Απόστολος Θηβαίος | Οι πιο σκληρές μας μέρες

© André Kertész

Πάντα Κυριακή να ξημερώνει
“Περιφέρεται πέριξ της οικίας έχοντας προφανή και δόλιο σκοπό. 

 

Σημειώστε καλά εκείνο το  δόλιο. Μπορούμε να το πούμε και παραπλεύρως, να επιστρατεύσουμε τον επιρρηματικό τύπο δηλαδή και να αναφέρουμε εκείνο το δολίως που συνοψίζει την απειλή.

 Καθίστε κυρία μου να συμβουλευτώ τους συναδέλφους. Έχουν συντάξει τόσες και τόσες αναφορές, αυτοί θα ξέρουν. Διότι βλέπετε, μας διατυπώθηκε ρητώς, ο αρχηγός επιθυμεί την αρτιότητα εις την έκφραση και την πράξη. Καταλαβαίνετε τώρα γιατί θα πρέπει να δοθεί η δέουσα σημασία ακόμη και σε τούτο το καθημερινό σημείωμα. Η αναφορά αυτή, κυρία μου, αύριο μεθαύριο θα αποτελέσει αποδεικτικό στοιχείο. 

Το λοιπόν, γράφω. Η νεαρά επικοινώνησε με τας αρχάς και αιτήθηκε περιπολικόν μετά σειρήνος και με όλα τα καθέκαστα. Κάποιος είπε “ρε ταξί γίναμε;” και οι άλλοι χειροκροτήσανε.  Μα ποια νομίζει πως είναι; Η κυρία από την άλλη άκρη της γραμμής του φόβου παρέμενε ανέκφραστη”. 

(Εκείνη την ώρα εισβάλλουν οι συνάδελφοι. Φορούν γυαλιά ηλίου, έχουν κοντό κούρεμα και οι κινήσεις τους είναι βαριές. Σε κοιτούν στα μάτια.  Καθένας βρίσκει ένα αδειανό γραφείο και ρίχνεται στον αγώνα της καθημερινής εργασίας. Η έκβαση της μέρας παίζεται στο under ή την ανατροπή και πληρώνει καλά. Ο αξιωματικός υπηρεσίας συντάσσει την αναφορά του, ολοφάνερα βαριεστημένος. Στο ραδιοφωνάκι ο εκφωνητής υπαγορεύει τα αποτελέσματα των ποδοσφαιρικών αγώνων. Όλα τα άλλα έπονται. Πρώτοι σκόρερ και ασίστ και ένα κάρο πράγματα. Διότι η κοινωνία, να το ξέρετε, θέλει τα γκολ της, να πανηγυρίσει μια στάλα βρε παιδί μου. )

Επαναλαμβάνω κυρία μου και δώστε προσοχή. Την ενάτη βραδινή και αιφνιδίως ο θύτης εφόρμησε μετά δυνάμεως σφοδράς και κατάφερε πλήγματα με αιχμηρό όργανο. Η απώλεια της ζωής του θύματος υπήρξε προϊόν της πρωτοφανούς αγριότητας που διακατείχε την πράξη του εγκλήματος. 

Λοιπόν θα το διαβιβάσω εγώ τώρα, θα φύγει πάραυτα, θα το αναλάβει η γραμματέας, γραμματέας!, γραμματέας! Μόνο πείτε μου τώρα που συντάξαμε την αναφορά και εσείς πεθάνατε, μήπως εφταίξατε λίγο; Μήπως η απόφασή σας να χωρίσετε λειτούργησε ως θρυαλλίδα που γέννησε τη φλόγα και αργότερα έπληξε της ζωές μας; Α, δεν ξέρετε, μάλιστα. Ε λοιπόν, έπρεπε να του δώσετε μια ευκαιρία ακόμη. Έχετε δώσει είπατε; Μα θα πρέπει να φανείτε επιεικής, είναι δύσκολο πράγμα η αγάπη. Ενίοτε γίνεται εφιάλτης, σαν τάχα εκείνος ο φριχτός προδότης να κοιμάται εντός μας. Θέλει μια ολόκληρη ζωή να προσπαθείς, για φαντάσου. 

Στο μεταξύ, πηγαίνετε κυρία μου. Και φροντίστε να τα ξαναβρείτε με τον θύτη, τι χωρισμοί τώρα και άλλα τέτοια; Είστε για να χαλάμε λεφτά τώρα; Η αστυνομία έχει ανάγκες δυσθεόρατες. Η κακιά η ώρα φαντάζει ανένδοτη μα κάντε και εσείς ένα κόπο. Μας το χρωστάτε κατά κάποιον τρόπο, κυρία μου. Μόνο αν υπάρχει ο κίνδυνος της εγκληματικής πράξεως, φροντίστε να πάτε λίγο παραπέρα, ίσα εκεί που δεν βλέπει ο σκοπός. Ξέρετε, άμα δεν βλέπεις κάτι, δεν υπάρχει. Μα και βέβαια γνωρίζω πολλά τέτοια. Η υπηρεσία μας συνιστά μια φροντισμένη καλλιέργεια, έναν κύκλο ποιητικό. 

Και η κυρία εν μέσω χειροκροτημάτων, απολύτως μπουχτισμένη, αποχωρεί από το κέντρο της σκηνής και αφήνει πίσω της τις αναφορές και όλα τα υπόλοιπα. Την κοιτάζω καθώς περνάει μες στις τάξεις της νύχτας. Και είναι τότε που ο εραστής της, κρυμμένος ως τότε σε μια εσοχή, σε μια γωνιά ορμά ξωπίσω της και την μαχαιρώνει με ένα σωρό ολοζώντανα τριαντάφυλλα. Η αγάπη είναι η λίμα πάνω στην οποία με τις ώρες ακόνισε τα άνθη του, ώσπου να γίνουν τα μαχαίρια που μας σαστίζουν με την αναπόδραστη ετυμηγορία τους. 

Στο μπαλκονάκι του τμήματος η παρέα των ένστολων επιδίδεται στην παρατήρηση του βίου. Και κάθε τόσο κάποιος από τους τύπους του εξώστη αφήνει  να ακουστεί ένα άλλο γέλιο, πρόστυχο που τίποτε δεν αναγνωρίζει και τίποτε δεν σέβεται.

Να’ταν όνειρο; Το ζυγίζω με το νου μου. Στη βιτρίνα της τηλεόρασης ένα μοντέλο σπάνια ομορφιάς  λανσάρει την τελευταία λέξη της μόδας. Κοιτάζω τα κρινάκια που τα ‘φερε η τύχη εδώ πέρα. Τα κοιτάζω επειδή είναι κίτρινα τ’άνθη τους και περήφανη η κορμοστασιά τους. Στον τοίχο με την μπογιά της φρέσκια, μια επιγραφή προβλέπει τον ανήσυχο διαβάτη πως σε τούτο μέρος όσοι αγαπούν πεθαίνουν. Μερικοί ένστολοι προβάρουν γυαλιά ηλίου και ελέγχουν με ζήλο την κορμοστασιά τους. (sic)

Κάθε μέρα από τότε, να ξέρετε, πάντα ξημερώνει Κυριακή. Και ένα εικονοστάσι επάνω στον δρόμο μας ψιθυρίζει την αλήθεια. Καθώς φθάνει εκείνη η μέρα η πολύτιμη και η ωραία λυσιμαχία έχει πνίξει τον τόπο και η Κυριακή όλο αργόσυρτα κυλά, σαν να ‘θελε λέει ποτέ να μην τελειώσει.

Και οι συνάδελφοι του εξώστη με χαιρετούν εγκαρδίως, πάντα σε απόλυτο συγχρονισμό, “τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι”, εννοείται.  Σύμφωνα με τας ελληνικάς γραφάς και τις αναφορές του μύθου, βεβαίως.

Απόστολος Θηβαίος