Sakura, “Cherry Blossoms”- Ιαπωνική, παραδοσιακή μουσική

[…Την ξεχώρισε αμέσως
Μες στο πλήθος.
Φάνηκε ξεκάθαρα,
Όπως το δείχνουν
Τα νερά των ποταμών
Πως δεν ανήκει
Σε αυτόν τον κόσμο.
Πως η φωνή της
Είναι των θεών
ο ψίθυρος…]

 

Η Αζούτσο μιλά με τις φωνές των αιώνων

Η Αζούτσο περνά τις μέρες της στον ίσκιο του παραπετάσματος. Στέκει ακίνητη, στηριγμένη στα γόνατά της θυμίζει τις προσευχές των κοριτσιών για έρωτα και για πλούτο. Φορά το παραδοσιακό της φουστάνι , μια γιουκάτα με άνθη λεμονιάς κεντημένη και αηδόνια. Έχει πιασμένα τα μαλλιά της, εντός της λάμπει η δική μας Χαριτωμένη και το πρόσωπό της κοιμάται πάλλευκο μες στους ίσκιους.

Τα χέρια της είναι  γαλαζωπά  σαν χιόνι στον ήλιο. Τα μάτια της μικρά και τα χείλη της κατακόκκινα. Μια κερασιά κοιμάται εκεί, ανθίζει κάθε άνοιξη. Σταλάζει αιμάτινο δειλινό και αθώα νιότη η Αζούτσο.

Όταν κοιμούνται τα άστρα σηκώνεται σαν ερωδιός. Πάει και πίνει από την πηγή νερό και σιωπή νυχτερινή. Μέσα της προσμένουν μυστικά, πράσινα φύλλα του τσαγιού και είκοσι Δεκέμβρηδες. Ανήκει στους καταστερισμούς που καθώς λένε παίρνουν το όνομά τους από την ομορφιά των κοριτσιών.

Η Αζούτσο έχει ένα όνειρο. Ένα μαύρο κοράκι φτερουγίζει εντός της, ραμφίζοντας το πιο τέλειο γλυπτό. Θυμίζει θολά νερά και έχει την ακινησία των ειδωλίων. Μαθαίνει να φτιάχνει μονάχη της τα κιμονό, να πλέκει έναν υπέροχο κόσμο με ανθισμένα κλαριά, λουλούδια και φρούτα. Ίσαμε το άλλο καλοκαίρι η Αζούτσο θα έχει πάρει το δίπλωμά της, ίσαμε το άλλο καλοκαίρι η Αζούτσο θα έχει μια ζωή δική της, έναν νεοσσό στον τρυφερό, τον μέσα κόσμο των χεριών της.

Είναι μικροκαμωμένη, με έναν λαιμό σωστή υδρία και παγωμένο γάλα. Συχνάζει στην μονή των πουλιών που έχει όλη την ειρήνη του κόσμου ριζωμένη. Φορά δυο κοχύλια για σκουλαρίκια και σιγοτραγουδά το ωραίο και λυπητερό έπος που τόσο αγαπούν στο φημισμένο πανηγύρι της πόλεως του Τόκυο.

Χίμαιρα είσαι Αζούτσο, μοίρα σου είναι να ξεγλιστράς. Μια φορά και έναν καιρό για σένα θα μιλούν οι λαογραφίες των καιρών. Ένα στερνό τοπίο ομορφιάς στα πόδια του βουνού, στίχος στο ανείπωτο ποίημα του λαού σου. Πλάι σου, γύρω σου, παντού τα χρώματα πληγώνονται, βασανισμένη Αζούτσο. Μοιάζεις πιο όμορφη από το μέτρημα των ρόδων, καταρράκτες σε παίρνουν και μια ολοδική σου μοίρα. Όλο παραμύθια τα μάτια σου και όλο ταπείνωση το βλέμμα σου, παλίμψηστο ενός καιρού αλλοτινού. Από εκεί έρχεσαι Αζούτσο σκορπώντας ρίγη στο απολιθωμένο μεγαλείο του θανάτου. Κουβαλάς μες στο πανέρι σου μια όψη δραματουργική και εκστατική. Είσαι το μέτρο του κόσμου Αζούτσο και ορκίζομαι στην ρίζα του βουνού πως δεν θα σε λησμονήσω ποτέ.

Στα πόδια της αφήνουν στολίδια με όψεις δράκων, σεμνά και φανταχτερά την ίδια στιγμή, χαρτιά πολύχρωμα στο σχήμα της αστραπής , φοίνικες χρυσούς και ομοιώματα χαμογελαστών θεών. Αζούτσο, τώρα το γνωρίζω καλά πως σε κανέναν δεν ανήκεις περισσότερο από ότι στα παραμύθια των παιδιών. Η ομορφιά σου είναι το πάθος και η αλήθεια μες στον σάλο της ζωής. Με το ελαφρύ σαν άνεμο βήμα σου πηδάς στην άβυσσο και χάνεσαι. Και χάνεσαι.


[…Όταν ρώτησε
Για το όνομά της
Του είπαν
Πως σήμαινε
Των μαλλιών ο πάταγος.
Δεν ήταν κοπέλα
Τολμηρή ή ραφινάτη,
Μοναχά
Μια κούκλα ζαχαρένια,
Ένα στερνό τοπίο…]

Α. Θ.