Ο γκρεμός

[…όλα, όλα θα αλλάξουν και
τίποτε δεν θα μείνει ίδιο
κάθε τι νέο θα γεράσει με την σειρά του
και τα μυστήρια αυτού του κόσμου
ω, και εκείνα,
θα αποκαλυφθούν…]
(Benard Ighner)

Θυμόταν γλυκές κουβέντες από τα πιο πικρά χείλη, χείλη από καιρό σφαλισμένα. Μόνο σκόρπιες σελίδες από το βιβλίο της ζωής του μπορούσε να θυμηθεί. Άραγε τι νόημα έχει να πιάνει κανείς κουβέντα με τους νεκρούς; Συνήθως φέρονται πικρόχολα, τους φταίνε τα παλιά ρούχα, ο σφιχτός λαιμοδέτης. Δεν ξέρουν πια τι σημαίνει το φιλί. 

Θυμόταν και τις νύχτες του Αυγούστου σε αυλές περιχαρακωμένες από Αγγελικές και άγρια ρόδα. Σκόρπιες σκηνές από το θεατρικό της ζωής του, καιρό πριν όταν τίποτε δεν ήταν τόσο ανυπόφορα λευκό. 

Θυμόταν γλυκές κουβέντες, σκληρά μεσημέρια, τα ασύδοτα νιάτα, θυμόταν. 

Και η νύχτα τα σάρωνε όλα και τα αυτοκίνητα ολοένα και λιγόστευαν καθώς έτσι απλά, σαν από ευγνωμοσύνη, αυτός ο κόσμος περνούσε στην τάξη του ύπνου. 

Θυμόταν εκείνα τα χρόνια, το παιχνίδι της ζωής δίχως ηττημένους και απουσίες. Θυμόταν και αργά πότιζε εκείνα τα λιγοστά απομεινάρια. Πέτρες, μια πόρτα που ανοίγει έναν κόσμο λησμονημένο, τις πλάκες στην αυλή που ξέρουν καλά πώς σέρνει κανείς τα βήματά του τις ώρες της πιο μεγάλης περισυλλογής. 

Ρωτήστε τις την ώρα που Νίνα Σιμόν παίζει το πιάνο της και προετοιμάζει την φωνή της για ένα κρεσέντο γεμάτο από τρυφερότητα. Έχουν τόσα να σας πουν. Είναι οι πέτρες των καλοκαιριών μας, αυτό είναι.

Απόψε φεύγει οριστικά. Μα δεν ξέρει πώς, μήτε γιατί, είπε στον οδηγό μια παλιά διεύθυνση, με ηλικία αρχαία. Σαν την βροχή Νίνα, σαν την βροχή. Απόψε κλείνει οριστικά τον κύκλο του σε τούτη εδώ την πόλη. Και δεν εναντιώθηκε στον εαυτό του, μήτε διόρθωσε τον προορισμό του. Μονάχα επανέλαβε πιο αργά τις λέξεις για  να σιγουρευτεί πως καμιά αμφιβολία δεν θα προκύψει και πως σιωπηλά θα φτάσει ως εκεί, ήσυχα, όπως το νερό που κυλά. Τώρα δεν υπήρχε πια καμιά αμφιβολία και το αυτοκίνητο επιτάχυνε στην λεωφόρο. Έπειτα στον παράδρομο με τις υπέργηρες λεύκες  και οι μαρκίζες της γειτονιάς. Δεν είχαν αλλάξει πολλά, ο χρόνος δουλεύει με μεράκι επάνω στις μορφές των πραγμάτων και μόνον όταν τελειώσει, με τις λεπτομέρειες και τα σκαλίσματα, μόνο τότε αντικρίζουμε τις ζωές μας με έκπληξη. Και μας βρίσκουμε γερασμένους, Νίνα, με γκρίζους κροτάφους και διαψευσμένες προσδοκίες. 

Εδώ. Τίποτε άλλο, μονάχα εκείνα τα δισύλλαβα που καθορίζουν πράγματα απλά. Μόνον τέλειες και οριστικές αποφάσεις απόψε που αφήνει πίσω του μια εποχή. 

Αναμετρήθηκε για λίγο με τα ερείπια, τις σπασμένες πέτρες και τα ποδοσφαιρικά συνθήματα. Οι άνθρωποι που πέρασαν από εδώ δεν είχαν ιδέα για τις σελίδες της ζωής που είχαν γραφτεί. Για το σαλονάκι με την ροτόντα και τον μεγάλο καθρέφτη και το ασιατικό υφαντό, βαλμένο στην βιτρίνα του. Για τα πορτραίτα και τον παλιό Καζαμία, με τις οδηγίες ενός μέλλοντος που πέρασε πια, Νίνα. 

Και έσκυψε στην βρύση και πότισε με νερό εκείνα τα συντρίμμια. Και έκλαψε , βέβαιος, σίγουρος πως με την λησμονιά τιμωρούμε μονάχα ότι ποτέ δεν αγαπήσαμε. Για αυτό, απόψε Νίνα μπορείς να κλάψεις μαζί μου, με την καρδιά σου Νίνα, στο φόντο των λιγοστών τροχοφόρων που περνούν από την λεωφόρο, κυνηγώντας το καλοκαίρι με απέραντα μίλια. 

Έκλαψε και πότισε εκείνες τις πέτρες με την ελπίδα πως η ανθρωπιά μας δεν είναι ένα χαμένο παιχνίδι. Έριχνε λίγο νερό και από το γκρεμισμένο παράθυρο μπορούσε να διακρίνει ένα μεταφυσικό φεγγάρι, ένας μοναχικός λαμπτήρας που κρέμεται από τον ουρανό, σε ένα φανταστικό σαλονάκι με ευτυχισμένες ακόμη μέρες. Τώρα Νίνα, τα γεράνια παλιώσανε, γίνανε λευκά, κοίταξέ τα, όλα θυμίζουν πέτρινες λέξεις, Νίνα.

Λίγη ώρα αργότερα, κατευθυνόταν προς το διεθνές αεροδρόμιο. Είχε αφήσει πίσω του εκείνα τα χρόνια και εκείνες τις πέτρες. Τον περίμενε μια ζωή, με ολομόναχα, λευκά πάλι σεντόνια, ανυπόφορα σαν της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ. Παράξενο που μια τέτοια ώρα ανακαλεί κανείς στην μνήμη του τους ποιητές. Τους ποιητές που πάντα θα περνούν όταν εμείς θα είμαστε νεκροί και η άνοιξη θα έρχεται και πάλι με απέραντα όμορφες Βιολέτες. 

Τώρα πετά πλάι στο φεγγάρι που αγάπησε και με μια κίνηση, κατάκοπος από την μελαγχολία μπορεί να σβήσει όλα τα φώτα του κόσμου, τώρα που όλα τέλειωσαν πια. 

Και δεν θα μάθει πως το επόμενο πρωινό, δεν θα μάθει ποτέ Νίνα, πως εκείνες οι πέτρες ανθίσανε. Οι γείτονες που πήραν την καθημερινή διαδρομή πέρασαν έξω από εκείνα τα χαλάσματα. Και είδαν σχηματισμένο το παλιό σπίτι, όπως ποτέ ξανά. Τους εντυπωσίασε περισσότερο η οροφή του και το σκουριασμένο φεγγάρι πίσω από ένα παράθυρο, δειλό και νικημένο, μα ένα αληθινό πέρα για πέρα άστρο. 

Κάποιος είπε, έχουν ρίζες τα σπίτια, δύσκολα μαραίνονται και με λίγη φροντίδα υπάρχουν και πάλι, έστω σαν νοσταλγία, ή ακόμη προσευχή. Ξέρετε, η προσευχή είναι η εξομολόγηση της επιθυμίας».

Ίσως έχει δίκιο Νίνα. Και ίσως όλα πρέπει να αλλάξουν για να ανασύρουμε και πάλι τις μαρτυρίες, τους χαμένους φίλους, τις ιστορίες και τα τοπία που προσπεράσαμε. Ίσως Νίνα, με κάτι τέτοιες αποκλειστικότητες να μπορούμε να αντέξουμε.

Κοίταξε το χώμα στα χέρια του. Ήταν από εκείνες τις πέτρες. Μα τον πήρανε τα κύματα και ξέχασε για πάντα τις μνημειώδεις συνοικίες. Εκείνες όμως θα έρχονται πάντα να ξέρεις Νίνα με τα τραγούδια, με μια στραβή νότα που πέφτει στον γκρεμό ενός πιάνου. Και τότε η ιστορία ξετυλίγεται. Νίνα.

Α.Θ