Ο Παππούς μου ο Ηρώνδας

Λίγες κουβέντες για τους
“Επτά Μιμίαμβους”
του Ηρώνδα
σε μετάφραση
Στέφανου Κουμανούδη και
Σωτήρη Κακίση

Ο χρόνος είναι ο χειρότερος εχθρός λένε τα τραγούδια. Πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώτικα για τον Ηρώνδα. Θα μου πείτε πώς ήρθε και κούρνιασε εδώ δίπλα μου στο τραπέζι αυτός ο αρχαίος τύπος. Θέλεις το σαββατόβραδο που γυρεύει να σου φτιάξει το κέφι με κάθε τρόπο, θέλεις εκείνο το καβαφικό προοίμιο που αναγνωρίζει στον Ηρώδα ή Ηρώνδα κάτι το εκλεκτό. Η αλήθεια είναι πως με τα τρία του ονόματα μου θυμίζει εκείνους τους καταζητούμενους με τα αναρίθμητα ψευδώνυμα που καταλαμβάνουν αρκετό χώρο στις σελίδες της δικογραφίας. Όπως και να’χει πετυχημένη παραμένει η αναγωγή, αφού ένας τέτοιος καταζητούμενος των αιώνων είναι και ο συγγραφέας των Επτά Μιμίαμβων που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Νεφέλη το 1996.Οι Στέφανος Κουμανούδης και Σωτήρης Κακίσης αναλαμβάνουν να μεταφράσουν τη λέξιν και όχι το νουν σε αυτά τα χαριτωμένα σκετσάκια που συνοψίζουν σκηνογραφίες της κοινωνικής ζωής ενός βυθισμένου καιρού.

Και οφείλει κανείς να σταθεί σε αυτό το νουν επειδή απόψε λογαριάζω πως αν μπορεί με κάποιον τρόπο να κρατηθεί ζωντανή η παράδοση, αυτός δεν είναι άλλος από τη μετάφρασή της στο τώρα, σε αυτό το επίκαιρο, το κραταιό που χαρίζει στα πράγματα μια άλλη ταυτότητα δίχως να αλλάζει το παραμικρό μες στα στοιχεία τους τα πιο συνθετικά. Η λέξις μετατρέπεται στο μέσο, στο όχημα που λένε όσο ο νους προσθέτει το απόσταγμα της συγκίνησης. Όχι για τη μαρτυρία που έρχεται από μια άλλη ανθρωπότητα, ξένη – μόνο λιθάρια γνωρίσαμε εμείς και μες στην ουσία ποτέ δεν βαπτιστήκαμε, κάπου το γράφει ένας ποιητής “λίγα”, λέει, “τριμμένα αρχαία πάνω στις ζωές μας” σκορπίσαμε.

Η αξία της μετάφρασης των Κακίση, Κουμανούδη αφορά πρωτίστως το ζωντάνεμα ενός κόσμου που δεν έπαψε να μας συναρπάζει. Όχι με τη φόρμα του που χωρούσε ένα σωρό ρυθμούς και ρεύματα, αλλά με τον βίο του τον ελληνιστικό, τη κοσμοπολίτικη ζωή με τα χίλια της τερτίπια και με τις τρυφερές της χειρονομίες. Αυτό το σύμπαν το ανασταίνει η μετάφραση και επαφίεται πια στην ευφυΐα του κειμένου που μπορεί και αποδίδει τις λεπτομέρειες, όσες μέχρι πριν μένανε κρυμμένες. Θραύσματα του ύφους και της ηθικής ενός κόσμου που μονάχα με σινιάλα σήμερα μας μιλά. Ίσως η ουσία του να παραμένει καλά προστατευμένη σε αυτούς τους Επτά Μιμίαμβους, ίσως πάλι μες στη σιωπή του τερπνά να λαλεί ακόμη το πνεύμα αυτών των ανθρώπων. Και είναι δροσεροί και επίκαιροι οι διάλογοι αυτού του ιδιότυπου θεάτρου που ανθεί στο βιβλίο των εκδόσεων Νεφέλη. Με έναν πόθο και ένα ιδανικό ατημέλητο, ή εμπρός στην μεγάλη τέχνη ή πάλι μες στο θυελλώδες νάζι της αγάπης, με τα φερσίματα και τις παγαποντιές της οι ηρωίδες και οι ήρωες των Επτά υπέροχων Μιμίαμβων που γράφονται κάπου στα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ. δεν διαθέτουν τίποτε το μυθολογικό. Πρόκειται για ανθρώπους τυχαίους και συνηθισμένους που όμως χαριτωμένα μας παραχωρούν μια αυθεντική μαρτυρία των τρόπων τους των κοινωνικών, των αστείων, μιας ειρωνείας λεπτής, φορεμένης σε μια γλώσσα εκφραστική, δίχως ποτέ τίποτε να ξεπερνά το μέτρο.

Αν και ο Ηρώνδας, αυτός ο καταζητούμενος του χρόνου – θυμάστε; – παραμένει μια μυστηριώδης φιγούρα καλά βαλμένη μες στους καταλόγους της παγκόσμιας φιλολογίας, εντούτοις το έργο του γνώρισε αξιοθαύμαστη φήμη. “Από το 1891”, μας πληροφορεί το σύντομο μα περιεκτικό προλογικό σημείωμα του Στέφανου Κουμανούδη, “ως το 1900 ο F.G. Kenyon δημοσίευσε στη σειρά Classical Texts from Papyri in the British Museum αποσπάσματα εκτεταμένα που χωρίς καμιά αμφιβολία άνηκαν σ’έναν ποιητή γνωστό ήδη με το όνομα Ηρώνδας ή Ηρώδας ή Ηρώδης. Απ’τα τρία αυτά ονόματα έχει επικρατήσει το πρώτο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι και το πιο σωστό. Πολύ πριν τη δημοσίευση του Kenyon γνωρίζαμε τον Ηρώνδα”, συνεχίζει ο Κουμανούδης. Μας δίνει τις απαραίτητες κατευθυντήριες οδηγίες, μες στον χρόνο τοποθετεί τους Μιμίαμβους. Και έτσι σκιαγραφεί για χάρη μας, χάρη στην ιστορική καταγραφή, το περιβάλλον μες στο οποίο ο Ηρώνδας θεμελίωσε αυτό το εύθυμο έργο, το γεμάτο σιωπηρά διδάγματα και αυθεντικές εκδοχές των ανθρώπινων πραγμάτων. Το κάνει και εμείς ευθύς αντιλαμβανόμαστε τη θέση από την οποία υφαίνει τα πορτραίτα του. Εκδοχές που μπορούν ωραιότατα να σταθούν και στο σήμερα, παρά τη ρηχή του κριτική ικανότητα, παρά το γεγονός πως μπορούμε να αναμετρηθεί μόνον με τις επιφάνειες, χάνοντας οριστικά τη σχέση μας με τους ρυθμούς τους πιο εσωτερικούς, με τα ρεύματα τα υπόγεια που κυλούν ίδιες φλέβες του κόσμου, εκεί έξω.

“Επί αιώνας μένοντες κρυμμένοι
εντός του σκότους Αιγυπτίας γης
μέσω τοιαύτης απελπιστικής σιγής
έπληττον οι μιμίαμβ’οι χαριτωμένοι

αλλά επέρασαν εκείν’οι χρόνοι,
έφθασαν από τον Βορρά σοφοί
άνδρες και των ιάμβων επαύσ’η ταφή
κ’ η λήθη…}

Και αν στα 1892 ο Κωνσταντίνος Καβάφης σκαρώνει ένα ποίημα για χάρη αυτού του Ηρώνδα του εύθυμου και του περιπαιχτικού, ετούτο δεν φανερώνει μονάχα τη διάδοση του έργου του αρχαίου ποιητή. Η καβαφική προτίμηση, η λεπτή εκτίμηση που εκφράζεται μες στους στίχους τους καβαφικούς πιστοποιεί τη φρεσκάδα των έργων του, μια δροσιά ατέλειωτη που γίνεται αντιληπτή μες στα χρόνια, πάντα σαν κάποιος μελετητής ή αναγνώστης ανταμώσει με τις σελίδες των έργων. Ευθύς θα πιαστεί από τις υπεροψίες, τους έρωτες, από ένα πνεύμα καταιγίδας που διατρέχει τις τόσο ανθρώπινες και οικείες σκηνές. Μεμιάς θα αντιληφθεί την έννοια της Κωμωδίας που μετεξελίχθηκε μέσα από τη μίμηση και την εκφραστική χορογραφία στο έργο το μικρό ή το μεγάλο. Αυτή η λέξις που έξοχα μεταφράζουν οι Κακίσης και Κουμανούδης δίχως να υπακούει σε στείρες, φιλολογικές προσεγγίσεις, καθίσταται γεφύρι για να περάσουν αργότερα οι ποιητές, όσοι μπόλιασαν το θέατρο με την ανθρωπιά και με τα θαύματά της.

Μα φθάνουν αυτά. Άλλοι καλύτεροι από εμένα μπορούν να κατατάξουν την τέχνη του Ηρώνδα, άλλοι θα επαληθεύσουν την εκτίμηση που της χρωστούμε. Ίσως πιαστούν και εκείνοι από τούτη εδώ τη μετάφραση που κυκλοφορεί συμπληρώνοντας πια σχεδόν τρεις δεκαετίες βίου εκλεκτού. Περιδιαβαίνω τις ιστορίες, “Η τσατσά”, “Υποδήματα”, “Οι θρήσκες” , “Ο Δάσκαλος”, “Η ζηλιάρα”, “Νταβατζής” και “Οι φιλενάδες” οι τίτλοι τους. Διαθέτουν ένα στοιχείο αμεσότητας που κανείς το συναντά μονάχα στη μουσική ή το τραγούδι αυτές οι μεταφράσεις. Και ο χρόνος διαστέλλεται – πρέπει κανείς να πέσει θαρραλέα μες σε μια μαύρη τρύπα και ευθύς θα ταξιδέψει μες στον χρόνο, όπου η καρδιά του επιθυμεί, λένε. Και οι ιστορίες βρίσκουν ακόμη μια ευκαιρία για να ζήσουν. Η Μητρίχη, η Θράσσα, ο Λαμπρίσκος ο δάσκαλος, ο Κότταλος, οι δούλοι και ένας ολόκληρος θίασος μπλέκουν σε αστείες ιστορίες.

Όμως εγώ βρίσκω πιο νόστιμη από όλες – και ίσως πιο προφητική – εκείνη την επισήμανση που κάνει η Κυννώ στη φίλη της την Κοκκάλη στις εύθυμες “Θρήσκες”. Τους λίθους έξουσι την ζωήν θείναι γράφει ο Ηρώνδας στους αρχαίους παπύρους και ο Στέφανος Κουμανούδης με τον Σωτήρη Κακίση μεταφράζουν. Και θα τα ζωντανέψουν οι άνθρωποι τα λιθάρια. Και νιώθει κανείς γλαφυρή την προφητεία του γερό Ηρώνδα που από τον τρίτο του αιώνα, περιμένει πως κάτι θα φανεί, κάτι σπουδαιότερο και από την τέχνη που γεννά τέτοια θαύματα. Για αυτή τη φαντασία, για τον στίχο που γίνεται κλασικός, καθώς μας αφορά και ίσως να δίνει τον τόνο της φιλοδοξίας μας, βρήκα κατοπινό μου τον Ηρώνδα. Το νόημα που επισημαίνει το προλογικό σημείωμα του Κουμανούδη βρήκα δικαιωμένο, καθώς μες στην επίκαιρη λαλιά τους τα εργάκια του παππού Ηρώνδα τοκίζουν το νόημά τους, ξανά και ξανά. Το δαιμόνιο του σπάνιου ταλέντου, αυτού που αναγνωρίστηκε από τους μελετητές και δίχως αμφιβολία αποδόθηκε σε αυτόν τον γνωστό μας άγνωστο, το δαιμόνιο σας λέω, αυτό που μας επιτρέπει να κοιτάξουμε πίσω από τις ρωγμές του χρόνου, ίσαμε να βρούμε το όνειρο που μας ανέθρεψε πίσω από τα πολύχρωμα τα χρονικά.

“Ηρώνδας μνημονεύεται υπό του Αθηναίου. Έλλην μιμογράφος, Δωριεύς, ζήσας τον Γ αιώνα π.χ. , πιθανότατα εκ της νήσου Κω”, γράφει το βιογραφικό του συγγραφέα στον μέσα κόσμο της έκδοσης της Νεφέλης. Δεν θα βρεθεί τίποτε για τους μεταφραστές. Για τον Σωτήρη Κακίση που παραμένει ένα σημαντικό κεφάλαιο για την ελληνική λογοτεχνία, για το θέατρο και τη μετάφραση με ένα σπουδαίο, συγγραφικό και μεταφραστικό έργο. Αν τον έφτιαχνε ο Γιάννης Ψυχοπαίδης που αναλαμβάνει την εικονογράφηση του βιβλίου, θα ‘βαζε λέω, τριγύρω στίχους από τα τραγούδια του να τον στεφανώνουν. Όσο για τον Στέφανο Κουμανούδη, αρκεί να γυρέψει κανείς τις μαρτυρίες και τα χρονικά της καρδιάς που ο ίδιος ο Κακίσης καταθέτει. Κρατώ την υπόμνηση από κάποιο αφιερωματικό κείμενό του για τον συνεργάτη στη μετάφραση του Ηρώνδα και φίλο παντοτινό.

[…Συνωστισμός μέγας μέσα μου αναμνήσεων. Τι μαγεία με τη μαγεία ερωτευμένη, τι εποχές απόλυτες, τι βραδιές ονείρων οριστικές…] γράφει ο Σωτήρης Κακίσης και ευθύς καταλαβαίνει κανείς τι σημαίνει οι άνθρωποι να μας σημαδεύουν. Κάτι δικό μας τους χαρίζουμε και η θερμοκρασία τους γίνεται χάρη δική μας και περιουσία “ανεξαγόραστη”. Έτσι το λέει ο Κακίσης, με μια λέξη αδιαπραγμάτευτη αυτή τη φορά, με τη λέξη που συναντά το νου. Την καρδιά, θα πω, που συναντά τον φίλο.

Α.Θ

 

Στην Ύδρα με τον Κουμανούδη