Ο Δημητράκης λέει το ποίημα

Μια ιστορία πρώιμης ανοίξεως, δειλής

Ξημέρωσε και πήρε εμπρός το σπίτι. Άναψε η μάνα του τη φωτιά, πάγωνε η άνοιξη και ήταν δειλά, τόσο δειλά τ’άνθη που προβάλλανε εδώ και εκεί. Τι να κάνει μια φωτίσα τόση δα;

Θα’ρθει η άνοιξη βρε μάνα φέτος, ρώτησε ο Δημητράκης μέσα από την κάμαρη.

Θα’ρθεί Δημητράκη μου, άντε σήκω να πας να την εφέρεις ματάκια μου.

Και ο Δημητράκης ντύθηκε και πήγε στο κατώι. Κοίταξε απ’όξω, παγωνιά παντού και ένα δειλό πρωινό.

Μωρέ μάνα, πού την είδες που ‘ρθε την άνοιξη;

Η πόρτα χτύπησε.

Σύρε Δημητράκη μου να ανοίξεις, του’πε η μάνα του που ‘χε καταπιαστεί με την πυροστιά. Η πόρτα άνοιξε και απ’έξω στεκόταν ο κύριος Διευθυντής. Που τον έβλεπε ο Δημητράκης και του κοβόταν η μιλιά και επάγωνε και η καρδιά του έσφιγγε σαν έτοιμη να σπάσει.

Καλημέρα Δημητράκη παιδί μου, είναι αυτού η μάνα σου; ρώτησε ο κύριος Διευθυντής.

 Και ο Δημητράκης κατάπιε μια στάλα και έβαλε φωνή.

 Μάνα, μάνα σαν τάχα να ‘χε ξεσπάσει φωτιά ή να ‘χε προβάλλει ένας τρομερός κίνδυνος.

 Τι ‘ναι βρε Δημητράκη μου; Αλαφιάστηκε η μάνα του.

 Ο κύριος Διευθυντής, ο κ-κ-κ-κ-κ-κύριος Διευθυντ-τ-τ-τ-ής μ-μ-μ–μ-μ-μάνα μου, είπε κυριευμένος πάλι από εκείνο το ελάττωμά του που δεν έλεγε να τον αφήσει.

 Καλώς ορίσατε κύριε Διευθυντά μου. Σύρετε να σας φτιάξω έναν καφέ. Πώς τον επίνετε;

 Αφήστε το τον καφέ. Θα περάσω άλλη φορά, μα τώρα ο σκοπός είναι άλλος, σαν να λέμε εκπαιδευτικός. Υψηλός σαν λέμε, σκοπός εθνικός.

 Η μάνα τον ρώτησε τι τάχα να ‘τρεχε και ο κύριος Διευθυντής της είπε πως έπρεπε να βάλουν τον Δημητράκη να απαγγείλει ένα ποίημα. Κάποιος είχε αρρωστήσει, ο Γιώργης της Ειρήνης και η φωνή του δεν έβγαινε. Και έτσι όλοι είπαν, να φέρουμε άλλον. Το χτύπημα ήτο σοβαρό, της είπε ο Διευθυντής μα έπρεπε να αντιμετωπιστεί. Και ο Δημητράκης ήταν αναγκασμένος να λάβει μέρος στη γιορτή. Συγκινήθηκε η μάνα του, άναψε και το καντήλι και είπε στον κύριο Διευθυντή να ξανάρθει, πως του χρωστά κέρασμα για τα καλά τα νέα που θέλουν τον Δημητράκη της να απαγγέλει στίχους στην ωραία εορτή.

Τ’ακούς Δημητράκη μου; Ποίημα θα πεις. Μωρέ τι όμορφος θα ‘σαι, θα σου σιάξω και τον γιακά και το σακάκι του πατέρα σου. Τι περηφάνια Δημητράκη μου, τι περηφάνια. Από τότε που πέθανε, δεν πήρε άλλη χαρά. Μα’ρθε τούτη εδώ, αχ Μελέτη μου, πού’σαι να δεις τι κατόρθωσε ο Δημητράκης μας!

 Μα εκείνος πάνιασε και η καρδιά του λύγισε. Πώς να απαγγείλει το ποίημα έτσι που  ιδρώνει για να πει μια λέξη; Τον έπνιξε η αγωνία και το σπίτι δεν τον χωρούσε. Εκείνος που δεν μπορούσε μήτε μια λέξη να πει θα ‘πρεπε να αντικαταστήσει τον Γιώργη, να πει το ποίημα.

Στάθηκε μια στάλα, είδε την εκκλησιά του χωριού πέρα μακριά που’χε μακρύνει. Γύρεψε στην τσέπη του το χαρτί με το ποίημα. Έβαλε αντίκρυ του τα πουρνάρια και τις θημωνιές και τα άλλα τα πλάσματα του λόγγου και προχώρησε στην απαγγελία. Στην Ψ-ψ-ψ-ψ-ψαρών την ολόμ-μ-μ-μ-αυρη ράχη, π-π-π-περπ-π-π-ατ-τ-τ-τεί η δόξα μονάχη. Τι προσπαθεί, πικράθηκε η καρδιά του, το ‘χασε όλο του το κουράγιο. Δεν είναι αυτός για τέτοια μεγαλεία. Και η μάνα του θα στενοχωρηθεί που δεν μπορεί και εκείνος σαν τα άλλα τα παιδιά να πει το ποίημα, να ξεχωρίσει ανάμεσα στα άλλα τα παλικαράκια. Απελπισία σκέτη τον έπνιξε και είπε να ριχτεί στο φαράγγι να τελειώσει τούτη η χαμοζωή. Το ‘πε και ο παπάς καθαρά στο κήρυγμά του σαν είχε έρθει στο σχολειό. Κείτονται εκεί, τον αγέραστο έπαινο έχοντας. Πού να σταθεί άξιος ο Δημητράκης για ένα τέτοιο εγκώμιο, πώς;

Ανέβηκε ψηλότερα ως το Καρφί που ήταν η ψηλότερη κορυφή, σαν εικονοστάσι στεκόταν πάνω από το χωριό και πάνω από την άνοιξη που γεννιόταν κάτω από τα χώματα, μυστική ακόμη και θυελλώδης, μια εποχή συνταρακτική. Σκαρφάλωνε και δεν κοιτούσε πίσω του να ιδεί τον Διευθυντή και τον Χωροφύλακα και τη μάνα του λίγο πιο πίσω, ίδια με αγριοκάτσικο να σκαρφαλώνουν την πλαγιά , όλο αγκομαχητά και αγωνία.

Πάει το παιδάκι μου έλεγε και ξανάλεγε και έβαζε με το νου της που τον εβρίσκανε σκοτωμένο τον Δημητράκη με το ποίημα στην καρδιά του.

Και σαν ανταμώσανε μαζί του, τον πήρανε με το καλό. Βρε Δημητράκη μου, είναι λόγος μωρέ για ένα ποίημα να χάσεις τη ζωή σου; Εσύ είσαι λεβέντης και άμα δεν μπορείς να πεις το ποίημα, δεν χάλασε ο κόσμος. Εσένα βαστάνε τα χέρια σου και έχεις γερά ποδάρια και αύριο μεθαύριο θα φέρνεις τούμπα τούτη τη γη. Άντε παιδάκι μου, του ‘πε η μάνα του, κατέβα κάτω που ‘χω την ψυχή μου στο στόμα και να την κρατήσω δεν το μπορώ.

Και ο Δημητράκης την λυπήθηκε που θα ‘χε το μονάκριβό της στο χώμα. Και είπε να κάνει ακόμη μια προσπάθεια, μήπως και όλη ετούτη η συγκίνηση να θρεψε το τραύμα του.

Άντε Δημητράκη μου, πες το να το ακούσουμε.

 Και με μια φωνή στεντόρεια, μια φωνή μεγαλειώδη, δίχως λάθη και δισταγμούς, είπε το ποίημα. Και λέγοντας εκείνο το, στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη, δίχως λάθη, με μια άφταστη μελαγχολία, ο κύριος Διευθυντής στο κούτσουρο καθισμένος, σηκώθηκε και χειροκρότησε και σκούπισε τα μάτια του που ‘χαν τόσο πολύ συγκινηθεί.

Μπράβο Δημητράκη μου, μπράβο είπε η μάνα του και ο χωροφύλακας έριξε δυο φορές στον αέρα, διαπνεόμενος από αισθήματα εθνικά, της εξάρσεως. Πολλοί λογαριάσανε εκείνα τα βόλια για φονικό και σφίχτηκε η καρδιά τους. Μα ήταν από χαρά εκείνα τα βόλια που ‘μελε να κάνουν καλύτερη τη ζωή του παιδιού, γλιτώνοντάς τον από της ψυχής του τα καμώματα.

 Τα χρόνια περάσανε και τώρα ο Δημητράκης κοιμάται στα μαρμαρένια αλώνια. Μα εκείνο το ποίημα δεν διαβάστηκε από άλλον και μόνο με τη φωνή του Δημητράκη κατορθώθηκε να μεταδοθεί το συναίσθημα του αγώνα που υψηλός για πάντα θα μένει. Μέτρο και στάθμη στέκει για τα κατοπινά παιδιά.

 Και η μανούλα του, μια Άννα Κομνηνή, λέει ο μύθος. Πάντα, πριν τα χοροστάσια , κάθε τέτοια μέρα πραγματοποιείται δέηση για αυτήν και για τον Δημητράκη που ξεπέρασε τον εαυτό του και μας συγκίνησε μοναδικά εκείνο το πρωινό πέρα στον λόγγο, πέρα στην ερημιά , εκεί που κρατιέται ολάκερη η Ελλάδα από της ελιάς τη ρίζα και από τη μνήμη της τη λαμπρότατη.

Α.Θ