Charming Past

[…και να παίζει από κάπου μακριά η μπαλάντα ενός λεπτού ανθρώπου και η ιστορία να ξεγλιστρά πάνω στις χαραμάδες του χάρτη. Ότι έχεις είναι ετούτη η πόλη και άλλωστε, το λένε οι στίχοι και τα τραγούδια δεν λαθεύουν ποτέ. «Όμως κάτι συμβαίνει εδώ πέρα και μάλλον δεν έχεις ιδέα, έτσι δεν είναι κύριε Τζόουνς;»…]

Απόψε που το σκέφτομαι ο Παπαγιώργης είχε δίκιο και είναι δίχως ίσκιο ο δρόμος της. Μια νοσταλγία για τις χαμένες γενιές και μια υποχρέωση να ζήσουμε για κάθε έναν και κάθε μια από εκείνες τις τάξεις του κόσμου φθάνει μαζί της. Και είναι αλήθεια πως σε αυτόν εδώ τον βράχο, η μοίρα δώρισε μια ιστορία θυελλώδη, μια ολόκληρη μαρμαρυγή αιώνων. Σπαρμένη επαναστάσεις, πτώσεις και εθνικές ευτυχίες, πραξικοπηματίες, μπαλκόνια και σημαίες, τούτος ο τόπος πορεύτηκε με την θάλασσα στην αγκαλιά του.

Για αυτό και εγώ απόψε γίνομαι ένα μυστικό στους βάλτους, πολεμώντας σκιές μες στα δάση. Και όταν θελήσω να κλείσω τους λογαριασμούς μου, θα γράψω ιστορία στους δρόμους πετώντας πέτρες στον άγνωστο εχθρό. Απόψε του φτιάχνω ένα μνημείο, τω αγνώστω εχθρώ, λοιπόν, στα σπίτια που παλεύουν δυστυχισμένοι οι Λαιστρυγόνες. Δική μου η εξορία και το δράμα και η συντριβή μες στους αγώνες, όταν τα χρόνια φυλλορροούν. Απόψε κατεβαίνω στους δρόμους και σε ψάχνω. Επιστρέφω πίσω στις δεκαετίες. Με ένα τραγούδι και το μαντολίνο που κλαίει αργά και σταθερά. Κλεψύδρες σπαράζουν τα χρόνια στο περιθώριο του καιρού. Απόψε κρατώ τη ξιφολόγχη και προελαύνω, με ένα αστέρι στο μέτωπό μου. Πλάι μου, γύρω μου, παντού η παγωνιά και οι φίλοι στα μετόπισθεν των δεκαετιών, απόψε, για πάντα.

Απόψε διαβαίνω την Αθήνα μια χειμωνιάτικη εποχή. Ψυχή στους δρόμους και ατέλειωτα τα τρομερά βαγόνια την πιο σκοτεινή ώρα του κόσμου. Απόψε διαλυμένος από την ελονοσία, τραυματισμένος βαθιά, φορώ το ρούχο μιας καταστροφής και αφήνω πίσω μου το Μεσολόγγι, ανάμεσα σε φρενιασμένα άλογα και διμοιρίες θεριστών. Μέσα από το θολό λύχνο, οι τόποι της ζωής μου, σκόνη και τίποτε και κομμένες επικοινωνίες. Αφιόν Καραχισάρ, Σαγγάριος, έπειτα τα σήματα χάνονται, τα γράμματα είναι σπάνια και άλλωστε τι να σου πω για όσα διαλύονται εδώ πέρα. Έχουμε με το μέρος μας τουλάχιστον την απελπισία και τις πέτρες. Στα δειλινά τα μαγαζιά θα σου τραγουδήσω με ένα ρεμπέτικο ρυθμό όλα όσα ξέρω. Σε μια σκηνή θα σου δείξω πώς χωρίζονται οι άνθρωποι και πώς μισούν. Πίσω μας μια ολόκληρη ανθρωπότητα, κόσμοι που τέλειωσαν και εσύ με το πορτραίτο σου, δίχως μάτια πια, μια λέξη που δεν πρόφερε κανείς.

Είναι γοητεία η ιστορία . Γεμάτη από πρόσωπα και πράξεις και νίκες μικρές που αλλάξανε για λίγο τις τροχιές. Κατάμεστη από προσκλητήρια ολόκληρα η Ελλάς διατρέχει με ανίκητη δύναμη το πεπρωμένο της. Και αυτό είναι η ιστορία. Και εμείς, μαθαίνουμε να την αγαπούμε, με τις ντροπές και την τρυφερότητα κάποιου που πόνεσε πολύ. Και όλο γυρεύουμε απαντήσεις και στήνουμε βωμούς και πατρίδες. Και όλο θηρεύουμε από το όνειρο για να δώσουμε ένα συγκλονιστικό φινάλε στην κοινή μας βιογραφία. Και όλο ζητούμε το παλιό, που είναι σημαδεμένο από τη βαθιά γοητεία των πραγμάτων. με τον ίσκιο τους κιόλας στα βάθη μιας απόστασης. Συγχωρούμε και ξαναζούμε τις μεγάλες, τις ιδανικές στιγμές μας, σίγουροι, βέβαιοι για τα λάθη και την αφοσίωση. Να γκρεμίζονται λέει τριγύρω οι οθόνες και εμείς να εργαζόμαστε ακατάπαυστα για το μέλλον. Κάπως έτσι ζούμε τις μικρές μας εξορίες, πεθαίνουμε με το τίποτε και με το πολύ, μετανιώνουμε και τιμωρούμε τον εαυτό μας. Κομπάρσοι περνούμε από τη σκηνή της ιστορίας, παλεύουμε να κρατηθούμε στη γραμμή του χρόνου, πέφτουμε και πεθαίνουμε θεληματικά, κόκκινα σήματα στο πουθενά.

Αυτό το σημείωμα το αφιερώνω στην ιστορία. Το γράφω για εκείνη, για τις ματωμένες της σελίδες και τις μαρκίζες των εποχών που λάμπουν στο βάθος μιας λεωφόρου. Και εμείς δεν θα την διαβούμε ποτέ, μόνο μυθολογίες θα στήσουμε και τον εαυτό μας θα ταπεινώσουμε για να μπορούμε να υπάρχουμε και να θυμόμαστε. Πάντα να θυμόμαστε τον ήχο του κόσμου που παλεύει με πληγές και χάσματα, που προχωρεί με άλματα επικίνδυνα. Πάντα με μια ετυμηγορία στα χείλη θα περιμένει η ιστορία. Δίχως πρόθεση για εξαγορές και δωροδοκίες, κράτα στην καρδιά σου την απεγνωσμένη αθωότητα της Μαργαρίτας. Ποτέ δεν θα ΄ρθει η απάντηση, μόνο κραυγές και δεκαετίες και εξορίες με ιστορίες που νιώθονται.

Η Ελλάς μεγαλώνει τα παιδιά της με τον ψίθυρο του παραμυθιού της. Και εκείνα ακούνε και βάζουν τα δυνατά τους να γράψουν μια σελίδα ακόμη σε τούτο το πολύ του παρελθόντος.

Να θυμάσαι πως ετούτη την ώρα που το σημείωμα αυτό πεθαίνει, η ιστορία κάπου γράφεται δίχως εσένα, κύριε Τζόουνς. Τους κυκλώνες της που ίσως σε περιμένουν μην φοβηθείς ποτέ, γιατί μεγάλωναν μες στον χρόνο μόνο για σένα. Θα ακούσεις το τραγούδι της που διαθέτει πάντα μια υποψία θαύματος, επειδή ήταν πάντα αληθινό. Κάτι τρομαχτικά ελάχιστο και αν νιώσεις, μην τρομάξεις, επειδή αυτό ήταν για πάντα η ιστορία. Και απόψε της χρωστώ μερικές μεγάλες στιγμές, κάτι άπιαστες ιδέες που από τύχη μονάχα, γίνανε τραγούδια. Όπως και εσείς άλλωστε, κύριε Τζόουνς, όπως και εσείς. 

Α.Θ