Ο Σολωμός εις το θρονί

[…η Λαμπρινή μου
μέρα…]

Μέρα Λαμπρής,
Βιτσέντζος Κορνάρος, Διονύσιος Σολωμός


Στ΄ανθολόγιο της σολωμικής ποίησης, μες στα σπαράγματα που αδέσποτα μαρτυρούν την αξία του ποιητή, την βαθύτατη εκείνη ενόραση μπορεί να ανταμώσει κανείς, αυτήν που συναντούμε εμπρός στους ξεχωριστούς και τους θαυμάσιους δημιουργούς. Όσους αισθάνθηκαν και κοινώνησαν βαθιά την ουσία της ζωής με το ένστικτό. Εκείνους που μετάφρασαν με το νου, την ακλόνητη σχέση του ελληνικού κόσμου με την φύση. Στίχοι όλο μυστήριο, θαμπωμένοι από την τελετή της φύσεως, δοσμένοι με την φροντίδα του Σολωμού. Μισοτελειωμένοι, συντρίμμια από συνθέσεις που δεν πραγματώθηκαν ποτέ, φανάρια αναμμένα μες στην νεοελληνική λογοτεχνία να μαρτυρούν το πάθος που δεν ξενίζει και με τα εφόδια της ζωής αναθρέφεται. 

Εκεί συνάντησα και της Λαμπρής η μέρα που τον ψυχισμό του ποιητή κλόνισε και διέγειρε μοναδικά με την ακατάσχετη  αίσθηση του έαρος. Μέρα συμπαθής και ευειδής, γεννημένη μες στο φως, ντυμένη των ανθρώπων την ευτυχία και την πληρωμένη προσδοκία. Μέρα ειρηνική, δουλεμένη με την χαρά και τον ανθό τον πρώτο, κόσμος που κινεί, όχι με της Αυλίδας τ΄αεράκι, μα με της άνοιξης το ζωοποιό παράγγελμα. Ο Σολωμός, ο μοναχός Διονύσιος της ποίησης μας, κουβαλά το χαρμόσυνο μήνυμα. Η ζωή στ΄ανάμεσα της αγιοσύνης και της ανθρωπιάς, αυτή είναι που βάλλεται από την θερμή πνοή. Δεύτερο, πρόσωπο πληθυντικό, καθώς ο Διονύσιος Σολωμός τα χείλη του σμίγει με την φοβερή και την καταγιστική ζωή μας. 

[Καθαρώτατον ἥλιο ἐπρομηνοῦσε
τῆς αὐγῆς τὸ δροσᾶτο ἀστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δὲν ἀπερνοῦσε
τ᾿ οὐρανοῦ σὲ κανένα ἀπὸ τὰ μέρη·
καὶ ἀπὸ ῾κεῖ κινημένο ἀργοφυσοῦσε
τόσο γλυκὸ στὸ πρόσωπο τ᾿ ἀέρι,
ποὺ λὲς καὶ λέει μὲς τῆς καρδιᾶς τὰ φύλλα·
«γλυκειὰ ἡ ζωή κι᾿ ὁ θάνατος μαυρίλα»…]

(«Ημέρα της Λαμπρής», Δ. Σολωμός)

Και είναι μες στην λαλιά της ψυχής μας, μες στα μεγάλα και τα μικρά της περίστασης έπη που βρίσκει ο σπουδαίος ποιητής τα υλικά του. Μένει να τα προσαρμόσει στην θύελλα της άνοιξης και της ποίησης που καλλιεργεί με την ακατέργαστη γλώσσα της το αίσθημα της ζωής, της δικαιοσύνης, την μαρτυρία της ομορφιάς, με τα μικρά και τα μεγάλα θαύματα, με τους καταστερισμούς και το νευρώδες πέρασμα του χρόνου, στιγμή κάθετη μες στο μεγάλο ποταμό. Παντού να κυριαρχεί το παραστατικό της ζωής που ρίχνει την σκιά της πάνω στον θάνατο. 

Στα βάθη ο Ερωτόκριτος του Κορνάρου, σύνθεση διαμορφωμένη από την μαγγανεία της λαϊκής ψυχής. Και αντίκρυ, ο Σολωμός που προσεγγίζει με γλώσσα παιδική τα κατεστημένα και τις δόξες του λαϊκού μας χρονικού. Μέρα Λαμπρή και ο κόσμος που αλλάζει χρώματα μες στο ήθος και την συμμετρία αυτού εδώ του κόσμου. Στίχοι μπλεγμένοι, χιμαιρικοί, που πέφτουν σαν δάφνες εις κάθε πλάκα , όσο λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι. Η μέρα λαμπυρή, γλυκός ο καιρός και από στίχο σε στίχο, να διανύεις αιώνες ήχων ώσπου να συναντήσεις το θυμικό του πνεύματος που καίγεται πλάι στην υλικότερη ζωή μας. Σκηνή την σκηνή χαράζει τους αρμούς της ευτυχίας μας ο Σολωμός, όπως άλλοτε ο τεχνίτης δούλευε με το ψηφί, με το ριγλί και το μαργαριτάρι τα εικονίσματα τα βυζαντινά. Όπως και η δημώδης παράδοση που υπαγόρευσε το δράμα του Ερωτόκριτου στον Βιτσέντζο Κορνάρο και άφησε στους αιώνες τον αιθέρα ενός έρωτα, μιας φιλίας του ανθρώπου με την πλάση του. Είναι η ποιότητα του πάθους που ξεχωρίζει τις δημιουργίες του Κορνάρου και του Σολωμού. Η τέχνη τους θα κατορθώνει για πάντα πράγματα που η φύση αδυνατεί να επιτελέσει. Κατάπληκτοι οι δυο τους από την ομορφιά του κόσμου, από τα τετριμμένα και τα συντελεσμένα ξεγλιστρούν, πένθιμες προσευχές και μέρες γιορτινές, γεμάτες από το μεγαλείο της καρδιάς. Τέτοια είναι τα υλικά που χτίζουν την μεγάλη ζωγραφική του Σολωμού, την φωτισμένη σωστά, εκείνη του αφοσιωμένου Ερωτόκριτου, αυτής της λεπτής υαλογραφίας που έρχεται και χάνεται σαν Θεία Επιφάνεια, κατάστιχτη από την ακρίβεια της ατμόσφαιρας και τ΄οραματικό ενός μισοσυνειδητού πεδίου συνύπαρξης του ανθρώπου με τον κόσμο του. 

[…ἀνοίξετε ἀγκαλιὲς εἰρηνοφόρες
ὀμπροστὰ στοὺς ἁγίους, καὶ φιληθῆτε·
φιληθῆτε γλυκὰ χείλη μὲ χείλη,
πέστε· Χριστὸς ἀνέστη, ἐχθροὶ καὶ φίλοι.]

(«Ημέρα της Λαμπρής», Δ. Σολωμός)

Είναι κάτι ανάγκες βαθιές που την δίψα τους δεν εχόρτασε παρά εκείνος ο στίχος ο παραστατικός που γκρεμίζει τον αρχιτεκτονικό ορθολογισμό του κόσμου και την θέρμη του μοιράζει. Είναι και οι ψυχές με τους αγώνες τους που δεν έπνιξε ο ιερέας και που το μαδριγάλι τους γυρεύει να τραγουδήσει και να αισθανθεί. Αυτές έβαλε στο στόχαστρό του ο Σολωμός, σε τούτες πάτησε απάνω ο Κορνάρος, τρυγώντας το προφορικό χρονικό του λαού και του έρωτός μας. Είναι  η Ημέρα της Λαμπρής, έκτο απόσπασμα στην σύνθεση του Κορνάρου και αυτοτελές ποίημα στην περίπτωση του Σολωμού. 

Μαρτυρίες της άνοιξης και της ζωής που βρίσκουν τρόπο και από όλες τις ρωγμές του πρωινού εισέρχονται θριαμβικές και αναπάντεχες. Δεν ξέρω γιατί απόψε τόσο πολύ με συγκινούν, ωστόσο κάθε φορά που συναντώ αυτούς τους στίχους, αναγνωρίζω κάτι σαν δεσμό, σαν σημάδι αρχαίου φρυκτωρού από τ΄Άργος τ΄αλλαργινό, το απρόσιτο. Και τότε είναι που στέκω ξαφνιασμένος αναγνώστης, κάπου ανάμεσα στις σελίδες των ανθολογιών και τις αιωνιότητες, αναγνωρίζοντας τα χνάρια της μεταφυσικής που παραστράτησε και από την ζωή αποκόπηκε.

[Ήρθεν η μέρα η λαμπυρή, γλυκύς καιρός αρχίζει
κι ήκατσεν ο Ρωτόκριτος εις το θρονί κι ορίζει.
Αγαπημένο αντρόγυνο σαν τούτο δεν εφάνη
μηδ’ τέτοιο καλορίζικο, χαιρόμενο στεφάνι…]

[«Η μέρα η Λαμπρή», Ερωτόκριτος, Β. Κορνάρος]

Σήμερα για μια στιγμή πίστεψα τον ποιητή. Φταίει εκείνο το φιλί σου, χείλη με χείλη, το ποίημα το ατομικό που γράφτηκε ανάμεσά μας, σιωπηρά δίχως κανείς να ξέρει. Φταίνε οι λέξεις, λίγες και διαλεχτές που καλωσορίζουν με το πρόσχημα της άνοιξης έναν χαρούμενο και θριαμβικό ανθρωπισμό. Σήμερα, για μια στιγμή πίστεψα τον ποιητή. Και είπα, είναι αληθινό τ΄όνειρο, τίποτε δεν χάλασε μες στου καιρού το καμίνι που λευκαίνει τους στίχους. Σήμερα για μια στιγμή, πίστεψα τον ποιητή. Φταίει τ΄απάρθενό μάτι του Ζήσιμου Λορεντζάτου που μετέφρασε εντός μου τούτο τον κόσμο.

Α.Θ