 

Τώρα μπαίνει η αρτίστα. «Ακόμη και αν φύγεις, θα ‘σαι πάντα εδώ, θα’χεις κλειδί και θα ανοίγεις την πόρτα» και εκεί έξω οι καρδιές αναβοσβήνουν σαν εξωτικές μαρκίζες. Και σε μια κάμαρη κάποιος ονειρεύεται πως υπάρχει ακόμη αγάπη κάπου στην πόλη. Σε έναν άλλο παράλληλο, κάποιος επιστρέφει μόνος βράδυ Κυριακής κομματιασμένος. 

Τριγύρω ενδείξεις πως μπαίνουμε στην χειμωνιάτικη εποχή του έρωτά μας και η αρτίστα, βρίσκει τώρα τον ρυθμό. Ένα ηλεκτρικό αρμόνιο εφευρίσκει με θαυμαστή ευκολία τα αναγκαία τέμπο και η χορωδία κάνει σιγόντο και λικνίζεται ρυθμικά, γελά όταν γελά η αρτίστα, σοβαρεύει όταν εκείνη κλείνει τα μάτια, χαμογελά ανταποδίδοντας το βλέμμα χάδι της πριμαντόνας που ‘ναι το κάτι άλλο μα κινδυνεύει. Η φωνή της μπορεί να σπάσει από στιγμή σε στιγμή μα τελικά αντέχει και είναι υπέροχη, κελαριστή όπως νερά του Νοέμβρη από τη στέγη μου. 

Και όλα θα ήταν υπέροχα, η ηχογράφηση θα ‘χε τελειώσει και όταν θα ‘ρχόταν η σειρά του, ο κιθαρίστας θα ‘χε κανονίσει το ηλεκτρικό που του τρώει την ψυχή. Μα η αρτίστα αντιδρά σε μια λέξη από τον στίχο και παρασύρει μαζί της τη χορωδία που άγεται και φέρεται. Χαμογελά και σοβαρεύει και χορεύει κατά παραγγελία. Ακριβώς αυτό.)

Πριμαντόνα: Εγώ αυτή τη λέξη δεν την λέω! (θυμωμένη, ανάμεσα σε κάτι συρμάτινα ακόρντα και μια μπάσα χορδή από την ορχήστρα που σταματά ξαφνικά, σαν αναπάντεχος θάνατος, μια ζωή που δεν πρόλαβε.)

Υπεύθυνος συνεργείου ηχογράφησης ή κύριος Πάλμερ: Ελάτε, δεν είναι δα και τίποτε! Να, μια λεξούλα, τόση δα, δεν σημαίνει τίποτε. Κάνει απλώς κατάλληλη ρίμα.

Πριμαντόνα: Να βρείτε μια άλλη (η χορωδία συγκατανεύει μουγκρίζοντας) 

Υπεύθυνος συνεργείου ηχογράφησης ή κύριος Πάλμερ: Μα γίνονται αυτά τα πράγματα; Και εκείνος ο άμοιρος ο συνθέτης;

Πριμαντόνα: Σιγά το πράγμα!

Υπεύθυνος συνεργείου ηχογράφησης ή κύριος Πάλμερ: Ε, δεν είναι και έτσι ακριβώς. Τέλος πάντων (σφυρίζει στους άλλους του συνεργείου, μέσα από το σκοτάδι ξεπροβάλλουν μερικοί τύποι, ολοφάνερα προβληματισμένοι) Στίψτε το ρημάδι σας να βρούμε κάτι άλλο. «Που πηγαίνει μία χοντρή να της φύγει το στρες». 

Πριμαντόνα: Άκου χοντρή! Μα πού ζείτε; Κανείς δεν λέει αυτή τη λέξη πια!

Υπεύθυνος συνεργείου ηχογράφησης ή κύριος Πάλμερ: Τίποτε; (προς τους παράξενους τύπους)

Παράξενοι τύποι: Ψηλή, λιγνή, θεαματική, χωρισμένη, παθιασμένη, τελματωμένη, καταπονημένη, νοικοκυρεμένη, να παραγγείλουμε καφέδες ρε παιδιά, για μένα ουίσκι, (και άλλα τέτοια ακούγονται καθώς καθένας λέει το δικό του και αποτέλεσμα δεν βγαίνει) 

Πριμαντόνα: Δεν βλέπω προόδους, θα φύγω. Κορίτσια (στη χορωδία) ετοιμαστείτε. (και τα κορίτσια δένουν στους λαιμούς των τα σιέλ φουλάρια που τους χαρίζουν μια αίσθηση συλλογικότητας.)

Υπεύθυνος συνεργείου ηχογράφησης ή κύριος Πάλμερ: Δεν γίνεται τίποτε. Σηκωθείτε, πάμε όλοι στου Άδωνι μπας και ξεδιαλύνουμε το πράμα. Κυρία μου; (στην πριμαντόνα)

Πριμαντόνα: Το λατρεύω αυτό το μαγαζί! Ναι, γιατί όχι; Μόνο καλό θα μας κάνουν λίγοι παλιοί φίλοι. Ξέρετε (εμπιστευτικά, με μια αφέλεια που σπάει κόκαλα) στου Άδωνι πηγαίνει και μία χοντρή Κυριακές για να της φύγει το στρες, σσς 

(Ο υπεύθυνος πιάνει το πρόσωπό του. Επόμενη σκηνή και ίσως τελευταία αν συνεχιστεί αυτή εδώ η κατάσταση, ο υπεύθυνος αγκαζέ με την αρτίστα και πίσω σε ελεύθερο, χορευτικό αυτοσχεδιασμό τα κορίτσια της χορωδίας που έχουν βγάλει τα φουλάρια τους και παραμένουν ανύποπτα για τον άφταστο ερωτισμό και για μια ιδέα άνοιξης που κουβαλάνε οι γλυκές μου. Ο θίασος χάνεται και η χοντρή μες στο πεντάγραμμο της απολαμβάνει το τραγούδι. Χειροκροτά με την καρδιά της. Χαμογελά κομψά  επειδή γνωρίζει καλά πως τελικά για όλα φταίει εκείνο το άτιμο στρες που προσθέτει κιλά στην εποχή μας και παραφουσκώνει τις εντυπώσεις. 

(Η εν λόγω με το στρες, η χοντρή του τραγουδιού έχει τον τελευταίο λόγο στο έργο. Ο θίασος έχει περάσει και εκείνη κατεβάζει μια στάλα τα γυαλιά  από ταρταρούγα. Η χάρη της ξεχειλίζει, όταν λέει «έμεις ότι έχουμε ζήσει το έχουμε δει» και έπειτα απολαμβάνει το απεριτίφ της καθώς η αυλαία κλείνει και ανοίγει και πάλι τα ίδια, επειδή λέει χάλασε. Θέατρο να σου πετύχει!)

Α.Θ