Ηπειρώτικο Γουέστερν

Πάγωνε η νύχτα, τα φουγάρα κάπνιζαν, σαν τάχα τα σπίτια να’ναι παράξενα πλεούμενα μες στο πέλαγο του χρόνου. Καθρέφτες τα πετροσόκκακα, τα κεραμίδια φορτωμένα χιόνι, άνθρωποι μέσα ασάλευτοι σαν τα κοιμισμένα ψάρια του ενυδρείου. Πέρναγε τις ρούγες, κάποιος άκουγε τα βήματά του, έγερνε στο παραθύρι να τον δει, μονάχα η σκιά του  λίγο πιο πίσω μαρτυρούσε το πέρασμά εκείνου του ανθρώπου. Η κάπα του βαριά, το πρόσωπό του χαμηλωμένο, κάτι γυρεύει εκεί έξω, ίσως ένα χάνι να ξαποστάσει, ίσως κάποιον που ‘χει μαζί του ανοιχτούς λογαριασμούς. Αλλιώς ποιος του’πε απόψε να έρθει στα Γιάννενα, να πιει από τούτη την παγωνιά ποιος τον ορμήνεψε, κανείς δεν το ξέρει. Μόνο ο ίσκιος του, βαρύς, ίσκιος ανθρώπου και το χαμηλό του το τραγούδι, τ’αργό του βάδισμα, σαν αρρώστου, μες στην απερίγραπτη ησυχία. Ώρα σου καλή ταξιδιώτη και τα παράθυρα σφαλίζουν και  ο σκύλος τεντώνεται εμπρός στην πυροστιά, βολεύεται καλά στη γωνιά του και ονειρεύεται. Ποτέ δεν θα μας πει τι είδε, μόνο θα μας γλείψει τα χέρια και θα απομείνει ασάλευτος, με μια έκφραση, ζωώδη, βαριά και καταχωμένη. 

Άνοιξε απότομα την πύλη και μπήκε στο χάνι. Κάτι παλικάρια, κλέφτες και αρματολοί πάψανε να συζητούνε και τον μετρήσανε καλά. Έπειτα γυρίσανε στις κουβέντες τους, επιβεβαιώνοντας πως έχουν ζωσμένο το μαχαίρι τους. Περπάτησε πιο μέσα, τ’άλογα άφηναν χνώτα σαν θυμιατήρια εδώ και εκεί. Βαριά η μυρωδιά των ανθρώπων μες σε εκείνο το καταγώγιο, μια στοά γιομάτη απ’ακριβό μετάλλευμα. Πήγε να βρει και εκείνος μια γωνιά μες στον κόσμο, μοναχά για αυτόν. Άγριες οι νύχτες εδώ πάνω, κραυγή η νύχτα και όλοι εκείνοι οι ταξιδιώτες φωνήεντα δικά της. Έπεσε πάλι μια ησυχία τριγύρω, μια πεθαμένη ησυχία που γδερνε την ταπετσαρία της νύχτας. 

Θα ‘ταν πριν το χάραμα, που μπήκε μέσα ο Τούρκος με την συνοδεία του. Τραβούσανε τα άλογά τους που χλιμιντρίζανε και ήσαν νευρικά, κομμάτι άγρια τ’άλογα εκείνου του ασκεριού που ήρθε στο χάνι σαν απειλή και σαν υπενθύμιση. Τρομάξανε τα άστρα και κρυφτήκανε και στάθηκε ο Τούρκος μετρώντας τους ανθρώπους που ‘χαν καταλύσει μες στην στοά. Και έδωσε την προσταγή στους δικούς του να σταθούν και να κοιμηθούν πάνω στ’άχυρα. Αύριο πρωί θα συνεχίσουν το δρόμο τους. 

Ο Τούρκος παίζει το κομπολόι του. Εννιά οι χάντρες του, σαν του θεού του τα ονόματα. Βαρύς ο καπνός του, σέρτικος. Κοιτάζει τους ταξιδευτές που είναι ξαπλωμένοι εδώ και εκεί, σαν πεθαμένοι. Χριστιανοί, ανατολίτες, Σλάβοι, Άραβες όλοι ανακατωμένοι, έτσι όπως το θέλει η μοίρα αυτού εδώ το κόσμου. Σεκλετίστηκε ο Τούρκος και ζήτησε από έναν της κομπανίας του να παίξει λίγο τη λύρα του, να γλυκαθεί η καρδιά του. Και ο άλλος ήρθε και στάθηκε πλάι του και έπιασε το τραγούδι  και λίγο λίγο έπιανε φως μες στην καρδιά του Τούρκου και βαραίνανε τα μάτια του. Θάνατος γλυκός ο ύπνος, για πλούσιους και για φτωχούς ιερή του ονείρου η ώρα.

Ο άλλος ανασηκώθηκε, σαν άκουσε τον λυράρη. Και περπάτησε αργά , μες στο σκοτάδι ξεχώρισε του μαχαιριού του η ολόχρυση λαβή. Στάθηκε πάνω από τον λυράρη, εκείνος έπαψε για μια στιγμή και έπειτα του’γνεψε να κάτσει. Πήρε να τρέμει ο λυράρης γιατί ήξερε ποιος ήταν ο ξένος. Πως γύρευε τον Τούρκο χρόνια τώρα, πως αλλιώς δεν θα τέλειωνε τούτη η βραδιά παρά με αίμα και με φονικό. Μα συνέχισε, σαν μια εποχή που όλα τα λησμονεί και προχωρά στο δρόμο του μέλλοντός της. Κάποιοι ζέψανε τα άλογά τους και κινήσανε, σίγουροι πως θα αστράψουν τα μαχαίρια μες στο χάνι. Μα άλλοι είπανε, “απλή και εύκολη του ανθρώπου η καρδιά” και πιστέψανε πως ανάμεσα στους δυο άνδρες το μίσος θα ‘χει σβήσει πια και τίποτε, τίποτε στον κόσμο δεν θα υπάρχει για να τους χωρίσει, για να οπλίσει το χέρι τους. 

Κοιτάζονταν οι δυο τους και είχαν κάτι από φως να γλιστρά μες στα δυο τους μάτια. Τι σκοτάδια ήταν εκείνα, τι πράγματα αγριωπά τα κατοικούσαν. Και έπαιζε ο λυράρης και έλεγαν οι στίχοι για ένα κορίτσι που ‘χε τον κόρφο της μενεξέ και για την τέχνη της ομορφιάς που την κατέχουν οι πολύ όμορφες κυράδες.

Τότε ήταν που ο Τούρκος του ‘γνεψε. Και οι δυο τους βγήκαν στο ξέφωτο. Κάρφωσαν καταγής το δαδί και ξεμάκρυναν. Ρίξανε τις κάπες τους στο χώμα, είχαν έναν τρόπο θεατρικό για να προετοιμάσουν τη μεταξύ τους μάχη. Η συνοδεία του Τούρκου στάθηκε τριγύρω. Καπνίζανε και κάποιος είπε, “είναι φτωχό του ανθρώπου το αίμα”, κάνοντας όλους να συμφωνήσουν με εκείνη τη συγκατάβαση τη γεμάτη από πίκρα για τα στέρεα και αδιαμφισβήτητα μαρτύρια αυτού εδώ του κόσμου. Άμα κοιταχτήκανε χίμηξαν ο ένας πάνω στον άλλον. Μπλέκανε πάνω στις στάμνες τις γεμάτες και τις απλάδες, πέφτανε χάμω και παλεύανε και ήταν του πιο δυνατού το μαχαίρι που θα ‘κρινε τη μάχη. Και δεν μιλούσαν, μόνο βογκητά και αναστεναγμούς και σφιγμένα δόντια είχε εκείνη η μάχη. Και νύχτα, μια νύχτα να στάζει από παντού στα Γιάννενα, σαν τον υδράργυρο του βενετσιάνικου καθρέφτη που είναι ως γνωστόν, σκέτο δηλητήριο. 

Απότομα πάψανε. Ο Τούρκος σηκώθηκε , ήταν πνιγμένος στα αίματα. Ο άλλος δεν σάλεψε, μόνο έβγαλε έναν βρυχηθμό, σαν το θηρίο που ξεψυχάει, ακριβώς έτσι. Οι μαζεμένοι σηκώθηκαν και τράβηξαν ίσια μες στο χάνι. Και ο Τούρκος πήρε το κομπολόι του που είχε κυλήσει μες στην φασαρία και μέτρησε τις χάντρες του που είναι όσες και τα ονόματα του θεού του. Έδωσε νερό να πιει ο χτυπημένος. Ύστερα γύρισε στο χάνι τρεκλίζοντας, οι άλλοι σπεύσανε κοντά του, εκείνοι της συνοδείας μα ο Τούρκος δεν ήθελε να τον συντρέξουν και είπε να παραμερίσουν. 

Ο άλλος σηκώθηκε. Βρήκε κάπως την αυτοκυριαρχία του και είδε την πληγή του χαμηλά που ανάβλυζε κατακόκκινο το αίμα. Στηρίχτηκε στους πέτρινους τους τοίχους, κάποιοι που τον κοιτάζανε σφαλίσανε τα παραθύρια. Θα ανάψανε το καντήλι που καίει για τους κατατρεγμένους αυτού εδώ το κόσμου και θα γυρίσανε στ’όνειρο τους το περασμένο. Ο άλλος περνούσε μέσα από τις γειτονιές. Πίσω του στρατιά τα αδέσποτα που μυρίσανε το αίμα. Οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν και ήταν ο κόσμος εκεί έξω, θολός και αβέβαιος και κάπως απόμακρος. Ένιωσε τα πόδια του να λυγάνε, έσφιξε τα δόντια, στάθηκε να δει τα αργυρά τα Γιάννενα. Τα χείλη του μόλις που είπαν κάτι, μα είναι κρυμμένα τα λόγια εκείνου που πεθαίνει και είναι όλα στα δυο του μάτια γραμμένα, η πίκρα και η ελπίδα, ο φόβος και η μοναξιά του, η χειμωνιάτικη της ζωής του η εποχή. Γονάτισε , τα βλέφαρά του σκίρτησαν σαν πεταλούδες, μέσα του η τραγική επίγνωση.

Εκεί τον βρήκανε το πρωί. Παγωμένο, στηριγμένο στις πέτρες του τοίχου, ίσκιο διαβατάρικο πια, κουφάρι αδειανό της ανθρωπότητας. Ο Τούρκος, είπανε, τον μαχαίρωσε, ώρα παλέψανε οι δυο τους, μα ήταν πιο επιδέξιος εκείνος στο μαχαίρι και ο άλλος πέθανε και πάει. Και τον κοιτούσαν τα παιδιά και ήσαν εκείνα που ‘ρθαν φωνάζοντας “ο Τούρκος, ο Τούρκος” και χάθηκαν σαν τσιροπούλια στα καλντερίμια. Και ο Τούρκος στάθηκε με το άλογό του εμπρός στον νεκρό και έφτυσε τρεις φορές χάμω. Ξεπέζεψε και ήρθε κοντά στον πεθαμένο και τον φίλησε. Μια για τ’αντίο και δυο για σεβασμό. Ύστερα εχάθη μες στον ορίζοντα, όπως κανείς λείπει ξάφνου από το κιτάπι του χρόνου και της ζωής.

Ένας ιερέας, ήρθε κοντά στον πεθαμένο και του κλεισε τα μάτια. Έπειτα, δακρυσμένος ή έτσι φάνηκε στο πλήθος που σκόρπαγε λίγο λίγο, είπε τα παρακάτω λόγια “Διδάσκαλε, ήνεγκα τον υιόν μου προς σε , έχοντα πνεύμα άλαλον”.Και έτσι , σφραγίστηκαν για πάντα τα γεγονότα εκείνων των ημερών.

Α.Θ