[…Και καθώς κατηφορίζανε, σίγουροι, βέβαιοι πως τούτος δεν είναι τόπος για ανθρώπους δειλούς, ξεχωρίσανε τα νησιώτικα από τις ταβέρνες που φθάνανε όλα και καθαρότερα. Κάποιος ρώτησε τι να σημαίνουν τα λόγια που ΄φερνε της νύχτας τ΄αερικό. Ο ξεναγός τους είπε πως δεν υπάρχει ορμήνια σε τούτο τον σκοπό. Μια φωνή ξεχώρισε που ΄λεγε τα παρακάτω λόγια.
«Το γιασεμί στην πόρτα σου μοσχοβολούν οι στράτες».
Νύχτα καλοκαιριού από αγιοκέρι σήμανε στον ένδοξο τον τόπο…]
Η παρέα προχώρησε τον ανηφορικό δρόμο. Είχαν όλοι μια έκφραση θαυμασμού και ζωντάνιας που μόνο η ιστορία μπορεί να εγείρει. Συλλογίζονταν εκείνες τις φοβερές στιγμές, των παιδιών τα ουρλιαχτά και τους αποχαιρετισμούς. Τους καπνούς από τις οβίδες, τ΄ασκέρια των Τουρκαλβανών που σφάζουν και προχωρούν, σφάζουν και προχωρούν. Φέρνουν στο νου τους τις οικογένειες που χωρίζονται, τις γυναίκες που ατιμώνονται μες στα σπίτια τους, τον φριχτό διωγμό, τα σκλαβοπάζαρα της Χίου και της Σμύρνης. Εκεί παζαρέψανε ότι απέμεινε από την τιμή των κοριτσιών. Ήρθαν οι αφέντες και τις αγόρασαν, κοιτάζοντας τα δόντια και τα μεριά τους και δοκιμάζοντας την αντοχή τους στην παγωνιά και τα μαστιγώματα. Οι σκλάβοι κρατήσανε για πάντα στο νου τους ζωντανά τα Ψαρά και δεν αλλαξοπίστησαν ποτέ. Οι περισσότερο απ΄αυτούς ετάφησαν σε ξένους τόπους μα ως την τελευταία στιγμή κρατήσανε ακέραια μες στην καρδιά, την μνήμη της μικρής, νησιώτικης πολιτείας τους. Το σθένος του Παλαιόκαστρου με τα έξι χιλιάδες γυναικόπαιδα του που ανατινάζονται όταν πια η ιστορία έχει κριθεί.
Τώρα βρίσκονται στο πλάτωμα που κοιτάζει ως κάτω το λιμάνι. Από τα βάθη του πελάγου φθάνει αργοκίνητο το μεγάλο, πλωτό παλάτι. Είναι γεμάτο επισκέπτες, σε λίγο θα ξεχυθούν στην αγορά της πόλης, θα σαρώσουν τα εστιατόρια και ίσως ακολουθήσουν τ΄οδοιπορικό στα ηρωικά εκείνα χρόνια όταν τ΄απόγευμα ο ήλιος μαλακώσει και το δειλό τ΄αεράκι , έτσι όπως φυσά κάνει όσο να πεις υποφερτή την ζωή του καλοκαιριού.
Σκληρό το μεσημέρι τους τυραννά καθώς ανηφορίζουν τον παλιό δρόμο. Ο ξεναγός που ´χει διαβάσει πρόχειρα σκόρπιες πληροφορίες για την καταστροφή των Ψαρών επαναλαμβάνει βαριεστημένα το πώς και το γιατί εκείνων των σκοτεινών ημερών. «Θα ΄ταν είκοσι του Ιούνη όταν ο στόλος των Τούρκων κίνησε από το Σιγρί της Μυτιλήνης. Και τι δεν είχαν, και κανόνια και πιστούς στρατιώτες που θα ΄καμαν την θηριωδία και προμήθειες και πλοία μικρά, μεγάλα, έναν ολόκληρο στόλο. Σαν φτάσανε στον τόπο ορμήσανε σε εκείνη την χούφτα των υπερασπιστών. Μάταια που ΄ταν όλα. Ο κύβος είχε ριφθεί και η μοίρα είχε οριστεί. Κανείς δεν έμεινε πίσω στο νησί, έτσι το θέλησε ο Χοσρέφ που όριζε την τύχη του τουρκικού ασκεριού. Δεκαοχτώ χιλιάδες θανατώθηκαν» και έπειτα είπε στην παρέα πως θα΄χαν το χρόνο για μερικές λήψεις. Αμέσως ανταποκρίθηκαν οι τουρίστες και επικράτησε αναβρασμός μέχρι να ταιριάξουν τα ζευγάρια που είχαν μπερδευτεί στον ανήφορο και τώρα ψάχνονταν με απόγνωση. Και άλλη μια φωτογραφία και μια πόζα με φόντο το λιμάνι και με τις ξερολιθιές πίσω να ανάβουν μες στην ζέστη. Και φιλιά και ευχές για μια υπέροχη διαμονή.
Μόνον εκείνος εκεί ο γέρος, σκαρφαλωμένος στο ύψωμα που στέκει ασάλευτος σαν να΄χουν πετρώσει τα ματόφυλλά του μες στο μεσημέρι, μονάχα εκείνος ξέρει να σας πει με λίγα λόγια και μεστά, τα θλιβερά εκείνα γεγονότα. Στέκει στην ψηλότερη ντάπια και μετράει το πέλαγο και τους αποχαιρετισμούς. Την ώρα που πέφτει ο ήλιος επαναλαμβάνει σαν κάποιο είδος προσευχής τους τρομερούς στίχους που τραγούδησαν για πάντα την καταστροφή των Ψαρών.
Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη
περπατώντας η Δόξα μονάχη
μελετά τα λαμπρά παλληκάρια
και στην κόμη στεφάνι φορεί
γινωμένο από λίγα χορτάρια
πούχαν μείνει στην έρημη γη
Κανείς δεν μίλησε. Κάποιοι λίγοι μόνο αναρωτήθηκαν στην γλώσσα τους τι τάχα να ΄λεγε ο προφήτης του αρχαίου οχυρού. Δεν αποκρίθηκε ψυχή, μόνον ο ξεναγός τους πήρε μαζί του ως την άκρη του βράχου και έδειξε τη μικρή πεδιάδα. Εκείνοι κατάλαβαν ευθύς το μέγεθος της θυσίας, του προφήτη τα λόγια τα ανιγιματικά. Τους είπε σε άπταιστα αγγλικά πως εκείνο τον καιρό όλα ήταν καμμένα και είχε μαύρη την ράχη του το νησί, αδειανό και πληγωμένο. Οι τουρίστες γνέψανε και ένας απ΄αυτούς έβγαλε το ψαθάκι του ως ένδειξη του σεβασμού για εκείνους τους πολιορκημένους. Έπειτα, τους είπε δυο λόγια για τον μοναχό Διονύσιο που ΄χε το ταλέντο να αφήνει μισοτελειωμένο το έργο του, δίχως αυτό να χάσει στο ελάχιστο το βάρος του το ειδικό και την αξία του. Πάλι γνέψανε οι τουρίστες δίχως τίποτε να έχουν νιώσει, μόνο μια νότα στραβή χτύπησε στο ηχείο του κόσμου φωτίζοντας την ιστορία.
Ένα κορίτσι, όχι πάνω είκοσι χρονών, με κάτι άνθη που ΄χε μαζέψει από την έρημη γη έφτιαξε ένα πρόχειρο στεφάνι. Το κάρφωσε στα μαλλιά της και κατηφόρισε μαζί με τους άλλους. Στις μνημειώδεις ταβέρνες των καλοκαιριών μας ο ξεναγός ύψωσε το ποτήρι του. Η νύχτα έπεφτε όταν είπε, εις μνήμην Διονυσίου Σολωμού και χαμογέλασε πικρά, καθώς συλλογιζόταν την μεγάλη μορφή και τα Μεσολόγγια τ΄αναρίθμητα αυτού του τόπου του μικρού, του μέγα.
Α.Θ