True Lies

Καλό μήνα με Χάρη και Πάνο.
Και ας είναι ψέματα πως θα πάει, λέει καλά.

“Η μύτη του Πινόκιο μεγάλωνε κάθε που έλεγε ένα ψέμα. Και ο Ερωτόκριτος σύρθηκε στα ξένα θύμα της πλεκτάνης που τον ήθελε μακριά από την Αρετούσα του. Και τα ζώα του Αισώπου, ψέματα σκαρώνανε και εκείνα, τι νόμισες; Μόνο και μόνο για να καταλήξουν στην αλήθεια. Με μύθους προχωρά η ζωή μας, με μικρά και μεγάλα ψέματα σου λέω. Να ανοίγουν πληγές, την αλήθεια να σκοτώνουν, να μας προσφέρουν απλόχερα τη μαρτυρία τη διδακτική, να μας δείχνουν τον δρόμο που πρέπει κανείς να ακολουθήσει, για να φτάσει κάποτε στον εαυτό του που ήταν για πάντα της αλήθειας ένα συνώνυμο”.

Έτσι είπε και ύστερα σώπασε. Στην οθόνη της τηλεόρασης κάποιος δίνει υποσχέσεις από ένα μπαλκόνι. Κάθε τόσο οι από κάτω πανηγυρίζουν, εκείνος σταματά να μιλά και τους χαιρετά με τη ρεπούμπλικα του. Είναι ένα μπαλκόνι πλήρως ανακαινισμένο με φροντισμένους μαιάνδρους στα κάγκελα, με γύψινους γρύπες, φοβερούς, όλο στόματα ανοιχτά και βλοσυρά βλέμματα. Και όμως κανείς δεν κοιτάζει εκείνο το πολύ γουστόζικο μπαλκόνι και όλοι επικεντρώνονται στα ψέματα που αραδιάζει με στυλ και αποφασιστικότητα σταρ ο ομιλητής. Ανοίγει το ραδιόφωνο, ο Χάρης και ο Πάνος τραγουδούν. Ψέματα, ψέματα πες μου πως ήταν ψέματα και εκείνος ψιθυρίζει τους στίχους όσο στον τηλεοπτικό δέκτη τον ομιλητή διαδέχονται τα χαρούμενα πρόσωπα μιας διαφήμισης για οδοντόπαστα. Κανένα σύννεφο στις ζωές τους, όλα κάτασπρα και εν τάξει. Το κεντρικό πρόσωπο της διαφήμισης, με ψεύτικο ξανθό μαλλί μας δείχνει την οδοντόκρεμα, χαμογελάει, αρπάζει την τσάντα της και εγκαταλείπει το πανάκριβο διαμέρισμά της για να βρεθεί με έναν απολύτως τέλειο εραστή, από εκείνους που αφθονούν στις καμπάνιες. 

Καθόμαστε στο μπαλκόνι, κάτω η Κυριακή πεθαίνει κάθε ώρα και ένα βράδυ φθάνει από τα πεδινά. Μπορείς να το ξεχωρίσεις ανάμεσα στις κορφές, μπορείς να είσαι σίγουρος πως εκείνο το σκοτάδι και ο χρόνος που σέρνει ξωπίσω του, φαντάζουν τα πιο αληθινά πράγματα σε τούτη τη ζωή. Λέει “ο χρόνος” και χαμογελάει. 

Ακούγονται οι γόβες μιας κυρίας που περνάει από το δρόμο. Είναι όμορφη και το φουστάνι της τόσο ανοιξιάτικο, σαν ανθισμένο. Χορεύει το βολάν της και από όπου περνάει σπέρνει λουλούδια. Αυτή της η ομορφιά μοιάζει πέρα για πέρα αληθινή. “Τι κρίμα”, λέει εκείνος, “που τα στήθη της είναι από πλαστικό, τι κρίμα που έχει βαλθεί να αλλάξει το σχήμα της μύτης, να τραβήξει λίγο τα μάτια της, έτσι, για να νιώσεις πως ανάμεσά μας, ζουν και αγαπούν κορίτσια με σπάνια, εξωτική ομορφιά. Είναι όλα ψέμματα και η ομορφιά της μια ασορτί φθορά με την εποχή μας”.

Πέφτει η νύχτα, από παντού φθάνουν ειδήσεις. Μόνον οι εικόνες λένε την αλήθεια, όμως και εκείνες λερώθηκαν πια. Σκηνή πας ο βίος και παίγνιον γράφει στον τοίχο απέναντι μου. Κάποιος μοντέρνος επιγραμματοποιός της τρίτης χιλιετίας θα βρέθηκε εδώ και θα ‘γραψε αυτές τις λέξεις. Πόσο δίκιο θα ‘χε , πόσο πληγωμένη θα ‘ταν η καρδιά του, βασανισμένη από τ’αγριο ψέμα του καιρού μας που δεν υπακούει σε καμιά συνθήκη και όλο και αγριότερο, ρυθμίζει τις στροφές της ζωής μας. 

Η ώρα πέρασε. Σαν ψέμα φαντάζουν όλες μας οι καλές στιγμές, τα όνειρά μας που βγήκαν αληθινά. Εκείνος γλίστρησε σαν χίμαιρα και χάθηκε. Τώρα τον ψάχνω μες στα δωμάτια που παλιώνουν. Πότε χάθηκε, άραγε να μην ήταν αληθινός, μόνο της φαντασμένης μου μοναξιάς το κύμα; Ποτέ δεν θα μάθω. 

Μα δεν υπάρχει κανείς και είναι ώρες τώρα, μες στη μοναξιά μου που σκέφτομαι, ψέμα θα’ταν η παρουσία του. Και όλο στέκω εμπρός στον καθρέφτη και όλο λέω πως μήτε και εγώ είμαι αληθινός, μόνο ένα σήμα απελπισμένο ανάμεσα στα χιλιάδες που  κυλάνε εκεί έξω, ένας άνθρωπος ανεπίδοτος, μια αγάπη ξεπερασμένη. 

Δυναμώνω την ένταση στο ραδιόφωνο. Ο Χάρης και ο Πάνος υπακούν δίχως αντίρρηση. Στα ερτζιανά φίλε μου κυκλοφορούν ελεύθερες οι αλήθειες μας. Είναι πια τόσο αργά και εμείς στο τέλος της περιπέτειας έχουμε πιστέψει τα πάντα, ακριβώς γιατί ετούτη η εποχή φαντάζει απίστευτη και ανεπανάληπτη. Κοιτάζω στον καθρέφτη την εποχή μας που ψευτίζει. Θυμάμαι εκείνη την κοπέλα που χαλούσε την γειτονιά με το βάδισμά της, θυμάστε, το βολάν, η άνοιξη, όλα εκείνα τα αδιαπραγμάτευτα; Τα ξαναφέρνω στο νου μου και ο Σοφοκλής μου κλείνει το μάτι πίσω στους χαμένους αιώνες. Αλλ’ ουδέν έρπει ψεύδος εις γήρας χρόνου. Θα συμφωνήσω γελώντας πικρά. Ίσως και εγώ τώρα δα να ψεύδομαι.

Μέχρι να περάσει η νύχτα, η ομορφιά εκείνου του κοριτσιού θα ‘χει σπάσει. Καλό μήνα μου λέω, αν ετούτο το ξόδεμα του χρόνου ήταν ποτέ αληθινό και δεν σημαίνει απλά ένα παρόν που κρατάει για πάντα. 

Α.Θ