Απόστολος Θηβαίος | Blue

 

© William Albert Allard

“έργο που δεν βρήκε ποτέ στεριά”

[Άδειο δωμάτιο σπιτιού. Δεν υπάρχει τίποτε, έξω από ένα ξύλινο τραπέζι και δυο παράταιρες καρέκλες. Δυο άνθρωποι μονάχα το κατοικούν. Ο Λίο και η Μπλου, όχι πάνω από τριάντα χρονών, εκείνη ντυμένη χειμωνιάτικα, εκείνος διαλυμένος, μια υδατογραφία που δεν μπόρεσε. Όλα δείχνουν πως κάποτε ο Λίο και η Μπλου υπήρξαν κάτι περισσότερο από εραστές. Το διαμέρισμά τους πάνω από το πάρκο είχε θέα σε όλη την αγάπη. Μια καταπράσινη αγάπη να πέφτει παντού σαν λήθη, όσο ο Λίο και η Μπλου παράφορα αφήνονται στις νύχτες. Για αυτό και δεν θα πρέπει να εκπλαγείτε με το θαμπό, πράσινο χρώμα της σκηνής. Η σκηνή πάντα παίρνει το χρώμα που έχουμε μες στις καρδιές μας και αστράφτει σαν βυθός εμπρός στα κλειστά μας βλέφαρα. 

Ένας πύραυλος πέφτει κάπου κοντά και η σκηνή φωτίζεται. Τριγύρω οι φροντιστές, ποτέ ηθοποιοί μα πιο αληθινοί από ποτέ τεχνίτες, στερεώνουν το φεγγάρι και καρφώνουν ένα προς ένα τα άστρα. Ακούγονται πυροβολισμοί, ριπές, εκφωνητές από όλες τις γλώσσες του κόσμου, μια υπόκωφη φωνή στον κόρφο της ζωής μας που τρέμει. Ένας αρχαίος φόβος γδέρνει τους τοίχους, όμως οι δυο τους δεν φοβούνται.]

Λίο: Δεν το ‘θελα.

Μπλου: Όμως έγινε. Και μας νίκησε και τους δυο μας, το ξέρεις, έτσι δεν είναι;

Λίο: Θα μπορούσα να είχα σωπάσει.

Μπλου: Ή να μου πεις κάτι άλλο, έναν στίχο τραγουδιού, τ’αντίο σου με χίλιους τρόπους, ίσως να μην πεις τίποτε και να αφήσεις να κλείσει μια ιστορία έτσι όπως κλείνουν πίσω τους τις πόρτες τα χρόνια. 

Λίο: Ναι. Θα μπορούσα.

Μπλου: Όμως εσύ διάλεξες.

Λίο: Διάλεξα.

[Μια ομοβροντία από πυραύλους βάζουν φωτιά στο φόντο, οι δυο τους σφίγγουν τα χέρια. Οι φροντιστές  τώρα χαράζουν ανάμεσά τους μια πράσινη γραμμή. Έρχονται στα χέρια, μερικοί σκοτώνονται, ο εκφωνητής ουρλιάζει μέσα από το ηχείο.]

Μπλου: Και τώρα, φεύγεις. Πες μου, τα πήρες όλα; Δεν θέλω να ξεχάσεις κάτι, δεν θέλω να σκεφτείς πως πρέπει να γυρίσεις. 

Λίο: Όλα, ναι, όλα είναι εδώ [δείχνει το στρατιωτικό του σακίδιο]. Μόνο που άφησα εσένα και σκέφτομαι πως δεν μπορώ να φύγω.

Μπλου: Μην φοβάσαι.

Λίο: Δεν υπάρχουν δρόμοι, νομίζω.

Μπλου: Θα φτιάξεις τους δικούς σου, μην δειλιάζεις. 

Λίο: Εσύ είσαι ένας δρόμος.

Μπλου: Δεν οδηγώ πουθενά.

Λίο: Είσαι ένα σύννεφο, κανείς δεν νοιάζεται.

Μπλου: Νοιάζομαι εγώ που κάποτε θα γίνω η βροχή σου. Ακόμη δεν θυμάσαι τίποτε.

[Οι βομβαρδισμοί εντείνονται, μια διμοιρία περνά μέσα από το σπίτι σε σχηματισμό, δακρυγόνα και ουρλιαχτά. Μες στη φασαρία αυτού εδώ του αιώνα οι δυο τους μιλούν.]

Μπλου: [πλησιάζει κοντά του με αργό βήμα, ο φωτισμός ακολουθεί την ανάσα και τον ρυθμό της, ενδιάμεσα σκηνές ερωτικές μεταξύ τους διακεκομμένες, σαν φωτογραφίες παλιές] Αν ήμουν, λοιπόν εκείνος ο δρόμος που λες, πες μου, πού θα σε οδηγούσα;

Λίο: Εδώ. [δείχνει το σημείο στην καρδιά της. Όλα κορυφώνονται σε ανυπολόγιστες εντάσεις.]

Μπλου: Και πώς θα με λέγανε; [σε απόσταση αναπνοής μεταξύ τους]

Λίο: Δρόμο, δίχως υποκοριστικά, δίχως ποιήματα. Η αγάπη δεν έχει βαθμίδες, είναι το λευκό που σχηματίζουν όλα τα χρώματα. Θυμάσαι που όταν τ’άκουσες  μου χαμογέλασες μέσα από τα βάθη του αμφιθεάτρου; Ακόμη δεν θυμάσαι τίποτε. Είσαι ολόκληρος αγάπη. [ψηλαφίζει το πρόσωπό του, αργά, τόσο αργά, σαν να ‘ναι μια τυφλή που τον αναγνωρίζει]

[Το κορίτσι αποτραβιέται μακριά, κάνει ότι χαράζει γραμμές στο κενό και αυτές αναπαράγονται στο φόντο της σκηνής, όσοι οι εκρήξεις δίχως θόρυβο πια εξακολουθούν μαζί με φριχτές , τηλεοπτικές εικόνες που πληγώνουν. Και φωνές. Εκείνος σηκώνεται, την πλησιάζει, γύρω τους μαίνεται ο πόλεμος.]

Μπλου: [δακρυσμένη] Δεν έπρεπε να το πεις, όχι εκείνη τη στιγμή. Θυμάμαι παρακαλούσα να μην το πεις. Πήρες πίσω τον όρκο σου. 

Λίο: Πώς θα τα κατάφερνα μετά;

Μπλου: Για αυτό ήρθες μέχρι την καρδιά μου και τραγούδησες; Αυτό ήταν όλο;

Λίο: Θέλεις να στο ξαναπώ;

Μπλου: Φοβάμαι, μετά θα γίνουμε ο ίδιος δρόμος και φοβάμαι Λίο, όλους αυτούς που μας παίρνουν ότι αξίζει.

Λίο: Μια φορά ακόμη, μόνο αυτό.

Μπλου: Όχι, όχι, έπειτα όταν θα φύγεις εγώ θα κλάψω πικρά, σαν τις φίλες μου εκεί έξω, καλύτερα να ξεχάσεις τη φωνή σου , το πρόσωπό σου κρύψε και φύγε. Δεν θα σου ζητήσω τίποτε.

Λίο: Και αν δεν υπάρξει άλλη ευκαιρία;

Μπλου: Θα αρκεί εκείνη η φορά για πάντα Λίο. Όσο θα περνώ από ηλικία σε ηλικία, αυτή τη φορά θα έχω μόνο. 

[Γύρω οι φροντιστές μαζεύουν κάτι σύνεργα αδέσποτα. Τα’χαν αφήσει εκεί όσο μαίνονταν οι μάχες. Κάποιος ξεκρεμάει το φεγγάρι. Τ’αδειανό του κούφωμα με όλες τις συνθήκες – εκφωνητές, βόμβες, πλάνα πολεμικά – μοιάζει παράξενο, σαν μια δαγκωμένη καρδιά εκεί στο μέσον της σκηνής. Μόνο ο ήχος του ανέμου και τα χείλη τους που κάτι σαν να λένε. Αργά στη σκηνή μπλε χρώμα βυθού και μια σιωπή με πελώρια, αμυγδαλωτά μάτια. Αυτό το τελευταίο είναι που μετράει περισσότερο, το πιο πολύτιμο, χρυσώτερο από το χρυσό, έτσι όπως το ‘παν οι ανθολογίες και το μετέφρασε ο Κακίσης. Όλα όσα ειπώθηκαν σε εκείνο το δωμάτιο, στην ετοιμόρροπη σκηνή κάποιου θεάτρου, η αδειανή πληγή του φεγγαριού και ο μαραμένος άγγελος που κάποτε δοκίμασε από το τρεμάμενο χέρι της ανθρωπιάς μας. Ήταν εμείς, όλο το έργο, εμείς. Μόνο σωστά φωτισμένοι όπως οι μορφές του Μανέ, μόνον έτσι. Απότομο σκοτάδι στη σκηνή και τέλος. Μόνο το φόντο με τις γραμμές και όλες οι συνθήκες του έργου που  παραμένουν διακριτικές, καθώς οι φωτισμοί επανέρχονται σταδιακά, ανεπαίσθητα, όπως δεν συμβαίνει ποτέ μετά από ένα ποίημα.]

Απόστολος Θηβαίος