Γιώργος Κούβας | Καρμπόν


Διαμέρισμα καρμπόν

Οἱ ἐνδιαφερόμενοι ἀνάδοχοι τοῦ Μπίγκλ ἦταν ἀνέλπιστα πολλοί. Τό διαμέρισμα τοῦ Μάριου γέμισε ἀπό νωρίς τό πρωί τοῦ Σαββάτου μέ διαλόγους περί υἱοθεσίας, ὑποσχέσεις ἀφοσίωσης καί διαβεβαιώσεις περί ὑπεθυνότητας. Ἡ ἀτμόσφαιρα θύμιζε συνάντηση συγγενῶν σέ μαιευτήριο. Ὁ καθένας εἶχε τή δική του ζωοφιλική περιπέτεια νά διηγηθεῖ. Κάποιοι μάλιστα εἶχαν φέρει μαζί καί τά ὑποψήφια ἀδερφάκια, τά σκυλάκια τους δηλαδή, πού γυρόφερναν στό Β1, γάβγιζαν καί μυρίζονταν. Σωστή σκυλοπανήγυρη. Ὁ Μάριος θά πρέπει νά αἰσθανόταν ὑπερήφανος. Μιλοῦσε λίγο, πιό πολύ ἄκουγε. Ἤθελε νά ἐπιλέξει τό καλύτερο ἀφεντικό γιά τό μπιγκλάκι.

Ἀρκετές σκυλοκουβέντες ὅμως κρυφάκουσα. Δέν εἶχα καιρό γιά χάσιμο. Φόρεσα τίς ὠτοασπίδες. Ἔπρεπε νά ὁλοκληρώσω τήν ἀνακαίνιση τοῦ διαμερίσματός μου. Εἶχα ἤδη τυπώσει σέ χαρτί ἰλουστρασιόν τίς φωτογραφίες τῶν δωματίων τοῦ ρετιρέ. Σἐ κάθε τοῖχο μου κόλλησα τήν ἀντίστοιχη. Θά τίς χρησιμοποιοῦσα σάν μπούσουλα. Δέν βιαζόμουν. Ὁ στόχος μου ἦταν μέχρι τήν Κυριακή τό βράδυ, προτοῦ ἐπιστρέψει ὁ ζωγράφος, νά ἔχω συνταιριάξει ἐπακριβῶς τό σκηνικό τῶν δωματἰων μου μέ βάση τίς εἰκόνες ἀπό τό σπίτι του.

Ὁλόκληρο τό μεσημέρι τοῦ Σαββάτου τό ἀφιέρωσα στήν προσαρμογή τοῦ σαλονιοῦ καί τοῦ χόλ. Ξεπακετάρισα τά δέματα, συναρμολόγησα τά καινούργια ἔπιπλα καί τά τοποθέτησα. Μέ κάθε κομμάτι πού γώνιαζα, ἔνα γνώριμο συναίσθημα μέ πλημμύριζε: ἡ αἴσθηση τῆς σταδιακῆς συμπλήρωσης ἑνός πάζλ. Ἕνα καινούργιο σκηνικό στηνόταν ἀργά, μιά θεατρική σκηνή πανομοιότυπη μέ τό ρετιρέ. Συνέχισα τό ἀπόγευμα μέ τό γραφεῖο, τό βράδυ μέ τό ὑπνοδωμάτιο καί τήν κουζίνα, κι ἀρκετές ὧρες μετά, περασμένες δύο, κατέβηκα στόν δρόμο καί ἄφησα δίπλα στόν κάδο τῶν ἀπορριμμάτων ὅσα ἀντικείμενα ἀπὀ τό παλιό μου σπίτι περίσσευαν. Γύρισα κι ἔπεσα ξεθεωμένος γιά ὕπνο. Κοιμήθηκα κι ὀνειρεύτηκα φίδια πού ἄλλαζαν πουκάμισο.

Τό ἑπόμενο πρωί, Κυριακή, μέ τό αὐγινό φῶς, περιηγήθηκα στούς ἀνακαινισμένους χώρους. Ὅλοι τους ἦταν πλήρως μεταμορφωμένοι. Ὅμως ἐγώ δέν ἤμουν ἱκανοποιημένος. Περιεργάστηκα ξανά τίς φωτογραφίες, τίς συνέκρινα μέ τή νέα κατάσταση στά δωμάτια κι ἔκανα μικρές παρεμβάσεις˙ μετακίνησα μικροαντικείμενα ὥστε νά ἐλαχιστοποιήσω τίς ἀποκλισεις. Προσπάθησα νά φέρω τό καθετί στή σωστή του θέση, πιστός στό πρότυπο. Ὥς τό μεσημέρι ὅλα ἦταν ἐνταξει.

Ὅλα ἐκτός ἀπό τήν ἀποθήκη. Ἡ γωνιά αὐτή τοῦ σπιτιοῦ ἔστεκε ἀκόμη ἄδεια. Ἐκεῖ θά ἔπρεπε τώρα νά στριμώξω τό ἀτελιέ μου καί νά ἀραδιάσω τά σύνεργα ζωγραφικῆς. Ποῦ νά τά ἔβρισκα ὅμως; Ἰδέα δέν εἶχα. Ἄρχισα ἔτσι τό ψάξιμο ἀπό τό μαγαζάκι τῆς γειτονιᾶς ὅπου συνήθως ὑπῆρχαν τά πάντα. Εἶπα στόν ἰδιοκτήτη, ἕναν ἡλικιωμένο ἄντρα μέ ὕφος βετεράνου μάστορα, πώς ἤθελα νά ἀγοράσω πινέλα βαψίματος διαφόρων μεγεθῶν. Θυμᾶμαι, χαμογέλασε εἰρωνικά ὅταν κατάλαβε ὅτι τά προόριζα γιά ζωγραφική. Μοῦ πρότεινε ὅμως ἕνα σέτ μέ λεπτό βουρτσάκι τό ὁποῖο τελικά κι ἀγόρασα. Ὕστερα μέ φωνή ρομποτική τόν ρώτησα ἄν ἤξερε ἀπό ποῦ να προμηθευτῶ κυριακάτικα μπογιές καί καμβάδες. Ὁπότε αὐτός μ’ἔδιωξε ἀπό τό μαγαζί.«Τράβα στό Μοναστηράκι», ἦταν ἡ ἀπάντησή του. Ἔτσι κι ἔκανα, κι ἐκεῖ, κατάστημα τό κατάστημα, παζάρεψα σχεδόν τά πάντα: ἀκουαρέλες, λάδια, καμβάδες τελαρωμένους, μολύβια, κάρβουνα καί ἄλλα. Μέ τά χέρια γεμάτα, ἐπέστρεψα τό ἀπόγευμα στό διαμέρισμα. Ἔστησα τό καβαλέτο στό κέντρο τῆς ἀποθήκης καί στρίμωξα γύρω του τά ὑπόλοιπα. Ἔβαλα ἕναν καμβά πάνω στό καβαλέτο, στάθηκα ἐμπρός του κι ἔνιωσα ἕτοιμος γιά ζωγραφική. Κι ἀφοῦ εἶχα τοποθετήσει πλέον μέ ἀκρίβεια τά πάντα , ἔκανα μιά τελευταία ἐπιθεώρηση.

Στό τέλος ἀνέβηκα ὄρθιος σέ μιά πολυθρόνα, ἄνοιξα τά χέρια διάπλατα, ἔσφιξα τίς γροθιές καί φώναξα ὅσο πιό δυνατά μποροῦσα: ΚΑΡΜΠΟΝ!


Απόσπασμα από τις σελίδες:125, 126, 127. [Κεφάλαιο 4]

Γιώργος Κούβας – Καρμπόν – Κίχλη, 2017