Οι νύχτες θα είναι πιο δύσκολες, Άντζι. Μου το ‘χαν πει οι ιατροί όταν συμφωνήσαμε πως θα βάλω τα δυνατά μου. Ύστερα έφυγαν και άρχισε η προσπάθεια. Τις νύχτες, λοιπόν, τις νύχτες ακούω το αίμα δυνατά να κυλάει. Και λέω Άντζι, μην φοβάσαι εδώ σε αυτό το κρεββάτι, είναι ο ήχος του αίματος που κυλάει, η ζωή είναι Άντζι που προσπαθεί να τα καταφέρει. Και περιμένω, περιμένω πως με τόσο κόπο και τόσες προσευχές θα ξημερώσει λίγο πιο γρήγορα.
Όμως εκείνη τη φορά, η νύχτα κράτησε περισσότερο. Τώρα η Άντζι εργάζεται και ερωτεύεται και τρέχει σε πάρτι και μικρές αποδράσεις ως τον ωκεανό. Όμως δεν έχει ξεχάσει ποτέ εκείνη τη νύχτα. Ήταν Χριστούγεννα, το νοσοκομείο είχε ερημώσει. Εδώ και εκεί κάτι καλλιτεχνικά γκι δεμένα με στεφάνια, ένα μικρούλι, τρεμάμενο δεντράκι με κάτι λιγοστά στολίδια και στραπατσαρισμένη κορυφή. Σε κάθε δωμάτιο ακουγόταν ο καρδιογράφος, ένας μονόλογος δίχως παύση. Μια σκιά λευκή περνούσε κάθε τόσο από τον διάδρομο και χανόταν μες στα γραφεία υπηρεσίας. Και η Άντζι κρατιόταν από την άκρη ενός γκρεμού, με τη ζωή της στην αγκαλιά να τη μεγαλώνει κόντρα σε όλες τις πιθανότητες.
Ένα παλιό, γνώριμο τραγούδι ακούστηκε. Σαν ψίθυρος στην αρχή και ύστερα καθαρότερα. Άντζι και έφερε στο νου της το κατακόκκινο από ντροπή πρόσωπο του Ίαν όταν με το τραγούδι αυτό της έλεγε όλα όσα είχε μες στην καρδιά του. Πάνε χρόνια από τότε, ο Ίαν ταξίδεψε στην Ευρώπη, θα ‘χει δυο παιδιά τώρα και θα παρακολουθεί την χριστουγεννιάτικη λειτουργία στον καθεδρικό της Κολωνίας.
Το τραγούδι ακούστηκε πιο καθαρά και μεμιάς τα φώτα σβήσανε και οι παλμογράφοι σώπασαν. Στ’ απέναντι κρεββάτι πάλευε ένας μικρός, πολύ μικρός ήρωας. Το όνομά του ήταν Στίβεν, μια μπαλάντα πλάι στο παράθυρο. Κάθε τόσο οι ιατροί έρχονται, τον κοιτάζουν, συμβουλεύονται τις μετρήσεις, παίρνουν μέτρα, του χαϊδεύουν τα μαλλιά και η μητέρα τους ευχαριστεί, με δυο μαύρα φεγγάρια κάτω από τα μάτια της.
Άντζι, πώς πάει και απόψε;
Εκείνη σάστισε, συλλογίστηκε πως είναι τα φάρμακα η αιτία για την πλάνη της, η αιτία αυτό μόνο. Επικεντρώθηκε στην ακριανή κλίνη που ήταν άδεια και κάπως εξαρθρωμένη. Πάνω κάθονταν δυο άγγελοι και είχαν ανάμεσά τους ένα παλιό τρανζιστοράκι, σαν αυτά που θα βρεις στην κλειστή αποθήκη του εξοχικού, όταν μετά από χρόνια θα νιώσεις την ανάγκη για εκείνα τα εκατοντάδες χιλιόμετρα.
Έι Άντζι, για σένα είναι το τραγουδάκι. Που προσπαθείς όσο κανείς απόψε.
Είστε αληθινοί; Μήπως πεθαίνω, είπε η Άντζι και οι άγγελοι γελάσανε.
Όχι, καλύτερα να εξηγηθούμε. Τέτοιες μέρες το αφεντικό διαλέγει κάμποσους. Και αυτοί ξαν’αποκτούν την ελπίδα στη ζωή τους. Συνήθως είναι άνθρωποι που πόνεσαν πολύ.
Μα αυτοί, είναι τόσοι πολλοί.
Το αφεντικό επαναλαμβάνει τη διαδικασία χιλιάδες φορές. Τον έχει βολέψει εκείνο το κουμπί που πατάει με αφοπλιστικό στυλ. Έπειτα τρέχει ένας τρομερός αλγόριθμος, ολόκληρος σιδηρόδρομος Άντζι και βγαίνει στην οθόνη το όνομα του ή της τυχερής. Ε, απόψε, ανάμεσα στους άλλους ήσουν εσύ Άντζι. Και αύριο να ξέρεις δεν θα χρειάζεσαι τίποτε από όλα αυτά. Σε περιμένει μια σπουδαία ζωή εκεί έξω, Άντζι.
Δεν ήξερε τι να πει. Σκέφτηκε πως την γελάσανε, πως είναι μια πλάκα αφού δεν είναι πλάνη των φαρμάκων, μα οι άγγελοι φτερουγίσανε τα φτερά τους, αλλάξανε σταθμό και πήρε μπρος το θρυλικό εκείνο τραγουδάκι.
Και ο Στίβεν; Τους έδειξε το αγόρι, χλομό, να καίγεται στον πυρετό.
Δυστυχώς, Άντζι, ο αλγόριθμος, αυτή τη φορά έδειξε εσένα.
Δεν παίρνει δηλαδή το πράγμα μια μικρή παραποίηση;
Δηλαδή;
Να πείτε πως έγινε λάθος, πως μπερδευτήκατε, πως κάπου τα’πιατε και ύστερα όλα θόλωσαν.
Άγγελοι πιωμένοι; Νομίζω πως δεν γίνεται Άντζι.
Γίνεται! Ο Στίβεν το αξίζει πραγματικά. Είναι μόλις έξι χρονών.
Φαντάζομαι, είπε ο ένας άγγελος που είχε μιλήσει λιγότερο όλη εκείνη την ώρα, πως μπορούμε να εφαρμόσουμε εκείνη τη διάταξη που προβλέπει τη δυνατότητα να διαλέξουμε και εμείς κάποιον, έτσι για τον κόπο μας που λένε. Λοιπόν, μπορούμε να διαλέξουμε τον Στίβεν, έτσι δεν είναι;
Είδατε;
Σύμφωνοι, είπαν οι άγγελοι και άφησαν το πιανιστικό μέρος του κομματιού να κυριαρχήσει. Έπειτα χάθηκαν στον διάδρομο και όλα αποκαταστάθηκαν, φωτισμοί, γκι, δεντράκια, λευκές σκιές και παλμογράφοι.
Μόνο που το επόμενο πρωί, η Άντζι και ο Στίβεν αγκαλιάστηκαν μαζί με τη μητέρα του αγοριού και έκλαψαν με την καρδιά τους. Οι ιατροί τους είχαν μόλις αποκαλύψει πως οι μετρήσεις τους φάνταζαν απολύτως κανονικές, πως η ασθένεια είχε υποχωρήσει δίχως να μπορούν να εξηγήσουν το παραμικρό.
Και αν δεν γνωρίζονταν μέχρι πριν, τώρα λογαριάζονταν για οικογένεια και απόλαυσαν ένα γεύμα με τα όλα του στο εστιατόριο της Ρόζι. Και ύψωσαν τα ποτήρια τους στο θαύμα που περιμένει για να το ξεχωρίσουμε εκεί έξω, ένα θαύμα δικό μας μικρό, μια ευχή ταπεινή που όμως μας περιέχει ακέραιους και μας προσπερνά όταν θαρρούμε πως όλοι οι δρόμοι είναι κλειστοί. Ρωτήστε την Άντζι και τον Στίβεν καλύτερα. Για αυτούς γράφτηκε αυτή η ιστορία.
Όσο για τους αγγέλους, υπήρξαν πάντα και ήταν εκείνοι που δεν τα κατάφεραν, μα τώρα τριγυρίζουν τον κόσμο και βάζουν μπρος τους μηχανισμούς της ελπίδας που όσο θηριώδης και αν λογαριάζεται, είναι το μόνο μας χαρτί σε ένα αβέβαιο ποντάρισμα.
Α.Θ