Όλοι οι ποιητές που αγαπώ κοιμούνται βυθισμένοι. Τα ποιήματά τους αντέχουν ακόμη όμως οι ίδιοι φορώντας τα κολάρα τους, μαζεύονται όταν εσύ και εγώ δεν μπορούμε πια να τους νιώσουμε, μαζεύονται στα φανταστικά καφενεία της 3ης Σεπτεμβρίου. Πλάι στα σκονισμένα πικ απ, πίνουν σιωπηλοί όσο τριγύρω κολυμπούν οι στίχοι. Πριν το χάραμα, μες σε συμφωνίες γαλάζιες, πληρώνουν και φεύγουν. Σε λίγο θα ηχήσει η σειρήνα της πρωινής βάρδιας. Και οι ποιητές, όπως ο Γιάννης Βαρβέρης που ήρθε απόψε να με δει, πιάνουν την κοπιαστική δουλειά τους στα μεταλλεία της μνήμης. Παράξενοι οδοκαθαριστές βάφουν με στίχους την “Εμμανουήλ Μπενάκη” και όσοι τους έχουν δει ξέρουν για τι πράγμα σας μιλώ.
Και έπεφταν οι σιωπές με κάτι μεγάλες, επώδυνες στάλες. Τίποτε άλλο δεν μπορώ να σας πω για εκείνη την ώρα. Μονάχα πως η αχυρένια κούκλα, αυτή που είχε πεταχτεί νωρίς το πρωί στους σωρούς των σκουπιδιών πήρε να ανοιγοκλείνει τα μάτια της. Στάθηκε με δυσκολία στα πόδια της και έκανε ένα δυο βήματα προτού σωριαστεί χάμω. Θυμήθηκα εκείνο το παραμύθι με το ξύλινο αγόρι και τον γερο μαραγκό και τον σκοτεινό θίασο. Έφερα στο νου μου τις σκηνές, τα λόγια του, για μια στιγμή πίστεψα πως εγώ είμαι εκείνο το παιδί. Πως η αχυρένια κούκλα επειδή με αγάπησε πολύ παίρνει τώρα την δεύτερη ευκαιρία που της αρνήθηκε των παιχνιδιών η μοίρα.
Η αχυρένια κούκλα στάθηκε πλάι μου. Ήταν ένα άστρο η αχυρένια μου κούκλα, με ετοιμόρροπα πόδια και μια ζεστή καρδιά. Μου έδειξε το φουστάνι της, έριχνε από τα μαλλιά της στάχτες και χιόνια, χόρευε διστακτικά χαρίζοντας ζωή σε εκείνα τα κουδουνάκια που είχε κρεμασμένα στο τριμμένο της βολάν. Δεν την ρώτησα τίποτε, μήτε τρόμαξα, επειδή μια αχυρένια κούκλα στέκει ακόμη θαύμα αληθινό για αυτήν εδώ την πολιτεία. Μια αχυρένια κούκλα κάνει κομμάτια τα αγάλματα του κέντρου, ζωντανεύει τα παραμύθια, τα κάνει να σκιρτούν, λέει την αλήθεια στα παιδιά και τα παρασέρνει σε ατέλειωτους χορούς. Μια αχυρένια κούκλα ξέρει να πονά, ξέρει να λέει τις συλλαβές με έναν τρόπο που εσύ και εγώ για πάντα λησμονήσαμε. Μου είπε πως το όνειρό της δεν ήταν άλλο από ένα λιβάδι γιομάτο ντάλιες και εκείνη ήχος περαστικός μακρινού ξωκλησιού. Μου είπε πως από τον καιρό του ναυαγίου που μας σώριασε στο βυθό ζει ολομόναχη στις αγκαλιές των παιδιών.
Γιατί αυτό; την ρώτησα και εκείνη γλύκανε σαν ανοιξιάτικο δείλι. Και πήρε να χορεύει ένα φανταστικό βαλς που μονάχα εκείνη άκουγε. Και έφερνε το σώμα της πότε εδώ και πότε εκεί, μες στο γαλάζιο σύθαμπο χόρευε και ήταν σαν να θρηνούσε. Και αργά γινόταν το κορίτσι των ονείρων μου, ένα πλάσμα γλυπτό που όλα τα αφάνιζε. Το στενό, τα μαγαζιά, την ησυχία, τον βυθό που έτσι γαλάζιος και ειρηνικός πέφτει τριγύρω. Και αργά έπαιρνε νόημα η ανθρώπινη της όψη, και αργά νότες άσχετες εκ πνέονταν τριγύρω της. Και ήρθαν τα ψάρια κοπαδιαστά να μου υπενθυμίσουν την πικρότατη αλήθεια.
Στο βάθος του ίσκιου, κάτω από τα φώτα που τρεμόπαιζαν ξεχώρισα τον ποιητή. Τον αναγνώρισα από τα κλειδιά του που κουδούνισαν, από την μαρκίζα ελεύθερος που αναβόσβηνε πίσω από τα βλέφαρά του, από την λεπτή του αίσθηση την φευγαλέα. Και από την αχυρένια κούκλα που άφηνε φυσαλίδες τριγύρω από τον ποιητή ξεπηδούσαν χειροκροτήματα και μπόλικη αστική μνήμη. Τι βραδιά Θεέ μου, τι πιάνα τριγύρω να δείχνουν τον δρόμο, τι φαινόμενα πρωτόγνωρα. Ας πούμε, εκείνη η άνωση που πήρε μακριά την αχυρένια κούκλα. Και καθώς έμπλεκαν τα μαλλιά της μες στα άστρα μπερδεύονταν τα νερά των ποταμών και όλοι οι χρησμοί πίεζαν και ανέβαιναν.
Η αχυρένια κούκλα ήρθε μια ώρα που σωριάστηκε αδειανή από ζωή. Τότε ήταν που έγειρε ο ποιητής και πήρε το φιλί της. Και αφήνοντας το περίγραμμά του πνίγηκε μες στον γαλάζιο βυθό που ανίκητος κρατιέται ίδιος ουρανός, αναποδογυρισμένος.
Την άλλη μέρα, μες στην φασαρία των εμπόρων και της ζωής κανείς δεν έδωσε την παραμικρή σημασία στην αχυρένια κούκλα που πάλιωνε σε εκείνους τους σωρούς των σκουπιδιών. Μονάχα το όνομα του ποιητή βρέθηκε γραμμένο στην πίσω πλευρά του πακέτου των τσιγάρων, μαζί με κάτι λίγους στίχους. Είχε ένα τηλέφωνο με αμέτρητα ψηφία και ένα σβησμένο επώνυμο. Παντού χαμένα πεδία της μάχης και φανταστικά κατάμαυρα παγόβουνα. Καλησπέρα σας κύριε Βαρβέρη, ακούστηκε να λέει κάποιος και ευθύς η αχυρένια κούκλα έκανε τα δυο της βλέφαρα να σαλέψουν. Εγώ κλείστηκα μες στον κόσμο μου και έκλαψα πικρά, ρουφώντας τις πένθιμες μέρες ώσπου για πάντα να εξαντληθώ μες στο δικό μου δηλητήριο.
Απόστολος Θηβαίος