Αμάραντοι και Σεβαστιανοί

Μια ιστορία με φόντο τα τραγούδια του Τσιτσάνη

Έφθασε τ’απόγευμα. Τραβάγανε ίσια σε ένα ξέφωτο και άμα φτάσανε στον σταθμό είδε τον χαλασμό που κάνανε τα λεωφορεία. Κάτι παλιά, σκουριασμένα φορτηγά πηγαίνανε και ερχόντουσαν. “Ως εδώ ήταν, να σε χαιρετήσω αδελφέ μου” του’πε ο μουστακαλής στην πλαϊνή θέση. Είπαν δυο κουβέντες όσο κράταγε η πορεία  στο ξέφωτο, προλάβανε να πούνε για πίκρες και καημούς και λίγο νοσταλγήσανε καθένας τη δική του χαμοζωή. Σε όλη την υπόλοιπη διαδρομή κάνανε ησυχία μα είναι άλλο πράγμα να ακούς όσα λέγονται κάτι τέτοιες ώρες, δύσκολες και σκοτεινές. 

Άλλοι παίρνανε τα ταξί, γκρίζα και άλλοι το κόβανε με τα πόδια. Κάποιοι είχαν κανέναν να τους περιμένει, αγκαλιάζονταν, φιλιά, κακό. και τα λεωφορεία να φθάνουν νυσταγμένα από τον απάνω κόσμο, τον παλιό, τον τελειωμένο πια. Του ‘πανε να κάνει στην άκρη, να συμβουλευτεί τα χαρτιά του, του δώσανε και το κοστούμι και λίγο στάρι που περίσσεψε και έξω από δω. “Και πού να πάω ρε παιδιά”, είπε κάπως απελπισμένα. Και ο τεχνίτης που δούλευε απάνω στους φωτισμούς, έσκυψε από εκεί ψηλά, τίναξε μια στάλα τα φτερά του και απάντησε, “καθένας μονάχος του ξέρει πού πρέπει να πάει. Και εσύ, ακόμη, και εσύ”, και άναψε το τσιγάρο του, τράβηξε μια γερή και συνέχισε να δουλεύει αφοσιωμένα. Κορνάρανε οι οδηγοί, κάτι λίγοι τρέχανε εδώ και εκεί, στα χαμένα ολότελα. Έκανε λίγα βήματα, πηγαίνοντας προς τον γκισέ. Πλησίασε και ρώτησε, “μήπως ξέρετε πού πρέπει να πάω, μόλις ήρθα ξέρετε και τα’χω λίγο χαμένα να πω την αλήθεια”. Ο υπάλληλος, φτυστός ο Σκαρίμπας, ο λογοτέχνης, τον κοίταξε μια στάλα και έπειτα έσκασε στα γέλια. Κάπως πειράχτηκε μα είπε να μην κάνει φασαρία και να αφήσει τον τύπο να κάνει το κομμάτι του. Σκούπισε τα μάτια του που δακρύσανε, του’πιασε τα δυο του τα χέρια και σήκωσε μια στάλα το καπέλο του. Σοφός φάνηκε και σοβαρός κείνη τη στιγμή, μα αυτός το ‘χε βάλει στο νου του να σπάει πλάκα με τους καινούριους. Έτσι του’πε εκείνο το παράδοξο το “αυτό είναι όλο, εδώ βρίσκονται οι υγρές του Αχέροντα οι όχθες”. Για κοίτα κάτι πράγματα, συλλογίστηκε και ο τύπος στον γκισέ συνέχισε. “Με τον καιρό θα ξεχάσεις. Και άντε, γιατί έχουμε δουλειές κιόλας και κόσμο να περιμένει”.

Ώστε αυτό ήταν όλο και όλο. Ετούτος εδώ ο σταθμός είναι το φινάλε της ιστορίας. Πού είναι οι αρχάγγελοι; Τα χερουβείμ τι γίνανε; Όλα ζωγραφιές, όλα. Και μαύρο φως” και έφτυσε καταγής. Κάποιος τον σκούντησε. “Τσιγάρο, κύριος; Τσιγάρο, έχεις αδερφέ μου; Να χαρείς”. Κάτι του εθύμισε ο τύπος, κάπου τον είχε δει ξανά αυτόν τον άνδρα. Φορούσε τα ρούχα του ιατρού και έμοιαζε σαν τους σοφούς που όλο ρωτάνε να μάθουν το πώς και το γιατί των πραγμάτων της ζωής, βγαλμένους από τα γραφεία, κακοφωτισμένους και αφελείς από της ζωής τις τροπές. “Να χαρείτε, δεν έχω τίποτε. Ρέστος, που λένε”. Ο άλλος έσκυψε το κεφάλι, από μακριά ένα κοριτσόπουλο τον φώναζε με το όνομά του. “Μου την έφαγε τη ζωή. Και όλο ρωτάει και δεν έχει τελειωμό. Τι την ήθελα εγώ την ροδαλή την Μαργαρίτα να την κόψω, πείτε μου κύριε; Γερμανός άνθρωπος, μετρημένος, του νόμου στάθμη και παράστημα. Να τα τώρα. Κοιτάξτε την τι χαριτωμένη, μα να ξέρετε, μπορεί τα μάτια να μου βγάλει. Και όλο έρχεται ο άλλος και με βρίσκει  και με αλυσοδένει και με βάζει να του υποσχεθώ. Δεν συμφωνώ μα φοβάμαι και όλο λέω ναι, ναι, ναι και η Μαργαρίτα μου δεν μεγαλώνει. Μόνο τριγυρίζει εδώ και εκεί και χαλάει τον κόσμο σαν με ξεχωρίσει μες στο πλήθος”. Φαντάστηκε το δράμα του και στάθηκε για μια στιγμή να το συλλογιστεί. Δώσανε τα χέρια και προχώρησαν καθένας στην τροχιά του, σίγουροι, ήσυχοι, βέβαιοι πως κάποτε θα ξανασυναντηθούν. Είπε να ρωτήσει ξανά τον τεχνίτη, μα δίστασε για μια στιγμή και υπέθεσε πως αν τον διέκοπτε θα άκουγε εκείνα τα γαλλικά τα λιμανίσια. Ας είναι, είπε και προχώρησε. Ο τεχνίτης τον είδε και χαμογέλασε. Του’πε πως τον περίμενε και ο άλλος, με μια αυτοπεποίθηση τώρα κάπως μεγαλύτερη, κάπως πιο στέρεη, ρώτησε με μια ιδέα απελπισίας μες στο βλέμμα. Ο τεχνίτης τίναξε τα φτερά του και χαμογέλασε. Του ‘δειξε με τρόπο, από δω προς κάτι τσαντίρια λουσμένα στο φως. Τίποτε άλλο δεν είπαν και τώρα τραβούσε κατά κει. Και όσο ζύγωνε, δυνάμωναν οι μουσικές και ακούγονταν οι καστανιέτες των κοριτσιών και τα ντέφια και οι θόρυβοι από τις γεννήτριες. Και όλο φτάνανε τα ζευγαράκια με τις παλιές μοτοσικλέτες, αμάραντοι και Σεβαστιανοί και ποιητές που γίνανε σε μια στιγμή μπαλάντες και παντού κρυφτήκανε. Δεν έχει φως εδώ κάτω και έτσι τα μοτέρ δουλεύουν ακατάπαυστα. Νοστάλγησε για μια στιγμή τα καλοκαιρινά τα πανηγύρια και φαντάστηκε τον εαυτό του με καλοκαιρινό πουκαμισάκι και αναμμένη καρδιά. Τι να γίνανε όλα αυτά σκέφτηκε και ύστερα με τη φωνή βαριά, σαν σίδερο, μονολόγησε. “Ήταν καιρός πια”. 

Άμα έφτασε στο κεντράκι είδε τις παρέες στα τραπέζια και την ορχήστρα και η καρδιά του πήγε στη θέση της. Κάθισε στα πίσω τα τραπέζια, έκανε νόημα στο γκαρσόνι. “Να πιω θέλω”, και το παιδί έγνεψε χαμογελαστό. ύστερα έφαγε το στάρι και έριξε κάμποσο στα πουλιά. Ο άλλος από δίπλα του’πε, “δεν έχει στον κάτω κόσμο πουλιά”. Νέο παιδί, σκοτωμένο στο μεθύσι, με μια καρδιά τσιμεντένια. “Μια φορά, μια φορά κύριε γύρισα να την δω που την είχα πεθυμήσει. Και την έχασα, ακούστε λέει, για πάντα, κύριε. Επειδή την κοίταξα, που μου ‘χε λείψει και την αποζητούσα. Να την δω ήθελα πώς περπατεί και πώς γελά κύριε. Αιώνια καταδίκη”. Συλλογίστηκε πως ήταν σκληρό πράγμα η αγάπη και χάρηκε που δεν πήγε από το μαχαίρι της. Του συστήθηκε, Ορφέας, χάρηκα κύριε, του’πε και ο άλλος σάστισε που ‘χε την ευκαιρία τέτοια πρόσωπα μυθικά να συναντήσει. Πίσω του μονάχος του ο Ελπήνορας, ο ένας και ο ποιητικός, μονολογούσε , ένα πολύ παλιά πεθαμένος, τίποτε το σπουδαίο πια, μονάχα αδικοχαμένη ζωή, αυτό μόνο. 

Τα φώτα χαμηλώσανε κάπως. Και τα γκαρσόνια τρέξανε τριγύρω μαζεύοντας τα τραπέζια, τακτοποιώντας τις εκκρεμότητες. Κάτι επρόκειτο να συμβεί από στιγμή σε στιγμή. Ένα κρασί, εκεί , ο λογαριασμός της ζωής ενός άλλου, γκαρσόν, γκαρσόν παντού να ακούγεται, σαν το φοβερό και αιώνιο ωσανά. Να σου και ο τύπος από τον γκισέ, ο Σκαρίμπας ντε ο φτυστός. Και όμως εκείνου του θυρωρού τ’ανάστημα έφτανε  τις εφτά οργιές και για πάρτη του πρέπει να δουλέψανε χίλιοι ραφτάδες. Το ‘πε και η Σαπφώ και το μετέφρασε εξαίσια ο Κακίσης.

Ο λόγος στον άνθρωπο του γκισέ. 

“Κυρίες και κύριοι, απόψε καθώς πάντα στο κεντράκι μας τα μεγαλύτερα ονόματα. Για τούτη τη βραδιά το λαϊκό κατάστημα “Ο Άδης” θα σας παρουσιάσει μουσικές τελευταίας εσοδείας. Και η ψυχή σας θα ευφρανθεί και ας νομίζουν οι άλλοι κει ψηλά πως με το λιβανιστήρι εμείς χαιρόμαστε”. Ωραία πρέπει να τα’λεγε επειδή όλοι στο κεντράκι γελούσανε και οι σπονδές πηγαίνανε πέρα δώθε και τα γκαρσόνια είχαν λιώσει τα καλά τους τα σκαρπίνια που ‘χαν για άλλες περιστάσεις, σοβαρότερες, πένθιμες. “Απόψε στο μαγαζάκι του Κάτω Κόσμου ο Βασίλης ο Τσιτσάνης, ο μέγας ο μουσουργός και ο θηρευτής των λαϊκών των αισθημάτων. Αχάριστη, Αργοσβήνεις μόνη, Ακρογιαλιές Δειλινά και ένα σωρό αλησμόνητες επιτυχίες από την ορχήστρα του φημισμένου συνθέτη. Ο καλλιτέχνης εδώ και χρόνια αφιλοκερδώς εμφανίζεται κάθε Τρίτη και Πέμπτη στο μαγαζάκι μας και προκαλεί πάταγο ισάξιο της Δευτέρας Παρουσίας που δεν έχει προγραμματιστεί και δεν αναμένεται τώρα κοντά. Να μην ανησυχείτε, μόνο κοιτάξτε να κρατήσετε κάπως περιποιημένο το φόρεμά σας. Διότι καμιά φορά εν όψει προγραμματισμένων ασκήσεων παριστάνουμε πως ήρθε επιτέλους αυτή η Δευτέρα Παρουσία και όσοι δεν έχουν το κοστουμάκι τους γυμνοί με τα κρίματά τους στέκουν στο ξέφωτο. Έχει παγωνιά εκεί και δεν έχει τραγούδια. Κυρίες και κύριοι, η φτώχεια και ο θάνατος θέλουν καλοπέραση”.

Και όλοι χειροκρότησαν. Και ένας προβολέας έπεσε επάνω στον Τσιτσάνη. Το πιάνο κελάηδησε σιγανά και η ορχήστρα πήρε μπρος. Και ο κόσμος πήγαινε και ερχόταν στο κεντράκι και πέρα μακριά τα λεωφορεία αδειάζανε τους καινούριους. Και οι θαμώνες παγωμένοι, σαν πρόσωπα σε φωτογραφίες να πίνουν από το παμπάλαιο κρασάκι της λησμονιάς. Το γκαρσόνι του’φερε ένα κερασμένο. Και του ´δειξε τον αρχάγγελο τεχνίτη πέρα μακριά μες στη μοναξιά του. Υψώσανε τα ποτήρια τους από μακριά και είπαν πολλά. Και ο Τσιτσάνης να τραγουδά για κάποια Αχάριστη πάνω στο πάλκο και να χορεύουν λέει τα λαμπιόνια μπλεγμένα μες στις κληματαριές και κάθε τόσο ανάμεσα στα τραπέζια τα δίδυμα σκυλιά του Κάτω Κόσμου να ζητάνε τ’αποφάγια και τα γκαρσόνια να τα αποδιώχνουν και δώστου τα χαμόγελα και οι υποκλίσεις. Και το γινάτι εκείνων που περάσανε τις πύλες και όλο θυμούνται και πονούν σαν πιάνει τα τραγούδια ο Τσιτσάνης. Και είναι ο Κάτω Κόσμος μια θημωνιά περιφραγμένη με τους κρίνους. Και οι αρχάγγελοι, αγέραστοι τεχνίτες που πλέκουν στεφάνια σκαρφαλωμένοι στα μαδέρια. Άφωνοι και ωραίοι, του κάτω κόσμου οι άγγελοι και το παγωμένο το νεράκι και ο ύπνος ο βαθύς που αργοκυλάει στ’ανάμεσά τους. Ο Κακίσης το μετέφρασε και αυτό. 

Όσο για τα τραγούδια του Τσιτσάνη αυτά δεν ήταν παρά λαϊκές μυθιστορίες σε συνέχειες, δράματα όσο κρατούν οι παρτιτούρες και οι ζωές μας. Και ο Κάτω Κόσμος, ένας σταθμός με τα λεωφορεία και τους ταξιδιώτες και τα κεντράκια του, γεμάτος φίλους και ανθρώπους δικούς μας που δεν μπορούν πια να γεράσουν.  

Α.Θ