Απόστολος Θηβαίος | Ο κύριος Ήστερ στις θημωνιές

© Vivian Maier

Μες στο γαλάζιο φέγγος, το αχάραγο, ξεχωρίσανε οι διαβάτες του φονιά το σώμα. Κρεμιόταν με τον λαιμό του σπασμένο. Είπαν για αυτόν, χρόνια μετά τα ειλητάρια τα καμωμένα από περγαμηνή και δέρμα, από πάπυρο και από χαρτί. Έκτοτε δείπνα μυστικά και προδοσίες  καλύπτουν τα τελευταία ίχνη της ανθρωπότητας που καταπιάνεται με το δύσκολο και απαιτητικό της συγχώρεσης, αγώνισμα. 

«Ο κύριος Ήστερ με το ζόρι κρατιόταν. Είχε πιει, θεέ μου, τόσο πολύ που είχε πιει. Θόλωναν τα φώτα και έσβηνε ο δρόμος και ο κύριος Ήστερ προχωρούσε. Και από παντού ερχόταν εντός του η μυρωδιά του αναμμένου ατσαλιού και εκείνη του θανάτου που κερδίζει στα σημεία την ζωή. Ήθελε να ξεχάσει και έπινε όλη νύχτα. Μα ο χρόνος σταμάτησε και ο κύριος Ήστερ τώρα τριγυρίζει μόνος μες στις γειτονιές. Δεν υπάρχει για εκείνον άνθρωπος, όλες οι πόρτες κλείνουν. Από την καρδιά του, όλη και όλη απομένει η φτώχεια της. Στ΄άστρα πιάστηκε της νύχτας το φουστάνι και το ξημέρωμα για εκείνον που αργεί.

Τον κοιτάζουν που περνά. Χίλια μάτια πίσω από τις γρίλιες τον κοιτάζουν που περνά. Και τον καταδικάζουν κρατώντας σε μια άβυσσο εντός τους εκείνη την στάλα της συμπόνοιας που κρατά όρθιο τον κόσμο. Ακούγονται τα φύλλα που χτυπούν και οι πόρτες που σφαλίζουν, μια, δυο, τρεις φορές. Δεν έχει άνθρωπο για τον κύριο Ήστερ, μόνο γερμένα πορτόφυλλα.

 Ο άνεμος που όλα τα σαρώνει στεγνώνει τα δάκρυα του. Μα εκείνα όλο επιμένουν να κυλούν. Μια θειαφένια σκοτεινιά πέφτει παντού και τον πλακώνει. Απόψε ο κύριος Ήστερ για τα κρίματά του θα λογοδοτήσει. Άλλο δεν κρατεί από την σκιά του την ανοιξιάτικη. Και είναι τα μάτια του δυο μαύρες θάλασσες, δυο κοντιλιές σε καπνισμένο εικόνισμα, τίποτε άλλο. 

Κοιτάτε τον, αυτός το ´κανε, δείτε τον που τραβά κατά τον θάνατο, τα πρόσωπα σας να του τ΄αρνηθείτε, κακή η ρίζα του και το κακό που ΄καμε μεγάλο και απλήρωτο να μένει, είναι ο κύριος Ήστερ με την μολυβένια του καρδιά, δεν μένει για ΄κεινον άλλος στοχασμός έξω από την απελπισία, να χαθεί, μην τον κοιτάξετε, μην. 

Και τι δεν λένε για τον κύριο Ήστερ, οι άνθρωποι καθισμένοι τριγύρω από την παλιά σερβάντα. Τους φέγγει τ΄ολομόναχο κερί, τρεμάμενο φως της νυχτός που μες στο πέλαγο του κόσμου τους καταμαρτυρά. Και όλοι τους στα πρόσωπα φορούν της λύπης πέπλο και συλλογιόνται εκείνον που ΄χει για σκέπασμά του πια τα χιόνια. Τα μάτια τους τα κόβει σαν το γυαλί η θλίψη και είναι τ΄αγκάθι η νύχτα μες στην παλάμη τους. 

Ο κύριος Ήστερ ίσα που κρατιέται πια. Και όσο περνούν οι ώρες είναι κάτι φεγγάρια που αλλάζουν θέση. Και εκείνος που όλο και περισσότερο πεθαίνει από το κρίμα του. Ο κόσμος τέλειωσε γι΄αυτόν και ο ουρανός δεν θέλει που τον κοιτάζει. Τόσες αρρώστιες εκεί έξω μα η προδοσία είναι που κατατρώει την ψυχή του κυρίου Ήστερ. 

Δεν μπορεί να΄καμε τέτοιο κακό ο κύριος Ήστερ και όμως στην τσέπη του σακακιού του παραμένει το γερό του το κομπόδεμα που με τόση φρίκη κέρδισε. Σταθείτε ρε όρθιοι, δες τους με προσοχή. Άμα είσαι βέβαιος να ξέρεις, θα πεθάνει μονάχα ο φταίχτης, αλλιώς πάνε όλοι, χαθήκανε. Το κατάλαβες; Θέλεις τσιγάρο; Πάρε τον χρόνο σου, εμείς είμαστε φίλοι σου και οι φίλοι υπομένουν. Μα συλλογίσου, αν δεν είναι ένας τότε πάνε όλοι. Να το μετρήσεις αυτό προτού αποκριθείς. Θα σ΄αφήσω μόνο σου, φίλοι σου, θυμάσαι; Άντε μπράβο, άντε.

Και ήταν τότε που ο κύριος Ήστερ, βέβαιος, σίγουρος, με χέρι σταθερό έδειξε τον Αντώνη. Δεν θα ΄ταν δεκαπέντε χρονών μα είχε κερδίσει τον σεβασμό των υπολοίπων με το θάρρος του. Δεν πάει καιρός που σκαρφίστηκε έναν επικίνδυνο αντιπερισπασμό και ο εχθρός τον καταδίωξε, μόνο και μόνο για να σωθούν κάτι μικροί σαλταδόροι που ΄χαν άσχημο μπλέξιμο. Και πάλι μας είχε αφοπλίσει όλους όταν για χάρη ενός κοριτσιού από την απάνω γειτονιά, εκεί εμπρός σε όλους, έκανε ένα βήμα εμπρός. Κοίταξε κατάματα τον στρατιώτη και είπε, εγώ, εγώ το ΄κανα. Τελευταία φορά τον πιάσανε με κάτι προκηρύξεις, στο τέλος εκείνης της τρομερής νύχτας έμοιαζε με άγγελο κομματιασμένο. 

Απόψε είναι η τελευταία του νύχτα. Και ο κύριος Ήστερ ευθύνεται ολοκληρωτικά για αυτό. Επειδή, βέβαιος, σίγουρος, με χέρι σταθερό έδειξε τον Αντώνη. Είπε, αυτός και ο λοχίας τον χτύπησε στον ώμο φιλικά. Μπράβο κύριε Ήστερ, έχεις γενναία καρδιά και του΄βαλε στο τσεπάκι του πουκαμίσου του τα συμφωνημένα. 

Πάει, αυτό ήταν, ο κύριος Ήστερ στάθηκε σε μια άκρη. Γονάτισε κάτω από το στερέωμα, του ΄λειπε η ανάσα. Κοίταξε τα χέρια του και τα΄βρε ματωμένα. Έγειρε και έκλαψε με την καρδιά του, όπως ποτέ, δίχως συγχώρεση, χωρίς ελπίδα έκλαψε μα δεν το ΄πε κανείς, μήτε το γράψανε οι άνθρωποι στις ιστορίες του μέλλοντός τους. Μες στα λασπόνερα αντάμωσε το γέλιο του Αντώνη και οι τροχαλίες της καρδιάς του μετακινήθηκαν. Μάζεψε τα κομμάτια του, είπε πίσω θα πάω, όλα θα τα διορθώσω, θα πω, δεν ήταν αυτός, δεν ήταν αυτός. Μα τότε ακούστηκαν οι ριπές, ξανά και ξανά και η πίκρα, το φταίξιμο, όλα γίνηκαν παραμάνες του. Ο κύριος Ήστερ ένιωσε πως δεν είχε στην ζωή επάνω κανένα δικαίωμα. 

Τ΄άλλο πρωί τον βρήκανε κρεμασμένο. Ήταν το φριχτό μετέωρο της ζωής μας. Σταθήκανε οι άνδρες με σεβασμό και με απόγνωση ανθρώπινη. Και οι γυναίκες σφάλισαν το στόμα, παίρνοντας μακριά τα παιδιά να μην δουν τον άνθρωπο που πάσχει. 

Κάποιος κρέμασε επάνω στην σωρό μια πινακίδα, με χαραγμένα κάτι άσχημα γράμματα από κιμωλία. «Ο Κύριος Ήστερ είναι προδότης». Έτσι ταπεινωμένος πέρασε του λόγου του στην άλλη την πλευρά. Την ίδια νύχτα στα σπίτια, πλάι στην παλιά σερβάντα οι ζωντανοί διαβάζανε μια προσευχή για τον κύριο Ήστερ που σήκωσε το μεγαλύτερο σφάλμα αυτού του κόσμου.  Και όλοι είπαν πως βαρύς ο κόσμος που αναλογούσε  στον κύριο Ήστερ. Όλα τα λέγανε με μια ιδέα θλιμμένης δόξας, σαν να΄χε της ύπαρξής τους γυμνωθεί ο βαθύς, ο αχαλίνωτος εαυτός. 

Και είχαν συμμεριστεί τον κύριο Ήστερ, περισσότερο ίσως και από το δράμα του θεού, περισσότερο ίσως και από την δική τους, την ύστατη απώλεια. Λέγανε και συμφωνούσανε τριγύρω από την παλιά σερβάντα και ο κόσμος για πάντα ριγούσε». 

Ξημέρωνε, όλα γαλαζωπά και ανόθευτα, ασύλληπτα σχεδόν λάμπανε μες στο θάμπος τους. Ο κύριος Ήστερ με καλωσόρισε και χάθηκε προς την πλευρά της λεωφόρου. Προτού ξεμακρύνει, με πλησίασε. Μύριζε ύπνο και πρωινή δροσιά. Έβγαλε από το πουκάμισό του μερικά χαρτονομίσματα και μου άφησε ένα εμπρός στα πόδια. «Δεν χρειάζεται κύριε Ήστερ, κρατήστε τα», είπα καθώς τ΄ όνειρο ερχόταν όλο κύματα τούτη την ώρα και η αλήθεια γραφόταν μυστικά πάνω στο δέρμα  του κόσμου.

Απόστολος Θηβαίος