Απόστολος Θηβαίος | Sweaty Α΄μέρος

© Keith Carter

[…Αυτό είναι το πρώτο μέρος της ιστορίας του Σον και της Μαίρης. Κυρίως της Μαίρης, μια και ο Σον δεν τα κατάφερε. Έπρεπε λοιπόν, να ζήσει μονάχη της. Και τα κατάφερε καλά. Όχι δίχως ήττες βέβαια ή φτηνό μπέρμπον, όχι, δεν θα μπορούσε.

Ένα φεγγάρι ερχόταν στο γαλάζιο μου στενό και έτσι γνωριστήκαμε, μα γρήγορα χάθηκε. Είχαν σωθεί οι αντοχές της και είχε από καιρό πια χάσει όλο της το κουράγιο. Χάθηκε στην πόλη, δεν ξέρω αν ζει ακόμη, μα η πραγματικότητα για την Μαίρη έστεκε πάντα στ΄ανάμεσα της απέραντης ομορφιάς της και ενός αργού, σίγουρου θανάτου.

Μα ως τότε, μάθαμε να αγαπιόμαστε και το κυριότερο, να μοιραζόμαστε το γαλάζιο μου στενό, ψάχνοντας απεγνωσμένα ο ένας για τον άλλο, μόνο και μόνο για να βγάλουμε την μέρα μας. Κάπως ιδρωμένοι και με αγωνία, αντέξαμε Μαίρη και έτσι τώρα αθροίζω όσα σε θυμίζουν μες στις μικρές μου νουβέλες. Όμως εσύ δεν μένεις πια εδώ. 

Και κάπως έτσι το θανάσιμο φεγγάρι αυτής της ιστορίας με αφορά πέρα για πέρα…]

 

Μες σε αυτήν την γεμάτη πικραμένες αγάπες πολιτεία, ο Σον και η Μαίρη υπήρξαν δυο φωτεινές εξαιρέσεις. 

Μα σαν έρθει το πρωινό τα φώτα σβήνουν, η μαγεία ξεφτίζει. Και ο Σον, αγκαλιά με την Μαίρη γυρεύουν δανεικά εδώ και εκεί. Μεθυσμένοι, ο ένας για τον άλλον, δυο πλοία που συναντήθηκαν, που βυθίζονται αργά, κρατημένα σφιχτά απ΄τα ύφαλα τους. Καμιά φορά οι δυο τους κάθονται στο γαλαζωπό σκοτάδι της μικρής κουζίνας. Δεν έχουν ηλεκτρικό, δεν έχουν δεκάρα και το πιοτό έχει τελειώσει. Τότε ο γάμος τους φαντάζει μια χαμένη υπόθεση και οι δυο τους πασχίζουν να κατεβάσουν καμιά ιδέα. Ίσως ο Σον μπορεί να δώσει αίμα, πληρώνουν καλά, τουλάχιστον όσο χρειάζεται για να πνιγεί η νύχτα στο φτηνό μπέρμπον. Όσο για την Μαίρη, εκείνη ξέρει καλά πως αν κατηφορίσει στο καταγώγιο του Σαλ και νιώσει λίγο σέξι, λίγο κόκκινα μάτια από τα δάκρυα και την δίψα, ένα πελώριο, σέξι στερητικό απάνω στην νύχτα, θα κερδίσει την νύχτα. Μα ο Σον θυμώνει και τότε όλα δοκιμάζουν φριχτά τις αντοχές τους, εξαντλητικά. Δεν θα μπορούσαν να ζήσουν μακριά οι δυο τους μα δεν διστάζουν να ανταλλάξουν βαριές κουβέντες μες στην μικρή κουζίνα του διαμερίσματος που διαθέτει μια υποθήκη, ένα χολ, ένα βαρύ μπουφέ, πιθανότατα ίδιο σε όλα τα διαμερίσματα, ένα μικρό λουτρό και μια αποθήκη για τα απολύτως αναγκαία. Κάθε διαμέρισμα είναι συνδεδεμένο με το φωταέριο εκτός από εκείνο του Σον και της Μαίρης, βυθισμένο στο σκοτάδι που σημαίνει κάτι από απουσία, που σημαίνει δίχως χρώμα. 

Και τότε βρίσκουν την λύση και ετοιμάζονται ώσπου να γίνουν καθώς πρέπει. Ένδυμα πρώτου ραντεβού, ένα τρεμάμενο από την στέρηση χαμόγελο, πιασμένοι από το χέρι να ανοίγουν την πόρτα της τράπεζας Μπλου Άλει, «με τα καλύτερα επιτόκια της αγοράς και τις υψηλές αποδόσεις!» Στην ουσία πρόκειται για τοκογλύφους με αχόρταγα στομάχια που ψοφάνε για κάτι χαμένα κορμιά όπως ο Σον και η Μαίρη. Το σπιτάκι τους είναι ότι πρέπει και δανείζουν άμεσα. 

Δύο χιλιάδες λίρες είναι καλά; Και ο Σον σφίγγει το χέρι της Μαίρης που συλλογιέται πως όλα αυτά είναι αληθινά και οι δυο τους ξεκινούν μια κοινή ζωή. Και είναι ευτυχισμένη, θέλει να γίνει μητέρα, είναι μητέρα όλου του κόσμου, στην καρδιά της νιώθει μια ζεστασιά, δεν μπορεί να το μεταφράσει, γέρνει στον Σον, τον φιλά. Εκείνος απορεί όπως στα φιλμ, όταν όλοι ξέρουν εκτός από τον υπέροχα αφελή πρωταγωνιστή. 

Τώρα υπογράψτε. Και το πράμα τέλειωσε, προχωρούν ευτυχισμένοι προς την παμπ του Σαλ και τώρα κανείς μα κανείς δεν πρόκειται να παρεξηγήσει την Μαίρη, επειδή πλάι της έχει έναν δικό της άντρα. Σταματούν σε μια διασταύρωση και καθρεφτίζονται στην βιτρίνα του ανθοπωλείου. Πλάι στις μιμόζες περιεργάζεται την ξένη φιγούρα. Διαθέτει ενδιαφέρουσες γραμμές και τόση χάρη,  μια έμφυτη κλίση, ένα ταλέντο δοσμένο από υπέρτερες δυνάμεις. Έπειτα θυμάται πως αυτός ο γάμος είναι της πλάκας, μια σύμβαση, ένα κακό παιχνίδι κρυφτού από το ποτό που είναι και ο πιο βέβαιος κίνδυνος. Τα πόδια της Μαίρης βαραίνουν, ο Σον αφήνει το χέρι της και καλπάζει προς την παμπ του Σαλ, στρέφει το πρόσωπό του και κοιτάζει την Μαίρη από μια απόσταση, φανερά γοητευμένος από την μαρκίζα που ανάβει με ρυθμό στ΄απέναντι πεζοδρόμιο. Για μια στιγμή συλλογιέται την φράση απλήρωτα νοίκια και ξεντυμένα κόκαλα και έπειτα την Σάρα, την παλιά του φιλενάδα μες σε δοξαστικά γλέντια. Ναι, ξεντυμένα κόκαλα, ένα είδος κατοικίδιου που ακολουθεί τον Σον μέχρι τον θάνατο. Της αναλογούν χίλιες λίρες αφού έβαλε την υπογραφή της σε εκείνο το χαρτί της Μπλου Άλει. Και άκουσε τον ίδιο τον ταμία που ρώτησε, «όλα ο κύριος;» Τώρα επιταχύνει, περνά μέσα από την παρέα των καλόπαιδων που στέκουν στην είσοδο. Μερικά σχόλια, κοιτάγματα με νόημα, η Μαίρη για κανέναν τους δεν νοιάζεται. Της αναλογούν χίλιες λίρες και ο λαιμός της είναι στεγνός. 

Η ώρα πια περασμένη. Ο Σον και η Μαίρη κομμάτια εμπρός στην μπάρα. Μιλούν λίγο και χαμηλόφωνα. Πότε πότε γελούν μα κυρίως σκέφτονται, σκέφτονται, σκέφτονται. Η Μαίρη  νιώθει τις δυνάμεις της να την εγκαταλείπουν. Φορά ένα λερωμένο πια φουστάνι και μοιάζει με δωμάτιο άλλων ηλικιών, με λερωμένα από τον χρόνο παστέλ. Ο Σον και η Μαίρη δεν μένουν πια εδώ. Φτερουγίζουν μες στο όνειρό τους, τζιν και λεπτός αιθέρας στους ενενήντα βαθμούς. Ο Σον και η Μαίρη, άδεια, καταγάλανα μάτια, παιδιά που παίζουν και ας μεγάλωσαν.

Ο άνθρωπος του Σαλ τους ξυπνά. Η ώρα είναι περασμένη, η νύχτα και πάλι βαθιά. Καθένας έχει ένα μερίδιο από αυτήν. Κάπου βρέχει, το μαρτυρά μια μυρωδιά μουσκεμένων λειμώνων που φθάνει ως τους δρόμους της πόλης. Και οι δυο τους περπατούν όσο η βραδιά καλπάζει. Και δεν μιλούν, μόνο περνούν εμπρός από το έρημο πάρκινγκ, το αδειανό χωράφι με την ανεξήγητη βάρκα του, αφήνουν πίσω τους το εγκαταλειμμένο ξενοδοχείο και τις παιδικές χαρές που καταστράφηκαν. Μόνο που η Μαίρη θα ΄θελε πολύ να ΄ταν ακόμη του φουστάνι της καινούριο και το χτένισμά της προσεγμένο. Θα΄θελε, μόνο αυτό, θα ΄θελε, λέει να μπορούσε να ξανανιώσει εκείνη την θερμή αίσθηση της ζωής που μοιράζεται και πλαταίνει, γράφοντας τις μικρές και τις μεγάλες σελίδες της. Θα το ΄θελε πολύ μα όλα αυτά δεν θα μπορούσαν ποτέ να γίνουν σε τούτη εδώ την σκοτεινή τρύπα, την δίχως αγάπη, την δίχως φωταέριο. 

Πρώτο καρέ. Η κοπέλα που περνά από μπροστά μου, χρόνια πριν από αυτήν την ιστορία, μοιάζει σπασμένη. Είναι αδύνατη, στο πρόσωπό της έχει ζωγραφισμένα αίματα, μελανιές, πρηξίματα και χαρακιές. Είναι τέλεια στον ρόλο της. Ο Σον θα έχει απομείνει στου Σαλ, ποζάροντας μεθυσμένος για μια ξαφνική, κεφάτη φωτογραφία με την παλιοπαρέα. Χρόνια μετά θα είναι ό,τι απομένει από την ρημαγμένη του φιγούρα. 

Με θυμάμαι να λέω, «η ζωή εκεί έξω, παραπέρα από τα όρια του γαλάζιου μου στενού είναι βίαιη, δεν χωρούν ανακωχές». 

Ίσως μια φορά και έναν καιρό όλα να μοιάσανε  με ξύλινα, ποιητικά γεφύρια μα δεν είναι έτσι , δεν είναι έτσι. Μαίρη».

Κάπως έτσι γνωριστήκαμε  εκείνο το απόγευμα.  Και ήσαν αυτές οι πρώτες της λέξεις. Ακόμη δεν ήξερα τίποτε μονάχα πως η νύχτα θα μπορούσε να έχει την φωνή της.

Απόστολος Θηβαίος