Στον Κώστα

μια μέρα όταν χαθώ,
γυρνώντας πάλι στο βυθό
Ερωτικό

Ν. Λαπαθιώτης

 

Ο Άρης Δικταίος παρατήρησε την ακροστιχίδα στο Ερωτικό, στο ποίημα του Λαπαθιώτη που βρέθηκε στο αρχείο των κληρονόμων του. Καθώς το μελετούσε αναγνώρισε την λέξη που σχηματιζόταν. Κώστας Γκίκας, από το Μενίδι, ο μεγάλος έρωτας του Λαπαθιώτη. Τίποτε λιγότερο.


Είναι κάτι ποιητές που πάντα επιστρέφουν με τις εποχές. Δεν θα τους ξεχωρίσεις στις αγορές και τους σταθμούς, μια στάλα χώμα στην άκρη των χειλιών τους δεν λέει τίποτε. Δεν θα τους ξεχωρίσεις πριν πέσει η νύχτα. Τότε είναι που λάμπουν στο ναρκοθετημένο στερέωμα. Και οι στίχοι τους ξυπνούν, όπως τα αγριολούλουδα μες στην αυγή, το τρέμουλο του κόσμου και το δειλό τους φίλημα όλα τα σκεπάζουν. Αγγελούδια και ρίμες πετούν μες στην ατμόσφαιρα καθώς αυτοί περνούν, πρώιμα ανοιξιάτικοι και ηρωικοί.

Μια τέτοια, μορφή οικεία συνάντησε στον δρόμο του. Θα ‘ταν το κουρασμένο απόγευμα μιας Κυριακής, σκέπαζε η ερημιά τα πάντα. Μονάχα σκουπίδια και πλανόδιοι και ξενύχτηδες που τους παρασέρνει ο αέρας και η έξη τους. Παίζανε τα φώτα πάνω από το κεφάλι του, λες και ζωντάνευε η πρώιμα εαρινή εκείνη λεωφόρος.

Και τότε ήταν που άκουσε το βήμα και είπε άνθρωπος θα’ναι. Τον πόνεσε τόση τρυφερότητα ένιωσε πως θα μπορούσε τούτη την ώρα να πεθάνει. Μια φιγούρα βυθισμένη, μισή από τούτο τον κόσμο και μισή καμωμένη απ’όνειρο απατηλό, κατηφόριζε τον δρόμο. Ακόμη θυμάται εκείνη την χειρονομία του, τον τρόπο που ´βγαλε το καπέλο του και τον χαιρέτησε καθώς κατέβαινε σαν ποτάμι. Εμπρός του, φάνταζε μια μαριονέτα, τίποτε περισσότερο, ενώ εκείνος ανθρώπινος, με έναν αέρα νοσταλγίας όσο περνούσε η ώρα όλο και ομόρφαινε.

Σαν βρεθήκανε αντίκρυ, ο ποιητής δάκρυσε και ύστερα με την ραγισμένη του φωνή, είπε κάτι για τις ανθρώπινες νύχτες, τις όμορφες και τις θνητές. Τον έκαιγε ο έρωτας και ίσως για αυτό να είχε την όψη ενός τρελού, κανείς δεν θα το μάθει. Κάτι διέφευγε της μορφής του και έτσι σαν χαλασμένο ψηφιδωτό, με μια απουσία, συγκοπή βυζαντινή ταξίδευε προς της αθανασίας τα νησιά. Και εδίψαγε και ήταν τα χείλη του που λέγανε σιγανά για τις νύχτες τις όμορφες και τις θνητές.

«Κάθε τέτοια νύχτα, νιώθω πως μπορώ από την αρχή να αγαπηθώ. Και όλο περπατώ σε μια ατέρμονη πορεία, δίχως τίποτε να κατορθώσω. Ο έρωτας στέκει αχαλίνωτος στην γωνιά του δρόμου και από τα έγκατα ξυπνά η άνοιξης. Να ξέρατε το μαρτύριο, την στέρφα ελπίδα να ξέρατε, τι πράγμα είναι να αναστενάζεις πίσω από τα θυρόφυλλα και να’ναι καλοκαίρι, παντού τα χαρακώματα και οι πόρτες όλες σφαλισμένες. Κάτω από τις ρεκλάμες σκαρώνω τα τραγούδια μου. Και άμα η καρδιά μου πονέσει πολύ, τραβώ για τους φίλους, εγώ, ένας μπουλβαντιέ, φανταστείτε».

Έπειτα συστήθηκε. Ναπολέων Λαπαθιώτης και ήταν σαν να πήρε και τα ρέστα από την παρτίδα της ζωής. Κάπου μακριά ξημέρωνε κιόλας. Ανηφόριζε την Ομήρου, αφήνοντας πίσω του ένα ήπιο χαμόγελο. Στράφηκε μια στιγμή, όχι περισσότερο, και είπε τα παρακάτω λόγια. «Ξέρετε, η ποίηση είναι ο μεγάλος μας λυγμός. Μα τίποτε δεν αντέχεται αν δεν ονειρεύεσαι για δυο». Δεν αποκρίθηκε μονάχα πήρε εκείνο το ύφος που μαρτυρά την συνενοχή μες στους καπνούς, τη σιωπηρή τη συμφωνία ανάμεσα στους άνδρες.

Α.Θ