Αντίο Καίσαρ

Καίσαρ Βαγιέχο

δυο λόγια για τον Περουβιανό ποιητή. Μια αφορμή το ποίημα του, “Καλοκαίρι”

Θαρρώ πως το καλοκαίρι σημαίνει την μικρή, ταπεινή του πατρίδα κάπου ανάμεσα στις σκαρφαλωμένες επαρχίες του Περού. Ίσως να ‘ναι αυτή που αποχαιρετά σε κάποιο από τα ποιήματά του, εκείνα που γράφτηκαν μεταξύ Παρισιού και Μαδρίτης, καρποί ενός σπάνιου ταλέντου και μιας κορυφαίας καλλιτεχνικής προσωπικότητας. Πικάσο, Μοντπαρνάς, Νερούδα και ένας ατέλειωτος αριθμός από φίλους και συντρόφους στεφανώνουν τη ζωή αυτού του ταπεινού τσόλο. Από μητέρα ιθαγενή και πατέρα λευκό κληρικό, γεννήθηκε ο Καίσαρ Βαγιέχο, ο Περουβιανός ποιητής που δεν έπαψε ποτέ να ονειρεύεται τα χωμάτινα καλντερίμια του μικρού του χωριού. 

Καλοκαίρι, πια και εγώ που φεύγω. Και πώς με πονούν,

εκείνα τα χέρια τα ειρηνικά μες στα δικά σου τ’απογεύματα. 

Έφθασες εδώ με την ευσέβεια για εφόδιό σου, έφθασες κιόλας γερασμένο και τώρα

αδειανή αφήνεις την ψυχή μου.

Στο Παρίσι θα ολοκληρώσει τις σπουδές του. Τις είχε διακόψει για οικονομικούς λόγους αλλά και εξαιτίας της άρνησής του να αποδεχτεί τον γάμο με κάποια δεσποσύνη που είχε εκθέσει. Τότε έχασε την άδεια διδασκαλίας και η ανέχεια τον κατατρόπωσε. Μες σε ένα εχθρικό περιβάλλον δραπετεύει για τη γαλλική πρωτεύουσα που τότε αρχίζει να μεταμορφώνεται σε λίκνο της μοντέρνας τέχνης. Εκείνος όμως, θυμάται και τραγουδά,

Ω καλοκαίρι, που περνάς μέσα από τις βεράντες με το φανταχτερό ροζάριό σου,

καμωμένο από αμέθυστο και χρυσάφι

ένας επίσκοπος δραματικός που ταξιδεύει όσο μακριά χρειάζεται

για να ‘βρει και να ευλογήσει τα σπασμένα δαχτυλίδια

δυο πεθαμένων εραστών.

Μες σε τούτη τη φαντασμαγορία της ανάμνησης, κάπου υπάρχει και ο Καίσαρας Βαγιέχο, μια φιγούρα, μια συλλαβή με αίμα μέσα της, πρόσωπο πικραμένο και μια ποίηση ξελογιασμένη και ένδοξη, από τα θαύματα του κόσμου. Ένας περουβιανός αρχάγγελος, ένας ταξιδιώτης προτού η Ευρώπη γίνει το καταφύγιο ολόκληρης της λατινικής Αμερικής, μες στη φριχτή της μοίρα, τη γεμάτη δικτάτορες και σφαγεία. Ο ποιητής μαθητεύει στο Παρίσι των αρχών του αιώνα μα δεν υποκύπτει στα θέλγητρά του. Για αυτόν υπάρχει μονάχα η ποίηση, η γραφή, η στράτευση στην ανάγκη του κόσμου, στη χαρά και τη θλίψη, για αυτόν κάθε στίχος τον κατευθύνει στο μεγάλο ταξίδι της ενηλικίωσής του. Κοιτάζει εμπρός του σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία και ίσως να αντικρίζει όπως ποτέ ξανά, τον μικρό κόσμο του χωριού του στο Περού, έναν κόσμο παρατημένο χωρίς λόγια, έξω από τον χρόνο. Λιτός, μια ένσαρκη αποθέωση της δωρικής του ποίησης, μια συνέχεια των υπαινιγμών που αφήνουν οι στίχοι του, φανάρια ολομόναχα στου μαύρου πλοίου του τα ύφαλα. Αρνείται το λιπαρό βίο του Παρισιού, γράφει με το περιττό μες στην καρδιά του, με μια σπουδή για το λιγόλογο, το μετρημένο και το εκφραστικό συνάμα. Είναι απλή, τόσο απλή η τέχνη της συγκίνησης και ο Καίσαρ Βαγιέχο την κατείχε, μια φορά και έναν καιρό. “Μια κραυγή εικοσάχρονου παιδιού, πνιγμένου μες στο αίμα του”, αυτό θα’ναι πάντα το τραγούδι της ποίησής του που συλλαμβάνει καθολικά τη ζωή, που την κοιτάζει με τα κόκκινα μάτια των ζωντανών να μακραίνει, να κορυφώνεται, να λυπάται και να αγαπά, να θυμάται.

Άκουσε, καλοκαίρι, εγώ φεύγω πια. Και εσύ κάποιον Σεπτέμβρη

θα βρεις το τριαντάφυλλο που ‘χω ειδικά αναθέσει στη δική σου φροντίδα

για να το θρέψεις με τ’άγιο νερό

μες στις μέρες του χαμού και της αμαρτίας

Σκέφτομαι τι να σημαίνει να μην βρίσκω κανέναν εντός μου. Συλλογιέμαι την ψυχή μου, πως την βρίσκω αδειανή από νοήματα και σημασίες, έτσι όπως το τραγουδά ο ποιητής. Σκέφτομαι εκείνη τη ζωή τη μυστική που γράφει τα ποιήματα του Καίσαρα Βαγιέχο, στίχοι γεμάτοι από την ψυχή των άλλων, λέξεις που φυλάνε το αποτύπωμα ενός ονείρου. Λέξεις, φράσεις, στροφές που μας διδάσκουν όσο και οι ποιητές, όσο και οι εποχές, όπως ένα καλοκαίρι, βουτηγμένο μες στην αθωότητα της ποίησης που αμφισβητεί την ωραία, μα τετράγωνη μορφή κάποιου παλιού στοχαστή. Βαθυστόχαστος και κρυπτικός, γνωρίζοντας σε βάθος τον ρυθμό του πόνου, ο Βαγιέχο θα αφήσει ένα διόλου ευκαταφρόνητο υλικό προς δημοσίευση. Ωστόσο, είναι βέβαιο πως του λόγου του, αυτό το περουβιανό αστέρι ενός άλλου καιρού, έκανε αυτό που είπε ο δικός μας , ιερομόναχος Διονύσιος. “Αναζήτησε το υψηλό μένοντας πάντα γειωμένος”. 

Μετά το θάνατό του, στα 1960 τα οστά του μεταφέρθηκαν στο κοιμητήριο του Παρισιού.  Και έκτοτε, μες στο μουχλιασμένο Παρίσι, με τις ολυμπιακές του πια προδιαγραφές, κάπου ανάμεσα στα κτίρια με τα βιομηχανικά στολίδια τους και την αρένα της Λουτέτιας με τη ρωμαιοκαθολική της δόξα, αποκοιμιέται ο ποιητής να σου κόβει την ανάσα εκατοντάδες τώρα πια, χρόνια. Και να ευωδιάζει βουνό, ποτάμι, ξύλο κέδρου και χώμα.

Α.Θ