Η αλήθεια είναι στο τουίστ, αγάπη μου

[… «Ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις» ή «Αυτή είναι η ζωή» ή πάλι «Εφηβικός Γάμος». Να μερικοί τίτλοι με τους οποίους παραμένει ζωντανό το απίθανο τραγούδι του Τσακ Μπέρι. Κάνει λόγο για την ζωή δύο εφήβων που σιγά σιγά κατορθώνουν να αποκτήσουν μια πλούσια ζωή. Ο Τζον Τραβόλτα και η Ούμα Θέρμαν, χρόνια μετά, σε κάποιο νυχτερινό μαγαζί αναπαλαιώνουν μοναδικά το τραγούδι σε μία από τις σκηνές που σημάδεψαν τον σύγχρονο κινηματογράφο…]

Στις τρεις ακριβώς χτύπησε το κόκκινο τηλέφωνο. Ο κύβος ερρίφθη είπε η φωνή δίχως συναίσθημα. Να ετοιμαστούν οι μονάδες. Το περιστατικό είναι σοβαρό. Θα σταλούν κωδικοποιημένες οδηγίες μέσω τηλέγραφου. Πλήρη ετοιμότητα, επαναλαμβάνω πλήρη ετοιμότητα καθ’όλη την διάρκεια του εικοσιτετραώρου. Ο κύβος ερρίφθη, εμπρός μας στέκει το χρέος. Όβερ. 

Ο διαβιβαστής πάγωσε για μια στιγμή. Το αίμα του έπαψε να κυλά μες στις φλέβες και ο κόσμος ξαφνικά σαν να στένεψε. Ώστε αυτό ήταν, ο κύβος ερρίφθη είπε και αμέσως επανήλθε. Φόρεσε στα γρήγορα το σακάκι του, χτένισε τα μαλλιά του και άρχισε να ανηφορίζει το κλιμακοστάσιο με τεράστιες δρασκελιές, αντίστροφα ανάλογες της συνηθισμένης του νωθρότητας. Πρώτα θα πάει στον κύριο Επιτελάρχη, θα του παραδώσει το μήνυμα και θα προσμένει τις οδηγίες για τον χειρισμό του περιστατικού που δεν μοιάζει καθόλου με τις συνηθισμένες εμπλοκές. Οι υπόλοιποι φαντάροι τον κοιτάζουν που περνά από τους κατάμεστους διαδρόμους. Πίσω του παρασέρνει καρέκλες, τραπέζια, ο μάγειρας σχεδόν κόντεψε να πετάξει ολόκληρη την κατσαρόλα με το βραδινό. Αυτό θα ήταν καταστροφή και η αλήθεια είναι πως ο μάγειρας φέρεται πολλές φορές θερμά και με ένστικτο. Θεέ μου, αν τον πιάσει δεν θέλει κανείς να σκεφτεί τι τύχη τον περιμένει.

 Οι αγουροξυπνημένοι οπλίτες, άλλος με τα σώβρακα και άλλος κακοντυμένος, με τα κουμπιά του στραβά πιασμένα σε τέτοιο βαθμό ώστε ποτέ δεν θα ήταν δυνατόν κάποιος να δοκιμάσει να επιδιορθώσει αυτό το παράδοξα φορεμένο σακάκι. Ο ιδρώτας κυλά από το πρόσωπό του, ο κύριος Επιτελάρχης απουσιάζει. Σειρά έχει ο κύριος ταγματάρχης μα δεν βρίσκεται ούτε εκείνος κοντά. Το τηλέφωνό του είναι κλειστό και είναι αδύνατο να τον εντοπίσει κανείς, έτσι επιρρεπής που είναι στον ποδόγυρο. Όλη η πόλη το γνωρίζει, ο κύριος ταγματάρχης νοιάζεται μονάχα για το φουστάνι, δεν είναι να του δώσεις την κόρη σου, σκέτος κίνδυνος συζητούν οι άνδρες στα καφενεία. Έπειτα σχολούν οι μοδιστρούλες και όπως είναι φυσικό το ούζο ρέει άφθονο και ο νους τους υπνωτίζεται καθώς υπέροχα κορίτσια – σκέτα καλοκαίρια θα πει κανείς – περνούν και ρίχνουν μια ματιά στους καθώς πρέπει κυρίους που έχουν χάσει την μιλιά τους από την απέραντη ομορφιά και τα κοντά φουστάνια. Τα επιφωνήματα ακούγονται, άλλα έξυπνα και άλλα κάπως πρόστυχα, να ταιριάζουν γάντι με την γενικότερη πορνογραφία του καιρού. 

Ο κύριος διοικητής βρίσκεται στο γραφείο του. Ο διαβιβαστής παρουσιάζεται. Στέκει προσοχή και παραδίδει το έγγραφο στον ανώτερό του. Εκείνος διαβάζει, ξανά και ξανά, έπειτα φορά τα γυαλιά του, τα βγάζει, τα σκουπίζει, τα ξαναφορά, σηκώνεται, φορά το σακάκι του, κράνος, εξάρτηση και αρχίζει να ουρλιάζει διάφορα παραγγέλματα. Κάτι υπνωτισμένοι φαντάροι στο αναψυκτήριο ξυπνούν για τα καλά. Ο κύριος διοικητής καλεί τον κύριο Επιτελάρχη, τον κύριο ταγματάρχη, τον αρχηγό της Εθνοφρουράς, τον αστυνομικό διοικητή, τον αρχηγό της πυροσβεστικής, τον επικεφαλής του ταχυδρομείου, δυο δασκάλους και έναν δήμαρχο. Όλοι φθάνουν αγουροξυπνημένοι, μάλιστα ο κύριος ταγματάρχης φορά με ασκήσεις εξαιρετικής ισορροπίας το παντελόνι του και πλησιάζει επικίνδυνα τα σκαλοπάτια της μεραρχίας. Αν δεν προλάβει θα βρεθεί σωριασμένος χάμω και ίσως με ανοιγμένο το κεφάλι ή χαμένα μερικά από τα δόντια του. Τίποτε από όλα αυτά δεν θα συμβεί. Ο κύριος ταγματάρχης σκαρφαλώνει με επιδέξια βήματα εκείνη την μαρμάρινη σκάλα. Με τέτοια στελέχη, έξοχα γυμνασμένα δεν έχουμε να φοβούμαστε τίποτε, λέει η ηλικιωμένη κυρία από το απέναντι κατάστημα, κοιτάζοντας με λαγνεία την κορμοστασιά του κυρίου ταγματάρχη. Ο κύριος Επιτελάρχης φορά ακόμη την νυχτικιά του και η αλήθεια είναι πως μοιάζει με ένα άσχημο και κάπως κωμικό φάντασμα. Περπατά με στόμφο και πίσω του ανεμίζει η ολόλευκη νυχτικιά. Οι φαντάροι, σκόρπιοι εδώ και εκεί σε θελήματα ή ονειροπολήσεις σφυρίζουν και γελούν με την όψη του κατά τα άλλα αυστηρού αξιωματικού. 

Τώρα όλοι βρίσκονται καθισμένοι γύρω από το τραπέζι. Δεν συζητούν, μονάχα κοιτάζουν με αμηχανία τον κύριο διοικητή που στριφογυρίζει τον μύλο του περιστρόφου του και ψιθυρίζει κάτι ακατάληπτα λόγια. Κοιτάζουν μια εκείνον, μια το περίστροφο και ξεροκαταπίνουν από τον φόβο τους. Όλοι πήραν τον λόγο, άλλος είχε στο νου του μια πιο συνετή παρακολούθηση των γεγονότων και άλλοι ύψωναν κιόλας την σημαία της μεραρχίας, προσμένοντας το γενικό πρόσταγμα που θα τους ανεβάσει στο πάνθεον των ηρώων. Ο κύριος διοικητής παραμένει σιωπηρός, επιφυλακτικός, στέκει πίσω από τους καπνούς του τσιγάρου του και κάτι συλλογίζεται.

 Είναι χωμένος βαθιά στις σκέψεις του όταν η γραμματέας εμφανίζεται ξαφνικά στον προθάλαμο της αίθουσας κρίσεων. Το πρόσωπό της είναι παγωμένο, την συνοδεύουν δυο πάνοπλοι και κάπως μελαγχολικοί φαντάροι με λευκά φανελάκια ή μισόγυμνοι με ξέσκεπα στήθη, εμπνευσμένοι δίχως αμφιβολία από τα αμερικάνικα, πολεμικά φιλμ και την πινακοθήκη του Τσαρούχη. Ο κύριος διοικητής ρίχνει μια ματιά κάτω στην αυλή. Οι φαντάροι τρέχουν αλλόφρονες, όπλα εκπυρσοκροτούν, ακούγονται βρισιές, ο ουλαμός ξερνά ΡΕΟ με νυσταγμένα φώτα. Παντού μυρίζει βενζίνα και φόβος. Κάποιοι φαντάροι διατάσσονται να λάβουν θέση στην κρυφή σκοπιά ακριβώς στην πύλη της μεραρχίας. Ο ένας φτιάχνει διαρκώς το κράνος του και τρέμει, σαν να παίζεται ολόκληρη η ζωή του σε εκείνο το νούμερο. Αυτοκίνητα ταξιαρχών και στρατηγών και κρατικών υπαλλήλων περνούν ακατάπαυστα την είσοδο του στρατοπέδου. Απ’άκρη σε άκρη ακούγεται η σκουριασμένη φράση αλτ!, τις ει, σύνθημα, παρασύνθημα, τελαμώνας που σκίζεται , ο ήχος από τις σφαίρες που πέφτουν στο πάτωμα, κάθε συγκυρία θα μπορούσε να παγώσει την καρδιά σου για πάντα. 

Ο κύριος Επιτελάρχης απευθύνεται στην γραμματέα. Την επιπλήττει και έπειτα ζητάει εξηγήσεις. Καλύτερα να παρακολουθήσετε τα νέα. Ο κύριος Διοικητής ανοίγει την τηλεόραση και θα άξιζε τον κόπο να μπορούσε κανείς να κρατήσει για πάντα αναλλοίωτες τις εκφράσεις εκείνων των ανθρώπων. Ο κύριος διοικητής ακούμπησε το περίστροφο στο τραπέζι και ανασήκωσε το κράνος του, όπως ο φαντάρος στην κρυφή σκοπιά της πύλης. Στον δέκτη η σκηνή ενός κατάμεστου θεάτρου και σε πρώτο πλάνο δυο ακίνητες φιγούρες. Πιο πίσω η ορχήστρα με τα έγχορδα που δεν γνωρίζουν από ηλικίες και τα ρέστα. Ο μαέστρος ανεβασμένος σε έναν εξώστη, σαν παρουσία θεϊκή δίνει τον τόνο και η ορχήστρα βγαίνει μπροστά. Πάει να πει πως ο πιανίστας αρχίζει να παίζει μια κεφάτη μελωδία που κάνει τις δυο φιγούρες να διακόψουν την ακινησία τους και να επιδοθούν σε ένα ξέφρενο χορό. Είναι οι αρχηγοί των δύο στρατευμάτων που σύμφωνα με τον διαβιβαστή είχαν κηρύξει ο ένας στον άλλον τον πόλεμο. Έχουν βγάλει τα σκαρπίνια τους και χορεύουν ένα ξέφρενο τουίστ καθώς ο πιανίστας περιφέρεται με χάρη και σπιρτάδα πάνω στις οκτάβες του παλιού πιάνου. Οι αρχηγοί εκτελούν τις φιγούρες τους με περίσσια χάρη και αξιοσημείωτη ακρίβεια, κάτω το κοινό χειροκροτεί ρυθμικά. Κάποιοι στον διάδρομο μιμούνται τις κινήσεις των πρωταγωνιστών της σκηνής. Οι κυρίες ανασηκώνουν τα βολάν των φουστανιών τους καθώς ακολουθούν την ορχήστρα, χορεύοντας με νεαρούς ανθυπολοχαγούς που διαθέτουν θεληματικά πηγούνια και αξεπέραστη προοπτική. 

Ο κύριος διοικητής κοιτάζει τους παρευρισκόμενους. Έπειτα με στυλ  πυροβολώντας στην οροφή της αίθουσας πλησιάζει την γραμματέα που έχει κιόλας αρχίσει να λικνίζεται στον ρυθμό. Οι άλλοι χορεύουν μεταξύ τους όσο ο κύριος διοικητής κατευθύνεται με χάρη προς την γραμματέα, δείχνοντας ομολογουμένως ξεχωριστή επιδεξιότητα στην τέχνη του χορού. Τώρα οι δυο τους χορεύουν όσο ο πιανίστας διασκεδάζει τους αξιωματικούς που συρρέουν μέχρι αργά, πάντα εύθυμοι και πάντα χαμογελαστοί.

Και ο διαβιβαστής; Τι ξέρουμε για αυτόν;

Εκείνος επέστρεψε στο πόστο του. Ο τηλέγραφος είχε νεκρωθεί, ήπιε, λένε βιαστικά το ποτό του και πνίγηκε μες στους καπνούς ενός άφιλτρου. 

Δηλαδή δεν έγινε πόλεμος; 

Μα όχι, σε καμία περίπτωση. Εκείνη την νύχτα συνέβη κάτι ολότελα διαφορετικό. Αντί για τις εχθρικές δηλώσεις και τις αλληλοκατηγορίες σε όλες τις μονάδες και τις υπηρεσίες των άλλοτε αντίθετων πλευρών ξέσπασε ένα ξέφρενο τουίστ έτσι που όλοι οι βαθμοί να έχουν πια μπερδευτεί μες στα βήματα και τις φιγούρες. Η ειρήνη χρειάζεται λίγη τρέλα και ο κύριος διοικητής που παριστάνει τον πρωταγωνιστή σε κάποιο γουέστερν, ολότελα μεθυσμένος από μπέρμπον και ευτυχία, του δίνει και καταλαβαίνει. Σαν μαθητούδια οι άλλοτε αποφασιστικοί αρχηγοί ακολουθούν στον δέκτη τον ρυθμό που δεν συγχωρεί και επιβάλλει αστείες κινήσεις, όπως αυτές με τις ονομασίες «μπάτμαν» και «πώς λιώνει κανείς μερικές πατάτες». Ευτυχώς ο πόλεμος αποφεύχθηκε και τον πιανίστα δεν τον πυροβόλησε κανείς. Τι παράξενη αλήθεια εξέλιξη, σκέφτηκε ο διαβιβαστής καθώς αποκοιμόταν πλάι στον τηλέγραφο που λαμβάνει ασταμάτητα κωδικοποιημένα μηνύματα αγάπης.

Α.Θ