Sunday Times

να μεσιτεύει
υπέρ ημών
ο έρωτας

Σκηνή από έργο ελληνικό

(Σκηνικό κυριακάτικου τραπεζιού. Στο φόντο ένα χωμάτινο μονοπάτι, κάτι πέτρινα καλύβια, μερικά αγροτικά μηχανήματα και τα βουνά. Όλοι μοιάζουν απασχολημένοι με τα πιάτα τους που δεν αδειάζουν ποτέ. Ανάμεσα στο πλήθος κάπου ανάμεσα στους παρευρισκόμενους κάποιος ντυμένος στρατιωτικά. Όλοι του μιλούν και εκείνος γνέφει καταφατικά, μόνο καταφατικά.)

Θείος Ανδρέας: Τα ωραιότερα χρόνια είναι του στρατού, να ξέρεις, αγόρι μου. Φιλίες, σκανταλιές, κορίτσια, δεν συμμαζεύεται. 

Θείος Μίμης: Ε,  πώς, και τα άλλα τα χρόνια έχουν το γούστο τους. Τι ζάφτι να κάνουν οι καραβάνες, οι οπλοβαστοί, οι κουραμάνες; Ζωή είναι αυτή; Τα χρόνια, αγόρι μου, τα καλά τα χρόνια είναι τα φοιτητικά. Αυτά, μάλιστα, και αν είναι χρόνια. Δώσε μου τη σαλάτα Αντιγόνη. 

Αντιγόνη: Ούτε μηρυκαστικό να ήσουν βρε Μίμη μου. Έχεις βοσκήσει όλο το τραπέζι. 

Θείος Μίμης: Και τι με αυτό ρε γυναίκα; Τις μπουκιές θα μου μετράς κιόλα; Άει σιχτίρ!

Μητέρα θείου Μίμη: Φάε παιδάκι μου. (γέρνει προς το μέρος του) Να πάω να σου κόψω μια δική σου να την γλεντήσεις; Αυτή θα σε φάει παιδάκι μου.(κοιτάζει υποτιμητικά τη γυναίκα του)

Θείος Μίμης: Άσε με ρε μάνα, μην αρχίσω τις βλαστήμιες μέρα που είναι! Θέλεις να υποδεχτούμε με Παναγίες τον Γιωργάκη μας; Τι θες τώρα, τι καταλαβαίνεις;

Μητέρα θείου Μίμη: Καλά παιδάκι μου, καλά.

Αντιγόνη: Πάντως, Γιωργάκη μου, κάτι άλλαξε επάνω σου. Πότε ήσουν μικρούλης, να τόσος δα, μες στα φουστάνια της μάνας σου. (σιωπή και αμηχανία)

Θείος Ανδρέας: (σιγανά) Αυτά μας φάγανε.

Κατίνα (μητέρα Γιωργάκη): Τι θέλεις να πεις Ανδρέα; Μήπως θα μας πεις ότι φταίω και εγώ, τώρα;

Θείος Μίμης: Σωπάτε τώρα, φάτε το ψητό, άμα κρυώσει δεν κόβεται. Για φάτε.

Κατίνα: Όχι, όχι, να μας πει ο αδερφός σου τι τάχα εννοεί. Το ‘φαγε το παιδί, λες και έκανε κανένα έγκλημα.

Θείος Ανδρέας: Το χάσαμε το παιχνίδι κυρά Κατίνα, τ’ακούς; Το χάσαμε.

Κατίνα: Τίποτε δεν χάσαμε. Κοίτα τον μωρέ τι λεβέντης γίνεται, άνδρας σωστός.

Θείος Μίμης: Ε, όχι και άνδρας! (βάζει τα γέλια, η Αντιγόνη τον σκουντάει και αυτός συνέρχεται)

Κατίνα: Μπα; Τι μας λες ρε Μίμη; Εσύ δηλαδής λογαριάζεσαι περισσότερο για άνδρας; Ένα και δύο με τα χέρια στην ανάταση; Για ιδές τε!

Θείος Μίμης: Για πρόσεξε Κατίνα, πολύ αέρα πήρατε. Δίκιο είχε η μάνα μου. (εκείνη γνέφει με ένα αρνίσιο μπουτάκι στα χέρια της)

Αντιγόνη: Και τι είπε η μάνα σας; (πιο δυνατά προς την ηλικιωμένη) Για πείτε μας κυρά Τασία, τι λόγια έχετε αλλάξει με τους κανακάρηδές σας; Για να ακούσουμε και εμείς δηλαδής που πλέουμε σε άγνωστα νερά. Ορίστε μητέρα!

Θείος Μίμης: Δεν κατάλαβα δηλαδή κυρά Αντιγόνη. Θα ζητήσετε το λόγο από τη μανούλα μου που βγήκε ο Γιωργάκης σας ντιντής;

Θείος Ανδρέας: (με το δικό του αρνίσιο μπουτάκι) Η αλήθεια να λέγεται, ε Γιωργάκη;

(Ο Γιωργάκης ανακατεύει το φαγητό του και χαμογελάει συγκαταβατικά, δίχως να κοιτάζει κανέναν)

Κατίνα: Φάει παιδάκι μου, αδυνάτισες. Που πήγαν τα παχάκια σου; Σε φάγανε τα σχοινάκια και τα περίπολα πουλάκι μου. (προσπαθεί να ταίσει τον Γιωργάκη)

Θείος Μίμης:Είναι χορτάτος μωρέ, για αυτό δεν τσιμπολογάει! (γελάει δυνατά)

Αντιγόνη: Είσαι γάιδαρος! Ε , τι να σου πω;

Θείος Μίμης: Εγώ θα λέω ότι θέλω, άιντε μην σου αστράψω καμιά και εσένα.

Αντιγόνη: Καλά Μίμη μου, συμπάθα με.

Θείος Μίμης: Σκάσε!

Κατίνα: (χαμηλόφωνα) Άξεστοι.

Θείος Ανδρέας: (θυμωμένα) Ε, δεν τρώγεσαι πια! Αμ καλά έκανες και έβγαλες τον πούστη, κάνεις και την ενοχλημένη τώρα! 

Κατίνα: Ανδρέα, δεν σου επιτρέπω!

Θείος Ανδρέας, θείος Μίμης και η μητέρα τους με μια φωνή: Α, να χαθείς, παλιοθήλυκο! (προς τον Γιωργάκη) Φάει λίγο ψητό παιδάκι μου, και οι πούστηδες πρέπει να τρώνε. Τι να κάνουμε; Να σας αφήσουμε να πεθάνετε; Εμείς είμαστε Χριστιανοί, εσείς είστε του Σατανά αλλά τέτοιο Θεό έχουμε εμείς, φιλέυσπλαχνο. Άντε φάε κάτι να καρδαμώσεις. 

Θείος Μίμης: Να πιεις και λίγο κρασάκι βρε παιδάκι μου, μπας και γελάσει λίγο το χειλάκι σου. Δεν χάθηκε και ο κόσμος, πούστης είσαι (γελούν οι τρεις τους με την ηλικιωμένη μητέρα)

Αντιγόνη: Να μην πιει το παιδάκι. Στρατιώτης είναι, τι συνήθειες είναι αυτές; Πώς θα μας φυλάς Γιωργάκη μου μεθυσμένο;

Θείος Μίμης: Αμ δεν μας φυλάει, τους βλάμηδες παραφυλάει! (γελά)

Θείος Ανδρέας: Ωραία που τα λες ρε αδερφέ!

Κατίνα: Μην λες άλλα τέτοια Ανδρέα μου, θα μου το πληγώσεις το παιδί.

Θείος Μίμης: Μωρέ Γιωργάκη; (κάνει να τον κοιτάξει μα ο νεαρός λείπει. Τον βλέπουμε στο φόντο που φεύγει με ένα σάκο.) Γιώργη! Γιώργη!Πού πήγε ρε;

(Η Κατίνα τρέχει πίσω του, ο θείος Ανδρέας βλαστημάει και παραπατάει μεθυσμένος, ο Μίμης συνοδεύει τη μανούλα του φωνάζοντας “ουστ πούστη, ουστ!”. Ο Γιώργης γυρνάει και τους κοιτάζει. Ανάβει μια φωτιά με ένα δεμάτι. Κερνάει με φλόγες το τρακτέρ, τα λάστιχα, το περιβόλι. Τους αποχαιρετά, κάθε τι παλιό το αποχωρίζεται. Η φωτιά φουντώνει, οι άνδρες μεθυσμένοι προσπαθούν να σώσουν ότι σώζεται. Πίσω από τη φωτιά ο Γιώργης στέκει με το σάκο του. 

Ένα αυτοκίνητο σταματά. Ένας άλλος νεαρός στέκει πλάι στον φαντάρο. Τον παίρνει αγκαλιά, δίνουν ένα φιλί και τώρα δεν ακούγεται τίποτε από τα λόγια των παλιών. Με τους δυο εραστές πίσω από την πυρκαγιά και με τους άλλους να προσπαθούν δίχως αποτέλεσμα να σώσουν το περιβόλι, η σκηνή παίρνει τέλος. Οι δυο νέοι φεύγουν. Ακούγονται οι στίχοι ενός τραγουδιού καθώς ξεμακραίνουν. “Τρύπα στη γεωγραφία, Διδυμότειχο μπλουζ, αδειανή φωτογραφία, του παράλογου η θητεία”. Ο κόσμος δεν αλλάζει Γιώργο.)

Α.Θ