Εσύ ξέρεις καλύτερα, Τσέζαρε

[…Της ταιριάζουν
ονόματα παραμυθένια
όπως
«Λιλοφέε,
Λιλοφέε,
δεν σε αγαπώ,
δεν σε αγαπώ»…]

Τον Μάη του 2021 ο Φοίβος Δεληβοριάς και η Νεφέλη Φασουλή αφήνουν ελεύθερο το τραγούδι τους. Και κάπως έτσι, όλοι εμείς που χρωστάμε μια αφιέρωση σε κάποιο παλιό λεύκωμα, βρίσκουμε τις λέξεις, τις μελωδίες και το θάρρος που θέλει η αγάπη για να ανθίσει και ίσως να αντέξει μες στους άγριους καιρούς.

Η Κυριακή έρχεται δίχως θόρυβο. Κατηφορίζει από κάθε λεωφόρο, ανεμίζει πάνω από τον δρόμο που είχε θαφτεί μέχρι πριν από λίγο κάτω από τόνους νύχτας. Το χρώμα της το λένε μαύρο, εγώ το λέω απουσία χρώματος. Οι πιστοί τραβούν για τις εκκλησίες, πίνουν το φως του Οκτώβρη με τις καρδιές τους ορθάνοιχτες. Σε κάθε στενό γίνονται παρέες, όλο και μεγαλύτερες, λίγο ακόμη και θα σκεφτούν τον έρωτα. Όλα τα θυμιατήρια θα σβήσουν από το νου τους. Μα την κρίσιμη στιγμή χάνονται μες στον προθάλαμο, προσκυνούν και συλλογίζονται πώς θα είναι άραγε σαν θα έχουν πεθάνει.

Και έξω η Κυριακή παίρνει το σχήμα σου. Πάει να πει κυκλοφορεί με πολύχρωμα μπλουζάκι και λυτά μαλλιά, με ένα χαμόγελο καρφιτσωμένο πάνω στο γκρίζο σακάκι της πολιτείας. Η απουσία σε ζωγραφίζει καλύτερα από κάθε πραγματικότητα. Αν το θελήσω θα φέρω την βροχή, άλλωστε ο νους μου παραμένει παραγεμισμένος με βρόχινα σύννεφα. Ανοίγω την τηλεόραση και φθάνουν οι άμαχοι κοπάδια ολόκληρα με τρομαγμένα βλέμματα. Φτιάχνω καφέ και τους ρωτώ πώς είναι να αγαπούν και να φοβούνται μαζί. Δεν αποκρίνονται, τα στόματά τους είναι γεμάτα από χώμα. Τους λείπει ένα χέρι, μερικοί από αυτούς δεν έχουν μάτια, θυμίζουν το ακέφαλο αγόρι που τριγυρνά στους διαδρόμους ενός ιρλανδέζικου καστρόπυργου. Λίγο ακόμη και θα γεράσω, θα γίνω σοφότερος, λέει και τότε θα βρω τις λέξεις που ταιριάζουν στο πρωινό σου φουστάνι.

Ανοίγω το ραδιόφωνο, με κινήσεις χειρουργικές πετυχαίνω τον σταθμό. Τα τραγούδια πέφτουν σαν βροχή, μιλούν για σένα και για μένα, μα κανείς εκεί έξω, δεν το γνωρίζει. Σου στέλνω αφιερώσεις, δυναμώνω την ένταση, σιγά σιγά σαν να πρόκειται για μικρές προσθήκες σε μισοτελειωμένη ζωγραφιά εμφανίζονται φιγούρες στα απέναντι μπαλκόνια. Άραγε να σε αγαπούν όπως και εγώ; Δεν τους ρωτώ και σφραγίζω πόρτες και παράθυρα. Στην κουζίνα με παραστέκει ένα κορίτσι ίδιο με αρετή. Την ονομάζω σιωπή και της φιλώ τα χέρια, είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω για να την ευχαριστήσω. Παντού στα πλακάκια του σπιτιού άτακτα τα γράμματα. Σκύβω και τα μαζεύω όπως κάνουν οι άνθρωποι με τα ετοιμόρροπα κρινάκια. Τα σηκώνω τρυφερά και τα αφήνω στο τραπέζι της κουζίνας. Όταν μετά από καιρό θα βρω το κουράγιο, θα τα βάλω στην σειρά. Και κάπως έτσι θα ξυπνήσει ο Οκτώβρης από εκείνο τον αιώνιο λήθαργο που κρατάει τους μήνες σε ανημποριά. Διαβάζω στο ημερολόγιο την λέξη φθινόπωρο αργά, συλλαβή την συλλαβή. Παντού μυρίζει απουσία και πικρές καρδιές, μα εγώ πρέπει να αντέξω. Η θάλασσα που έφτιαξες ανάμεσά μας θα την χαρίσω σε ένα μικρό παιδί, να έχει να παίζει όταν πια φθάσει η χειμωνιάτικη εποχή της αγάπης.

Κλείνω το ραδιόφωνο, οι μοτοσικλέτες που έχουν μόλις ξυπνήσει περνούν από την λεωφόρο. Οι έρωτες φορούν τα κράνη τους, τα χέρια που δένονται πάνω στο ντεπόζιτο, δυο που πετούν χρώμα στην πόλη δεν είναι λίγο, δεν είναι λίγο. Κάθε Κυριακή οι καρδιές εκπαιδεύονται στο μοίρασμα μα αυτή είναι μια άλλη ιστορία, με λιγότερη μοναξιά από αυτήν εδώ που στέκει απέναντι και με κοιτάζει. Θα βρω να τρυγήσω την πόλη, τους δρόμους, τις γωνιές. Θα βγω να σε γυρέψω, μα δεν ξέρω ακριβώς πώς μοιάζει το πρόσωπό σου. Το μόνο που θυμάμαι είναι το φουστάνι σου, μια σημαία που ανεμίζει κάτω στους δρόμους, μια χώρα που δεν ανήκει σε κανέναν.

Θα ρωτήσω για σένα, θα σε ζωγραφίσω στους τοίχους με την κρυφή ελπίδα πως δεν είσαι εκείνο το τίποτε του μυαλού μου που το παραδέρνει ο άνεμος. Θα ρωτήσω τον γάτο που ρουθουνίζει ασθματικά και κατέχει όλα τα μυστικά. Θα κάνω και εγώ όπως οι ήρωες των παραμυθιών. Θα αφήνω λέει, βρεγμένα χνάρια πάνω στα πεζοδρόμια για να έχεις ένα κλειδί στα χέρια σου όταν πια θυμηθείς πως το μόνο που απομένει είναι η αγάπη. Ξέρω, οι φίλοι θα πουν πως ο καιρός περνά, πως τα πράγματα αλλάζουν δίχως να λογαριάζουν την δική μου μελαγχολία, πως τα ανοιξιάτικα φαντάσματα υπήρξαν μονάχα στο μυαλό μου. Ξέρω, οι φίλοι θα πουν πως όλα αυτά συνιστούν μάλλον ένα όνειρο και η γραμμή θα κλείσει, κάνοντας και πάλι την σιωπή να μοιάζει με εκείνο που πάντα ήταν.

Πάει τέλειωσε. Θα βγω να ψάξω για την κυριακάτικη ομορφιά σου. Είναι δύσκολο να την βρει κανείς, φαντάζει τόσο λίγο ταιριαστή με αυτούς τους άγριους δρόμους. Θα διαβάσω τα ποιήματα της Κατερίνας Γώγου, αυτά που είναι γραμμένα πάνω σε τοίχους και κάνουν λίγο πιο θερμό, λίγο πιο τρυφερό και ανθρώπινο τον αθηναϊκό νεοκλασικισμό. Θα κάνω ότι μπορώ, μόνο για σένα που κερδίζεις στα σημεία τον σκάρτο κόσμο, εκεί έξω. Θα βάλω τα δυνατά μου και μέχρι να προβάλλει και πάλι εκείνο το θανάσιμο φεγγάρι, εγώ με τα φτερά που μου δάνεισες θα πετάξω πάνω από την πόλη. Έχω αφήσει τα χέρια και την καρδιά μου κάτω χαμηλά και έτσι ελαφρύτερος, κλέβω από την μοναξιά μου. Όσα ονειρεύομαι θυμίζουν υγρή ομίχλη μα εγώ θα επιμείνω επειδή το κορίτσι που αγαπώ ζει κιόλας πέρα από τον ωκεανό.

Πρωί Δευτέρας. Κινήσεις γνώριμες και σε μια γωνιά η Κυριακή που πεθαίνει. Αυτή η γωνιά βρίσκεται στην καρδιά μου. Ωστόσο δεν έχω χρόνο, μια ειδοποίηση λέει πως το λεωφορείο πλησιάζει από στιγμή σε στιγμή, φορτωμένο ήρωες που τα κατάφεραν και άντεξαν. Ανοίγω την πόρτα, πατώ πάνω σε σκοτωμένα φτερά πεταλούδας, στα τσόφλια των άστρων που σκοτώθηκαν για χάρη σου, στο δικό σου αγκάθι. Πεθαίνω μονάχα για λίγο. Σε ακούω που με φωνάζεις και ας ξέρω πως είναι στα ψέματα. Σκέφτομαι πως μια τέτοια ώρα άνθρωποι και αστερισμοί λιώνουν μες στην απόγνωση.

Καλό μήνα γράφει παντού στην πόλη, στα πρόσωπα των ανθρώπων. Ο καιρός που περνά σκέφτομαι, ο κόσμος που αλλάζει και εγώ που φοβάμαι.

Μόνο ο ήλιος που κατέβαινε λοξά και ο υγρός αέρας δεν άλλαζαν, μου λέει συνωμοτικά ο Τσέζαρε και ρίχνεται με θάρρος στον κόσμο που παλιώνει.