
Αφήγημα με υψωμένη
την κουρελιασμένη του
σημασία
[…Μπαχ, κονσέρτο για βιολί σε Λα μινόρε…]
Ανακοίνωσαν την άφιξη του κατηγορούμενου. Θα τον συνόδευε ένας ολόκληρος θίασος με δεσμώτες και εισαγγελείς και ανθρώπους των κρατικών υπηρεσιών που συνέρρεαν εκεί ως μάρτυρες της εκτελεστικής διαδικασίας. Στο μέσον της πλατείας, ακριβώς κάτω από το άγαλμα της Παρθένου που κρατάει από τότε το βλέμμα της χαμηλωμένο – από ντροπή ή πένθος, κανείς δεν ξέρει – έστησαν το ικρίωμα. Είκοσι ξυλουργοί είχαν δουλέψει ολημερίς για να στηθεί η εξέδρα. Εκεί επάνω θα παιζόταν λέει η τελευταία πράξη του δράματος.
Το πλήθος κατέφτανε από παντού, άμαξες, παιδιά και παρίες συνωστίζονταν παραπλεύρως του δρόμου. Κάποιος είπε ότι το μονοπάτι από όπου θα οδηγούσαν τον καταδικασμένο, έμοιαζε με τον δρόμο των δακρύων του καλού μας Χριστού. Μα η παρομοίωση δεν άρεσε στους φρουρούς που βρίσκονταν ακροβολισμένοι. Και μεμιάς ένα κλιμάκιο συνέλαβε τον βλάσφημο και εν μέσω λακτισμάτων και ακατανόμαστων εκφράσεων που δεν θα μπορούσαν να αναπαραχθούν εδώ μέσα τον οδήγησαν στη φυλακή που ως γνωστόν δεν σταματάει να δουλεύει ποτέ. Μάταια εκλιπαρούσε, μνημόνευε τα παιδιά και τις ανάγκες τους, έκλαιγε, προσπαθούσε να διαφύγει. Μάταια όλα, δεν πήρε πολύ και βρέθηκε ριγμένος μες στο βρώμικο μπουντρούμι, εκεί όπου είχαν ξεψυχήσει τόσοι και τόσοι αθώοι. Η ιστορία όμως αυτού του ανθρώπου δεν έχει καμιά αξία και ίσως να πρέπει να συμπεριληφθεί σε ένα μεγάλο, μελλοντικό βιβλίο όπου θα ζητείται συγχώρεση για τις φριχτές πράξεις που έκαναν οι άνθρωποι εναντίον των ανθρώπων, στο όνομα του Θεού. Μερικά ονόματα βρίσκονται χαραγμένα πάνω στα σανίδια, τους τοίχους. Τζιάκομο, Αλεσάντρο, Ογκίστ, ελεύθερος για πάντα, το πνεύμα θα νικήσει, 1500 και άλλα τέτοια που κάποιος γράφει όταν πια όλοι οι δρόμοι έχουν κλείσει και όταν πια δεν υπάρχει καμιά ελπίδα για τους μελλοθάνατους. Τι φριχτό τέλος, ποιο άγριο παραλήρημα να οδήγησε αυτούς τους ανθρώπους, αθώους και μη, ως τα σκαλιά του ικριώματος, εκεί που κατόπιν του παραγγέλματος του βασιλικού δήμιου, αποδιδόταν η δικαιοσύνη του υψίστου. Έτσι και το πεπρωμένο του έγκλειστου της ιστορίας μας, που υπήρξε προδιαγεγραμμένο και καμιά πλοκή δεν θα μπορούσε να αλλάξει. Είναι κιόλας ένας μελλοθάνατος και θα ‘χει όλο τον καιρό να κατανοήσει τη φοβερή του πράξη βαλμένος μες στους υγρούς τοίχους του κελιού του. Και οι φύλακες θα γελούν μαζί του και δεν θα παύουν να του υπενθυμίζουν πως αργά ή γρήγορα θα πέσει και εκείνος θύμα της απερισκεψίας του.
Ο ένοχος ήρθε. Τον έφερε η άμαξα των φυλακών. Η μυρωδιά της ερημιάς χάθηκε μεμιάς. Αμέσως λύσανε τα χέρια και τα πόδια του και έτσι γυμνό, σχεδόν σαν τον Χριστό τον έστησαν όρθιο εμπρός στα βλέμματα του πλήθους. Την αρχή έκανε κάποιος Νταμιάν – έτσι τον είπε ο φίλος του, για την ακρίβεια, είπε “έλα Νταμιάν, ήρθε η ώρα να προβούμε στο καθήκον μας!” Έπειτα οι πέτρες πέσανε βροχή στο πρόσωπο και το σώμα εκείνου του άτυχου. Φτυσιές, βρισιές, ραπίσματα, κοροιδίες, τίποτε δεν έλειπε από την γκάμα του πλήθους που ξέρει καλά να βάζει στη θέση του το διαφορετικό και το αδοκίμαστο. Οι άνθρωποι μόλις πήραν την πρώτη γεύση που χαρίζει η διαπόμπευση και αυτές οι λιγοστές, θείες στιγμές ασυδοσίας, ξεχύθηκαν ορμητικότεροι προς εκείνον τον άνθρωπο. Ο εξ απροόπτου φυλακισμένος παρακολουθούσε από το φεγγίτη του βρώμικου κελιού. Αμέσως φαντάστηκε το δικό του τέλος, το δικό του φριχτό τέλος και σαν φεγγάρι που φοβάται και τρεκλίζει, απομακρύνθηκε από εκείνη τη θέα.
Χρειάστηκε αρκετή προσπάθεια για να διασχίσει εκείνο το πλήθος η συνοδεία του καταδικασμένου. Αν έχανε λέει το βήμα του από κάποιο χτύπημα, αμέσως τον σήκωναν στα πόδια του οι δεσμώτες για να συνεχίσει εν μέσω απειλών και προσβολών και χτυπημάτων την βέβαιη πορεία του. Ανέβηκε διστακτικά τα σκαλιά της ξύλινης εξέδρας. Κάποιος εκπρόσωπος της Ιεράς Εξέτασης ανάγνωσε το κατηγορητήριο.
“Ο άνθρωπος αυτός που σήμερον, ενώπιον σας πρόκειται να εκτελεστεί προέβη σε μια φοβερή πράξη. Εμφανίστηκε με θράσος διαβολικό εμπρός στη σεβάσμια επιτροπή και ισχυρίστηκε – ακούστε! – ισχυρίστηκε πως θα μπορούσε ο άνθρωπος να πετάξει! Πόσες ευκαιρίες του δόθηκαν από τα αξιοσέβαστα μέλη για να ανακαλέσει, πόσες φορές δεν του τόνισαν πως δεν είναι στη φύση του ανθρώπου η πτήση. Πως εμμένοντας σε αυτές τις απόψεις, ουσιωδώς έπληττε τις θεϊκές αρχές που τοποθέτησαν τον άνθρωπο πάνω στη γη και όχι στον ουρανό. Μα ο άνθρωπος αυτός επέμεινε, χρησιμοποίησε παπύρους και εκτενή σχέδια, για να πείσει την επιτροπή πως με την πτητική του μηχανή θα εξασφάλιζε τη σίγουρη εξυπηρέτηση του επιστημονικού του σκοπού”.
Η επιτροπή αποσύρθηκε, όλοι τους βρήκαν εξόχως βλάσφημα όλα ετούτα. Και έτσι αφού πήρανε ξανά τις θέσεις τους, ανακοίνωσαν το βλάσφημο των πράξεων και των λογισμών του. Του ανακοίνωσαν πως θα έπρεπε να ανακαλέσει το δίχως άλλο και μάλιστα με μια πράξη παραδειγματική, η οποία θα σηματοδοτούσε την εγκατάλειψη τέτοιων σατανικών ιδεών. Διαφορετικά θα έπρεπε να υποστεί τις αναμορφωτικές συστάσεις της επιτροπής, πάει να πει τα τρομερά βασανιστήρια που ισχυροποιούν την πίστη και επαναφέρουν τον πλανημένο στο δρόμο του Θεού. Προτού τον πάρουν οι φρουροί ο άνδρας αυτός, εν μέσω οικτιρμών των επιτρόπων και προσευχών για να τους βοηθήσει ο Θεός να υπερβούν τη σκοτεινιά της ανθρώπινης ψυχής, πρόλαβε να τονίσει πως όλα ετούτα τα αναπόδεικτα θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα υλικό πρώτης τάξεως για λογισμούς περισσότερο ποιητικούς. Αλλιώς, είπε ο καταδικασμένος, όλη ετούτη η ομορφιά και η συμπαντική συμμετρία θα έμενε ανεξιχνίαστη. Ο στοχασμός του, είπε, πως ήταν βαθύς και είχε συμπεριλάβει υπόψη του όλα ετούτα. Η επιτροπή δεν τον πίστεψε και οι φρουροί τον οδήγησαν στα υπόγεια όπου και συντελέστηκε, όχι με λίγο κόπο η βασανιστική διαδικασία της επαναφοράς στο δρόμο του Υφίστου. Μαστιγώματα, εκδορές, πυρωμένα σίδηρα στα πλευρά και το πρόσωπό του, ήσαν όλα είχε σκαρφιστεί η επιτροπή για να νουθετεί τους βλάσφημους. Μα τίποτε δεν απέδωσε καρπούς και έτσι με όλη τη θλίψη του κόσμου, η επιτροπή εισηγήθηκε την εκτέλεση”.
Ήταν πια καιρός για θάνατο, έτσι όπως το ‘πε ο Γκόλντινγκ αιώνες αργότερα. Ο φρουρός έλυσε τα χέρια του κρατούμενου, πέρασε τη θηλιά από το λαιμό του, το πλήθος παραληρούσε, ζητούσε να χυθεί αίμα, να ξεπλυθεί η ντροπή απέναντι στον Θεό. Τώρα είναι όμως η ώρα να σας αποκαλύψω όλα όσα σκεφτόταν εκείνος ο άνθρωπος, τις λιγοστές στιγμές που του απομένανε σε τούτη τη γη. Στο νου του έφθασαν τα απλωτά πελάγη, ο εσπέριος ωκεανός , οι ατέλειωτες στρατιές του ενεστώτος χρόνου μα και όσες φθάνουν με ορμή από το μέλλον για να καταστρατηγήσουν όλα τα φριχτά που υπερασπίστηκε τούτη την εποχή ο κόσμος. Έψαξε εντός του να βρει τα πηγάδια, να ανεβάσει από τους βυθούς όλο εκείνο το νερό που ξεδιψάει τον άνθρωπο και ημερεύει την καρδιά του. Συλλογίστηκε για μια στιγμή μονάχα την Κατερίνα, εκείνη τη δεσποινιδούλα που σίγουρα τώρα θα βρίσκεται κάπου ανάμεσα στο πλήθος δακρυσμένη που η δική της ιστορία αγάπης πήρε τέτοια φριχτή τροπή. Θα ‘πρεπε να φροντίσει να μην φανερώσει το δεσμό της με εκείνο τον άνθρωπο, αφού κάτι τέτοιο θα κόστιζε και στην ίδια. Και ίσως οι φρουροί να την σέρνανε στο κατόπι του για να πληρωθεί έτσι όπως πρέπει το κρίμα εκείνου του βλάσφημου. Αν για κάποιο λόγο τώρα δα, σας έρθει στο νου η ιστορία του Ιούδα και η πράξη της προδοσίας, δεν θα είχατε διαπράξει κανένα μεγάλο σφάλμα, καθώς σήμερα υπάρχουν για μας ένα σορό αναγωγές. Αυτές λοιπόν θα αναδείξουν δίχως αμφιβολία το συσχετισμό των πραγμάτων, αυτές κάποτε θα φωτίσουν με επάρκεια το εσωτερικό αίνιγμα, την περιπλάνηση του πνεύματος που γυρεύει να ολοκληρώσει τη συναρμογή αυτού εδώ του κόσμου.
Ο άνδρας στέκει στο μέσον του κελιού. Είναι καταδικασμένος και εκείνος μα με τον άλλο τρόπο πια, εκείνον που δίνει μια μαρτυρία της ζωής του της ίδιας. Διαβάζει όσα διασώθηκαν στον νωπό ασβέστη και ρωτάει κάθε όνομα αν τάχα είναι ο κόσμος σκληρός. Κάποιος υπεύθυνος των ξεναγήσεων εισέρχεται στην κάμαρη. Του ζητάει ευγενικά να επισπεύσει κατά το δυνατόν την παρουσία του, καθώς δεκάδες άνθρωποι περιμένουν να εισέλθουν σε τούτο το μυστήριο. Σε μια προσπάθεια να νιώσουν το παρελθόν και τις φωτιές του, σε μια απόπειρα να εξιστορήσουν με το λόγο και το ένστικτο το μεγάλο έργο, αυτό που διαμορφώνει την ηρωική έξοδο των ανθρώπων μέσα από τη ζωή τους.
Ένα γκρουπ ηλικιωμένων Ισπανών πέρασε στο εσωτερικό της έκθεσης. Ο υπεύθυνος των ξεναγήσεων αρχίνισε να αραδιάζει την ιστορία αυτού του μέρους. Κάποιοι συγκινήθηκαν, κάποιοι δάκρυσαν και συλλογίστηκαν ποτέ ξανά, ποτέ ξανά. Ο άνθρωπος εκείνος περπάτησε στον ανθισμένο κήπο ανάμεσα σε άλλους πολλούς, παρατηρώντας όσους θαρραλέους εκτελούσαν παράτολμες πτήσεις πάνω από όλη ετούτη τη ρωμαϊκή παλιατσαρία.
Άφηνε πίσω του το μουσείο με τα εκθέματα και τις ιστορίες του. Στην εφημερίδα που στέγνωνε στα μανταλάκια του περιπτέρου, διάβασε για τον πλανήτη που καιγόταν αργά επειδή λέει, αψήφησε τη θέση του μες στον κόσμο. Του ‘ρθε στο νου ο μύθος του Ίκαρου, τα κέρινα φτερά του, το άδοξο τέλος του. Και αναρωτήθηκε πόσα βήματα είχε πια πραγματοποιήσει η επιστήμη μακρύτερα από τον Θεό. Έπειτα μαζί με το γκρουπ των συνταξιδιωτών του επιβιβάστηκε στο λεωφορείο και απομακρύνθηκε για πάντα από εκείνη την περιοχή, κοιτάζοντας το πλήθος που θύμιζε σε πολλά τις βελγικές παράτες του Ένσορ καθώς ο Χριστός εισέρχεται τις Βρυξέλες. Χαμογέλασε με την καρδιά του σαν διαπίστωσε, κάπως ανακουφισμένος πως όλα είχαν γεννηθεί μες στη φαντασία του. Όλα εκτός από τα ονόματα των μελλοθάνατων που παρέμεναν χαραγμένα στους πόρους του ξύλου και από τα οποία δεν ξεφεύγει κανείς.
Σε ένα χαρτί σημείωσε μια φράση που του’χε κάνει εντύπωση, μα που αγνοούσε αν τάχα την είχε μονάχος του σκεφτεί ή πάλι υπήρξε προϊόν κάποιας παλιάς καταχώρησης στα τρίσβαθα της ψυχής. Η αλήθεια φέρει μια εικόνα μεγαλοπρεπή που φανερώνεται ακόμη περισσότερο καθώς μεγεθύνεται ο κόσμος και έτσι αδιαμφισβήτητα μια εποχή σφραγίζει πίσω της το χρόνο και τις εποχές.
Αργότερα το γκρουπ αποχώρησε και εκείνος ο τραχύς κόσμος παραχώρησε τη σειρά του σε απέραντες εκτάσεις με πρασινάδα, με μια ομορφιά που εκπληρώνεται δίχως κόπο. Παντού στα σημεία εκέρδιζε την ανθρώπινη δυστυχία το ύφος που αποδίδει η φύση στα πράγματα διαμορφώνοντας την έννοια της αιωνιότητας. Ω,γλυκύτητα του κόσμου που δεν σε καταστρατηγεί καμία θλίψη, αντίο.
Η Λολα από την Βαλένθια
Εντουάρ Μανέ
Η Λόλα από την Βαλένθια, έχει στην καρδιά της τον ωκεανό. Και δυο μάτια πλοία σκοτεινά, που γελούν. Το φουστάνι, α το φουστάνι της, φέρει έναν ανθισμένο κήπο με σκούρο πράσινο ταφτά και απάνω μου φαίνεται ζωγραφισμένα κόκκινα λουλούδια. Ή θανάτους, δεν διαφέρει από την ομορφιά ο θάνατος, αντίκρυ της στέκει και κρυφογελά.
Εδώ την βλέπετε να ποζάρει στον ζωγράφο, με όλη της τη γυναικεία χάρη, στη στάση των ποδιών, στα κατάμαυρα μαλλιά και τις γωνιές του προσώπου της. Όλα θα τα πει το φως που αφήνει σκιές, εντείνοντας το χαμόγελό της.
Η Λόλα ποτέ δεν γονάτισε εμπρός στη φοβερή ζωή, όχι, αυτή δεν θα το έκανε ποτέ. Εξακολουθεί να υφαίνει το καινούριο της φουστάνι στον αργαλειό και ροδάνι κυλάνε τα όνειρά της, πως τάχα εξαργυρώνει τα θέλγητρά της.
Μου φαίνεται πως τίποτε από αυτά δεν ήταν στις προθέσεις του δημιουργού. Για εκείνον, η αναπαράσταση της ζωής, η τόλμη στη σύνθεση, ο άνθρωπος που αποδίδεται μες στην καθημερινότητά του ολόκληρος και φυσικός, αυτά στάθηκαν το μεγάλο ζητούμενο.
Σαν σήμερα πεθαίνει το 1883 ο Εντουάρ Μανέ. Μόλις έχει ξεκινήσει για την πιο συναρπαστική μυθολογία της τέχνης.
Το κορίτσι του μπαρ στα Φολί Μπερζέρ
Εντουάρ Μανέ
Ξέρετε, στα πιο πολύβουα μέρη του κόσμου μπορείτε να βρείτε τους πιο μόνους ανθρώπους. Ποτέ άλλοτε και κανείς σε ολάκερη την ιστορία του κόσμου, όμως δεν δοκίμασε ετούτο το πικρό ποτήρι που αναλογεί στο κορίτσι του μπαρ στα Φολί Μπερζέρ. Δείτε, χαμογελάει δυο αιώνες πίσω, το ξανθό και όμορφο κορίτσι που βρίσκεται εκεί για να εξυπηρετεί τους κυρίους, διαθέτει μια ζωή. Σερβίρει και χαμογελά και ίσως να πρέπει να ανεχθεί καμιά απρέπεια μα από ανθρώπους που το συνηθίζουν και γρήγορα γίνονται συνηθισμένοι αν και εξακολουθητικά, ίσως ακίνδυνα πια, ανάρμοστοι.
Αναρωτιέμαι πώς να την έλεγαν. Ίσως Μπεά ή Κατρίν ή Ζενεβιέβ ή πάλι ίσως να είχε ένα πολύ μοναδικό υποκοριστικό, κάτι που να παραπέμπει σε μικρό και χαριτωμένο ζώο. Θα ήθελα απόψε να την λένε Μπεά και να μου γελά καθώς μπαίνω σε εκείνο το μαγαζί για να κρατηθώ και εγώ, μια για πάντα στο φόντο της τέχνης, στο βάθος του καθρέφτη.
Μια ολόκληρη τάξη που ξεμακραίνει μαζί με το είδωλό της και σε πρώτο πλάνο η δροσιά της νιότης, η χάρη του αδοκίμαστου, η αθωότητα του καινούριου να κυριαρχεί στα σημεία.
Θα περάσει γρήγορα ο χρόνος Μπεά και είναι από αυτό η μελαγχολία που ίσως νιώθεις μες στη ζωγραφιά, κάτι σαν υπόνοια. Τώρα, Μπεά, καιρός να αγαπήσεις, να ζήσεις μες στον κόσμο που δεν ξαποσταίνει ποτέ.
Το μπαλκόνι
Εντουάρ Μανέ
[…Astor Piazzolla – Gary Burton: Vibraphonissimo…]
Η μέρα ήταν όμορφη και η ατμόσφαιρα όλη, διέθετε κάτι από τη χάρη των μυθιστορημάτων του Χένρι Τζέιμς. Έστεκαν οι τρεις τους στο μπαλκόνι με τα λευκά φορέματα του σπιτιού, νωθροί και σκεπτικοί, καθένας μες στον δικό του κόσμο. Κανείς δεν γνωρίζει τι τάχα να συλλογίζεται εκείνος ο άνδρας με το αδιάσειστο πνεύμα, το κορίτσι που γελάει μυστικά, επειδή έμαθε και είδε τι σόι πράγμα ακριβό που είναι το όνειρο. Και έπειτα η γυναίκα που ταξιδεύει και κάθε απόγευμα, που γυρνά λιγότερη, έχοντας αφήσει πίσω της ένα κομμάτι εαυτού, τι της συμβαίνει άραγε;
Εκείνοι οι δυο άνθρωποι έχουν γνωρίσει από πρώτο χέρι αυτό το δύσκολο παιχνίδι, το δίχως κανόνες. Και τ’άφθαρτο μέρος τους συνίσταται μοναχά σε μνήμη. Εκεί κοιτούν σε αντίθεση με το κορίτσι που πεθαίνει από κέφι για ζωή, που μας απευθύνεται μέσα από τον ιερό αριθμό των καλοκαιριών της.
Η Μάτση Χατζηλαζάρου έγραψε σχετικά πριν από δεκαετίες. Θυμάμαι όλες τις χαίτες των κοριτσιών που είναι ριγμένες επάνω στα μαξιλάρια του συμβατικού έρωτα. Μπορεί με αυτό ως εφόδιο να μπορεί να μιλήσει κανείς για το Μπαλκόνι του 1869 και την αμεσότητα που ‘χει το βλέμμα ενός κοριτσιού.
Α.Θ