Εορταστικό ωράριο

αφιερωμένος σε εκείνες και σε εκείνους
που αμπαλάρουν τα όνειρά μας

«Παρακαλώ, κύριε», «περιμένω εδώ και δέκα ολόκληρα λεπτά για λίγη από την προσοχή σας», «αν δεν μπορείτε να δουλέψετε τούτες τις μέρες κλείστε το» (βροντερός χτύπος στην πόρτα), «χρειάζεστε προσωπικό, φροντίστε το λοιπόν», «υπάρχει κάποιος να μας εξυπηρετήσει, αμφιβάλλω, αμφιβάλλω πολύ» και άλλα τέτοια.

Που σημαίνουν πως η Δευτέρα πρόκειται να είναι μια απίστευτα δύσκολη μέρα. Τρέχει από πελάτη σε πελάτη, επιστρέφω αμέσως λέει με ένα ψεύτικο χαμόγελο και καπνίζει στα κρυφά για να αντέξει. Ο υπεύθυνος φωνάζει διαρκώς το όνομά του, ένας μεταφορέας στοιβάζει έξω από την πόρτα πακέτα ολόκληρα με είδη συσκευασίας. Σακούλες με τον άγιο , κορδέλες, σχοινάκια, ψεύτικες, γυαλιστερές πέτρες που κάνουν την διαφορά. Ιθαγενείς τότε και τώρα που εξαγοράζονται με το τίποτε, μας ταιριάζει.

Ο υπεύθυνος του δείχνει με το βλέμμα του πως τα υλικά συνιστούν δική του υπόθεση. Και εκείνος τρέχει από τον πελάτη ως την εξώπορτα και έπειτα ξανά πίσω και ως το ταμείο και την αποθήκη για να βρει το σωστό νούμερο για τις γόβες του κοριτσιού που ποζάρει όλο στυλ στον καθρέφτη και του κόβει την ανάσα. Μα γρήγορα συνέρχεται, επειδή ο υπεύθυνος τριγυρνάει σαν τους ανθρωποφύλακες εδώ και εκεί, απαιτώντας, διορθώνοντας, ψιθυρίζοντας, χτυπώντας το χέρι του στον πάγκο, χαμογελώντας όλο γοητεία στην κυρία που γυρεύει αποκλειστικότητα. Ξεκλέβει ένα λεπτό, ανάβει ένα τσιγάρο – και αυτό βιαστικό – και την φέρνει στο νου του. Του χαμογελά, έπειτα σκορπίζεται, μετά ποζάρει στον κεντρικό καθρέφτη με ένα στυλ μοιραίο, περπατά με χάρη και έπειτα πάλι πίσω γεμάτη αμφιβολία. Ο υπεύθυνος του λέει, φρόντισε την και εκείνος δίχως να μιλά, όπως κανείς γονατίζει πριν την προσευχή, στέκει εμπρός της δίχως να την κοιτάζει. Επειδή αν τύχει και τον αντικρίσει θα δει πως η καρδιά του έχει γίνει χίλια κομμάτια για την ίδια, για τούτο το ολομόναχο κορίτσι που μοιάζει τόσο όμορφο μες στην απόλυτη μοναξιά του. Οι πελάτες συνωστίζονται, ζητούν διευκρινίσεις, παζαρεύουν την τιμή, οι πελάτες έχουν δίκιο. Μα όχι σήμερα, όχι σήμερα. Γιατί τούτη την μέρα όλα συνοψίζονται στα μάτια του κοριτσιού που είναι υγρά και κόκκινα και καρφώνουν το είδωλό τους μες στον καθρέφτη.

Θα ήθελε να έχει ότι χρειάζεται για να της αγοράσει εκείνες τις γόβες. Σκέφτεται τον τρόπο που θα το έκανε. Θα την άφηνε να φύγει όλο απογοήτευση μα εκείνος θα είχε ήδη καταλάβει τι χρειάζεται. Τρέχει πίσω της, περνά δίχως να κοιτάξει την πολύβουη διασταύρωση, ο θεός του έρωτα τον προστατεύει και το μίνι μπας την τελευταία στιγμή πέφτει στα φρένα. Όλοι γυρνούνε να δούνε τι έχει συμβεί. Και το κορίτσι μαζί τους. Τα μάτια της φαντάζουν καμωμένα από φώσφορο και χρυσόσκονη, ο οδηγός του μίνι μπας ουρλιάζει, ο άλλος μαζεύει τις γόβες από το οδόστρωμα. Έχουν κυλήσει έξω από το κουτί τους και έχουν λεκιάσει με κόκκινο βερνίκι τον δρόμο. Και εκεί μες στο πλήθος που χειρονομεί τα βλέμματα τους ανταμώνουν. Εκείνη χαμογελά, ευθύς αποκαλύπτονται αστερισμοί μέχρι πρότινος χαμένοι. Θέλει να της υποσχεθεί την πιο βαθιά νύχτα, μα η φωνή του καλύπτεται από τις οκτάβες της πόλης. Όλα κρέμονται σε μια κλωστή. Εκείνη πλησιάζει, το πλήθος ανοίγει για να περάσει, τα σχόλια πάνε και έρχονται, εκείνος πάντα στο οδόστρωμα με μια κόκκινη γόβα στα χέρια του και ένα χαμόγελο όλο αφέλεια και αμεριμνησία να στολίζει τους είκοσι μήνες της. Κάποιος έχει προλάβει να κρεμάσει τα πιο όμορφα στολίδια, στο απέναντι μαγαζί κάποιος ανοίγει έναν μαργαριταρένιο καταρράχτη. Δεν υπάρχει άλλη σκηνή. Είναι η τρελή του φεγγαριού ή μονάχα μια αχυρένια κούκλα, ψεύτικη, ψεύτικη, ψεύτικη. Είναι η μόνη που μπορεί μες στον κόσμο να αποδείξει πως μες στην πρόστυχη ανθρωπότητα μπορεί κανείς να βρει την πιο θεϊκή φύση.

Το κορίτσι πλησιάζει. Απλώνει το χέρι της. Η πληγή του βάφει πιο κόκκινη την γόβα, όσο ο υπεύθυνος έρχεται ουρλιάζοντας από το βάθος του δρόμου. Είναι θυμωμένος και κρατά την απόλυσή του στα χέρια, από ένα μεγάφωνο ακούγεται η αντίστροφη μέτρηση. Δεκατέσσερις μέρες, δέκα ώρες και τριάντα δευτερόλεπτα και έπειτα μια γενναία ποσότητα κομφετί αφήνεται στον αέρα από δυο ντυμένους με στολή χιονάνθρωπους που εργάζονται σκυλίσια έξω από το πολυκατάστημα. Το κορίτσι καταλαβαίνει, του δίνει ένα φιλί και απομακρύνεται. Και ο υπεύθυνος; Μα εδώ είναι το καλύτερο κομμάτι της ιστορίας. Την ώρα που περνούσε την διασταύρωση το μίνι μπας επαναλαμβάνει το δρομολόγιό του και με φόρα τον χτυπά.

Επόμενο καρέ. Εκείνος στην θέση του υπεύθυνου και κάποιος άλλος με λευκά εμαγιέ δόντια και πρωτοφανή φιλοδοξία εκτελεί πειθήνια τις εντολές του. Ότι και να συμβεί έχει υποσχεθεί πως δεν θα τρέξει ποτέ στα τυφλά ως την διασταύρωση. Αυτός δεν είναι σαν τους άλλους και αφήνει βέβαιος για όλα, τουλίπες καπνού σαν να ανασαίνει βαμβάκι. Στην σκοτεινιά του δωματίου αναβοσβήνουν κατακόκκινα πορθμεία.

Άραγε τι θα φέρει το αύριο, σκέφτεται. Και το παλιό αγκάθι στην καρδιά τον πονάει. Καμιά φορά ξεχνά ποιος είναι, μα υπάρχει πάντα το κορίτσι της διασταύρωσης, το στερνό σκίρτημα της καρδιάς του και μια πυρετώδης επιθυμία.

Ω, είναι στα αλήθεια είναι δύσκολη η ζωή εκεί έξω. Το όνειρο γκρεμίζεται ξαφνικά, ο υπεύθυνος τον γυρεύει. Τώρα πια δεν φοβάται, μάλλον είναι ανακουφισμένος για το γεγονός πως κανείς δεν σκοτώθηκε στην διασταύρωση λίγα μέτρα πιο κάτω.

Όσο για το κορίτσι, ίσως και να υπήρξε. Ρωτήστε τον καθρέφτη.

Α.Θ