Απόστολος Θηβαίος | Μπετίνα

© René Burri

 

Μπετίνα Φραβασίλη ονομαζόταν ο αδικαίωτος έρωτας του Γεωργίου Βιζυηνού. Η άρνησή της στον μονόπλευρο έρωτα του ευαίσθητου καλλιτέχνη, στάθηκε η αφορμή για την ψυχική του κατάρρευση. Ο Βιζυηνός θα πεθάνει στο ψυχιατρείο, συνεπεία εξαντλήσεως. Γεννιέται στις οχτώ του Μάρτη του 1849, αλλάζοντας την ατμόσφαιρα στην λογοτεχνία μας. Απόψε φάνηκε στο γαλάζιο μου στενό, με έναν έρωτα πικρό για σημαία του, χαμένος από χρόνια, ποιος ξέρει σε τι αμάρτημα μυστικό.

 

Ήλθε και κάθισε στο πλάι μου. Λίγο μιλούσε και είχε ένα ύφος πικρό. Ντυμένος αλλόκοτα μισός στεκόταν στον ίσκιο που του ‘ριχνε το λιγοστό φεγγάρι. Εγώ σάστισα, είναι η αλήθεια, πάει καιρός που κάποιος στάθηκε κοντά μου. Μα κράτησα την αυτοκυριαρχία μου, παρέμεινα προσηλωμένος στην διατήρηση της ψυχραιμίας  που είναι σπουδαία τέχνη και ίσως η μόνη που κρατά όρθιο αυτόν εδώ τον κόσμο. Βρήκα την ευκαιρία να τον παρατηρήσω καλύτερα. Το τριμμένο του παλτό, το καπέλο του που του ‘δινε έναν αέρα φιλμ νουάρ, το ταραγμένο του βλέμμα, το πάσο του με κάτι αφοπλιστικά μαύρα γράμματα. Άσυλο Νόσων Ψυχικών, περιοχή Δαφνίου. Τα μαλλιά του ήταν μακριά και η γενειάδα του αφρόντιστη, μα είχε ακόμη εντός του βλέμματός του εκείνη την σπίθα που τον κράτησε ψηλά στις καρδιές μας. 

Δεν πέρασε αρκετή ώρα όταν με αργές κινήσεις ο άνδρας εκείνος αναζήτησε κάτι στην μέσα τσέπη του πανωφοριού του. Πίστεψα πως ετούτες ήταν οι τελευταίες μου στιγμές. Όμως εκείνος δεν είχε τέτοια πρόθεση, μονάχα με αφορμή την ομορφιά εκείνου του πορτραίτου θέλησε να πιάσει μαζί μου την κουβέντα. Ανασήκωσε μια ιδέα το μπορ του και τότε τον αναγνώρισα. Ήταν βγαλμένος θαρρείς από κάποιο σκίτσο του Φώτη Κόντογλου, καμωμένος σαν ξυλογραφία, με αδρές γραμμές σαν να τον κόβει η νύχτα. Στην φωτογραφία η Μπετίνα της ζωής του, το δεκατετράχονο άστρο που του πήρε την χαρά με την άρνησή της. Όπως μου εξήγησε τώρα πια τριγυρνά στα πέριξ της μονής και όλο ονειρεύεται πως κάποιο βράδυ , πάντα δεκατετράχονη και πάντα δροσερή, η Μπετίνα του γνέφει όλο έκπληξη στην αρχή της αγάπης τους. 

Τίποτε δεν προμηνύει απόψε το τέλος της ζωής του. Τον κυριεύει μια θλίψη – το βλέπω τώρα πια καθαρά στο πρόσωπό του-, μοιάζει με φιγούρα βγαλμένη από παλιά ταξιδιωτικά του Μανταβίλα, ένας ιππότης με την δεσποσύνη του για πάντα χαμένη, ένας δον Κιχώτης έξω από τις σελίδες του μύθου. Θα μπορούσα κάτι να βρω και να του πω μα ήταν μια από εκείνες τις στιγμές που πρέπει κανείς να σωπαίνει. Τον άκουσα καθαρά που ψιθύρισε το όνομά της, τρεις φορές, σαν προδοσία. Μπετίνα, Μπετίνα, Μπετίνα, και γύρω του ξυπνούσαν πιανιστικά κομμάτια άφθαστου ρομάντζου. Και το γαλάζιο μου στενό γίνηκε για εκείνον ο λαχανόκηπος του βιβλίου. Μονάχα που την Αλίκη πια την ονομάζανε Μπετίνα και ήταν ένας έρωτας καταδικασμένος από τους ανθρώπους. 

Αργά ανασηκώθηκε από την θέση του. Άφηνε τόσους υπαινιγμούς ανοιχτούς και πλάι του χιλιάδες σκιές πεθαίνανε για πάντα. Κάπου ταξίδευε, με το βλέμμα του απλανές, όπως εκείνου που στοχάζεται την ιστορία του ή πάλι εκείνον που ξαναζεί τα πράγματα ως το τέλος τους. Θα ‘θελα να του πω πως ο καιρός πέρασε, πως τα κορίτσια της ζωής του είναι πια νεκρά. Πως η πόλη αγρίεψε, πως δεν έχει θέση πια για εκείνον. Τίποτε δεν είπα, επειδή τα μάτια του μου φάνηκαν από τρελό αλουμίνιο. Χάθηκε στην έρημη λεωφόρο και σαν τον ακολούθησα πουθενά δεν βρήκα το ίχνος ή την φιγούρα του, έστω μακρυσμένη. Είχε σβηστεί από τούτο τον κόσμο έτσι ακριβώς όπως είχε κάνει την εμφάνισή του, με έναν τρόπο που σε άφηνε άναυδο και ολότελα αφοπλισμένο. 

Εκεί που καθόταν βρήκα την φωτογραφία που κοιτούσε. Στην πίσω της πλευρά έγραφε με αχνή καλλιγραφία το όνομα Μπετίνα. Και λίγο πιο κάτω δυο στίχους που στο νου μου χαράχτηκαν για πάντα. 

Κι’ από τότε που θρηνώ
το ξανθό και γαλανό
και ουράνιο φως μου,
μετεβλήθη εντός μου
και ο ρυθμός του κόσμου.

Τότε είπα, μαρτύριο αναβρυτικό είναι ο έρωτας και αποχαιρέτησα για πάντα την Μπετίνα. Το απέναντι κατάστημα με μια πρόχειρη, χαρτονένια επιγραφή, σφράγιζε την ιστορία. 

«Κιονόκρανα και καλούπια για προτομές. Καλλιτεχνήματα εκ μακεδονικής Βιζύης, ολίγα στον αριθμό. Σπεύσατε!» Μα εγώ είχα δέσει σαν αρχαίο πλοίο, σε εκείνο το μετεβλήθη. Σε αυτόν τον κορυφαίο αόριστο της ελληνικής γραμματείας, τον τόσο παθητικό που καίγεται δεκαετίες τώρα μες στην τραγική μοναξιά του Γεωργίου Βιζυηνού.

Απόστολος Θηβαίος