Μπέρμπον

Οι μνήμες να μας κοιτάζουν σαν χρυσόψαρα,
όσο η ορχήστρα υπακούει σε έναν
ξέφρενο ρυθμό

 

Κατά τις πέντε οι τελευταίοι δείξανε επιτέλους προθυμία να του αδειάσουν τη γωνιά. Ορισμένοι από αυτούς έκαναν για τελευταία φορά το νούμερο τους και ορκίστηκαν να ζουν σε αιώνια θλίψη. Ο παππούς σας υπήρξε ένας άνθρωπος δοτικός και τρυφερός, ω, ναι, ασύγκριτα δοτικός. Και εκείνος κουνούσε το κεφάλι και συγκατάνευε, σαν να έλεγε σας ευχαριστώ πολύ μα δεν μου καίγεται καρφί ξέρετε. Τώρα πια είχε μάθει να αγκαλιάζει τους ανθρώπους όταν σημαίνει η ώρα της μεγάλης αμηχανίας και κάθε τόσο επαναλάμβανε αυτήν την χειρονομία αποχαιρετώντας τους προσκεκλημένους. Ήταν όλοι φίλοι του εκλιπόντος και για την ακρίβεια οι περισσότεροι είχαν στις πλάτες τους φορτωμένες οκτώ και βάλε δεκαετίες. Κάποιοι στάθηκαν δυσκολότερες περιπτώσεις και επέμεναν να αφηγούνται ιστορίες δίχως κανένα πια ενδιαφέρον. Μα τις ξεστόμιζαν με όση γλαφυρότητα μπορούσαν να επιστρατεύσουν και ίσως κάθε τόσο να χάνανε τον ειρμό της σκέψης τους. Μα γρήγορα τα πράγματα βρίσκανε και πάλι τον παλιό τους ρυθμό και οι ιστορίες φθάνανε ως το τέλος. Ορισμένοι άλλοι υπήρξανε συντριμμένοι και για αυτούς προμηνυόταν μια δύσκολη βραδιά.  Γινόταν τρυφερός με τους τρυφερούς ενώ με τους πιο ενοχλητικούς αναζητούσε ένα πρόσχημα και όταν πια το σκαρφιζόταν, τέλειωνε τη συζήτηση βιαστικά. Κατέβαζε μονορούφι το μπράντι του, έριχνε μια υποτιμητική ματιά σε εκείνον ή σε εκείνη που του καθόταν, καθώς λένε στο λαιμό και απομακρυνόταν επιδεικτικά. «Ο γέρο Τζιμ θα μας ήθελε όλους εδώ. Και είναι σίγουρο πως θα μάλωνε, εξαντλώντας την αυστηρότητά του εκείνον εκεί τον νεαρό». «Μοιάζει να θέλει να τελειώσει βιαστικά η περίσταση. Και μάλιστα, έτσι όπως πίνει το μπράντι του θα ΄ναι θαύμα αν στο τέλος της βραδιάς δεν είναι ολότελα μεθυσμένος». «Από ρόδο βγαίνει αγκάθι, σωστά;», σχολίασε ο κύριος Τέιλορ και απομακρύνθηκε δοκιμάζοντας με νόημα το μπαστούνι του στο παλιό μωσαϊκό. 

Αργά το απόγευμα και οι τελευταίοι εγκατέλειψαν την εκδήλωση. Ο νεαρός κάθισε στην σαιζλόνγκ, στο νου του έφερε τον πίνακα κάποιους Αμερικάνου ζωγράφου. Κάρφωσε το βλέμμα του στον ορίζοντα που αποκτούσε ένα χρώμα, σαν να σμίγει κανείς το βαθύ μπλε με τις μαβιές αποχρώσεις του ουρανού, την ώρα εκείνη. «Θα πρέπει να φροντίσετε το σπίτι, τα πράγματα και πρωτίστως οι καθρέφτες θα πρέπει να καλυφθούν με λευκά σεντόνια. Ξέρετε τι λένε για τους καθρέφτες και τους πεθαμένους». Η αλήθεια είναι πως δεν ήξερε καθόλου τι ακριβώς λένε. Και άλλωστε δεν είχε προκύψει στο παρελθόν η ανάγκη να έρθει τόσο κοντά στις συνήθειες του θανάτου. Η περίσταση για χρόνια φάνταζε με την ιδέα ενός έργου δίχως αποκρυσταλλωμένες, σκηνοθετικές οδηγίες. Και τώρα, έπρεπε να τακτοποιήσει ένα σωρό ζητήματα, να φροντίσει για τις γωνιές της λήψης και για τη σιωπή που επιβάλλεται να κατοικεί τα χτυπημένα από τη μοίρα σπίτια.

Γύρεψε στη σοφίτα μερικούς μουσαμάδες. Τους έσυρε με σαματά ως επάνω στο σαλόνι και άρχισε να καλύπτει τα έπιπλα. Μα πριν από αυτό ψηλάφισε για λίγο τις εκδορές και τα σημάδια , τις αμυχές που αφήνει η ανθρώπινη παρουσία στα μπράτσα και τα υφάσματα. Σαν να πρόκειται για κάποιου είδους αποχαιρετισμό, ψηλάφισε τα πράγματα και είπε αντίο με το δικό του τρόπο σε εκείνο το σπίτι και τις αναμνήσεις που τριγυρνούν μες στα δωμάτια, κάνοντας ολοένα και περισσότερο θόρυβο. Οι μνήμες είναι παιδιά που δεν μεγαλώνουν ποτέ.

Μα η αλήθεια είναι πως του φάνηκαν κάπως άχρωμοι εκείνοι οι μουσαμάδες και έτσι βάλθηκε να ομορφύνει κάπως αυτή τη μοναξιά που έπεφτε σαν χιόνι από τα ταβάνια. Η κόκκινη μπογιά ήταν αρκετή και έτσι σε λίγο οι μουσαμάδες θυμίζανε μισοτελειωμένα έργα τέχνης. Κάποια αιτία αναποφασιστικότητας στέρησε την ολοκλήρωση του σχεδίου και έτσι όλα παρέμειναν μισοτελειωμένα. Κάτι πρόσωπα μισοιδωμένα, εκφράσεις και γραμμές που δεν οδηγούσαν πουθενά. Μα ακόμη και έτσι ήταν καλύτερα και άλλωστε το κόκκινο χρώμα έδινε μια αίσθηση ζωής στα πράγματα, μια αίσθηση που μπορεί να ζωντανέψει μεμιάς, σαν να ακουμπάει τον παλιό χρόνο με τα ακροδάχτυλα του, ακριβώς αυτό.

Οδήγησε γρήγορα ως την κοντινή παμπ. Οι φιγούρες ίδιες, η μουσική παλιά και χιλιοπαιγμένη, τα ποτήρια θολά και τα ποτά που λιγοστεύουν πάνω στα ράφια. Μερικά κάδρα με παλιούς θαμώνες και μια όψη της γειτονιάς πριν από τέσσερις και βάλε δεκαετίες. Αυτό ήταν όλο και όλο μαζί με τον πλαστικό Ινδιάνο που σου ΄δειχνε την είσοδο και ήταν καλυμμένος  χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια έτσι που να μπορεί κανείς να διακρίνει έναν γνήσιο, πλαστικό απόγονο της φυλής των Σιου, ήδη παραδομένο στις συνήθειες των λευκών. Είχε μεθύσει και δεν θυμόταν τίποτε από όλα εκείνα που είχαν συμβεί. Την τελετή, τους μουσαμάδες, τους φίλους, τα σχόλια, τη μοναξιά και τη σιωπή που αλέθει μες σε εκείνο το σπίτι το παρελθόν. Από τα μάτια του κυλούσαν δάκρυα και από τη γενειάδα του το φτηνό μπέρμπον της παμπ.

Ένα διπλό, είπε κάποιος στο πλάι του. Η φωνή του φάνηκε γνωστή. Ήταν κάποιος καρδιακός φίλος του εκλιπόντος και είχε βαλθεί να σβήσει τη θλίψη του με το πιο ακριβό ουίσκι της παμπ. Κοιταχτήκανε για λίγο και έπειτα ξεσπάσανε σε κλάματα αγκαλιασμένοι. Και ως το πρωί είχαν πιει έναν ποταμό. Και ως το πρωί είχαν ξεχάσει τα πάντα και οι πρώτες ώρες φθάνανε με τις δροσοσταλίδες τους και με την παγωνιά τους, καθώς πάντα. Έφυγε καθένας ολομόναχος και η πόλη τους κατασπάραξε, σαν κάθε άλλη μέρα. Βλέπετε οι πόλεις δεν νοιάζονται για θανάτους και τα ρέστα. Και ένα σωρό απρόφερτοι συλλογισμοί απέμειναν εκεί, στην μπάρα του μαγαζιού, ανάμεσα σε δεκάδες, καπνισμένα τσιγάρα και  αδειανά ποτήρια. Το κολασμένο χάος της πόλης όλο επέστρεφε και δεν ήταν πια καιρός για άλλη λύπη. Σκούπισε τα μάτια του και αγόρασε μια φυλλάδα από τον μικρό που έβαζε τις φωνές κάθε που ξερνούσε το κοπάδι ο υπόγειος. Γύρισε βιαστικά τις σελίδες. Στην στήλη των Κοινωνικών βρήκε τις απαντήσεις που γύρευε. «Οι φίλοι αποχαιρετήσανε τον Τ.Κ. και στη μνήμη του διέθεσαν  ένα εύλογο ποσό υπέρ κοινοτικού γραφείου». Έριξε μια ματιά στον ήλιο που φώτιζε λοξά την είσοδο μιας στοάς. Οι διαβάτες είχαν ακόμη στο πρόσωπό τους ίχνη από ύπνο και ένα είδος ευγνωμοσύνης για το ωραίο πρωινό. Μα εκείνος παρέμενε η τρικυμισμένη σκόνη της ζωής και το λιωμένο κερί που σώνεται από νυχτιά σε νυχτιά. \

Και ο νεκρός; Όσο για αυτόν, μάθετε πως παραμένει το αγκάθι στο πόδι που τον πονά, τώρα και για πάντα, σαν γυρίζει ο καιρός. Ο τύπος στη γωνιά του δρόμου παίζει έναν παλιό, γνώριμο σκοπό και ένα κορίτσι, όχι πάνω από δεκαπέντε χρονών χορεύει με χάρη, τραγουδώντας  αδέξια τον γνώριμο σκοπό. 

 Α.Θ