Ο κύριος Φλορ δεν κλαίει ποτέ

[…Ο Μπομπ έχει μια μηχανική καρδιά. Που χτυπάει όμως με καλοσύνη ή πάλι αυτή η εντολή προβάλλει διαρκώς στην κεντρική του οθόνη, σαν να ‘χει κολλήσει για πάντα ο επεξεργαστής σε έναν ιδιότροπο μονόλογο. Και ο Μπομπ ανατρέχει κάθε τόσο και επικαιροποιεί την πληροφορία και τα μάτια του χαμογελάνε πίσω από ραγισμένα πίξελ. 

Ο Μπομπ ζει στο 2450 και είναι ευτυχισμένος. Διανύει τις καλύτερες μέρες του. Εργάζεται στο υπολογιστικό κέντρο δεδομένων, ένα από τα χιλιάδες που ξεφυτρώνουν μες στην πόλη. Μπορείς να ανταλλάξεις data μες σε σκοτεινούς θαλάμους και να πληρωθείς αδρά. Όλοι οι εκτοπισμένοι κυκλοφορούν σε αυτή τη ζώνη, ρομπότ και λίγοι άνθρωποι, όσοι επιλέγουν να κατοικούν ακόμη τις πόλεις. Οι περισσότεροι απομακρύνθηκαν και έχουν φτιάξει έναν άλλον κόσμο κρατώντας τα ρομπότ σε απόσταση. Το τίμημα ήταν η πόλη τους και την έχασαν. 

Ο Μπομπ διαθέτει επεξεργαστή τελευταίας γενιάς και ενσωματώνει μια εφεδρική μπαταρία με διάρκεια ζωής τα εξήντα πέντε χρόνια. Σε εκείνη τη φάση θα επανεκτιμηθεί η φορολογική του ικανότητα και εφόσον υπάρχουν πακέτα αναβάθμισης για το λειτουργικό του θα επιβιώσει. Διαφορετικά στους κυρίου Φλορ αμέσως, σε έναν από τους τελευταίους ανθρώπους στην πόλη, που αναλαμβάνει να διαλύσει τα αποσυρόμενα. Πλαδαρός, με λερωμένη φόρμα βρίσκεται πάντα εκεί, χαρτοπαίζοντας με τον Βραχίονα, ένα χέρι δηλαδή με ενσωματωμένο εγκέφαλο και μια σειρά πεπερασμένων λειτουργιών.

Η πόλη ασχημαίνει μέρα τη μέρα. Η ομορφιά δεν σημαίνει τίποτε για τα περισσότερα από τα ρομπότ. Εφαρμόζουν τους κανόνες και αυτό αρκεί. Κάθε μέρα εμφανίζονται οι σχετικές υπηρεσίες και σαρώνουν τους δρόμους από τα αδέσποτα. Πρόκειται για ρομπότ που ξεμένουν από μπαταρία εδώ και εκεί, κρατώντας το απαντητικό φύλλο με τη λιτή διατύπωση «απόσυρσης». Δεν χωρούν τρυφερότητες, οι επεξεργαστές αποκολλούνται και η στράτζα του κυρίου Φλορ αναλαμβάνει τα υπόλοιπα. Καμιά φορά ζητούν λίγη φόρτιση, παρακαλούν στα γόνατα, σαν άνθρωποι που προσεύχονται. Σε κάτι φωτογραφίες ο Μπομπ είχε δει παρόμοιες σκηνές με ανθρώπους που εκκλιπαρούσαν.

 Ο Μπομπ τα γνωρίζει όλα αυτά καθώς εργάστηκε για χρόνια στο κέντρο θεολογικών σπουδών, υποτομέα της γενικότερης σπουδαστικής ενότητας «Παλαιοντολογία» επικεντρωμένο στη μελέτη της περιόδου του 20ου αιώνα που ολοένα και περισσότερο κερδίζει ενδιαφέρον με εκπροσώπους ζωγράφους σε γκαλερί και την υιοθέτηση της κιγκαλερίας της περιόδου. Πρόκειται για μόδα, δίχως αμφιβολία, θα κρατήσει πολύ λίγο μα κάθε τέτοιο ρεύμα σαρώνει τα πάντα, είναι απίθανο στα αλήθεια, συλλογιέται ο Μπομπ καθώς προσφέρει λίγη ενέργεια σε ένα παλιό μοντέλο που του λείπει ο δεξιός βραχίονας. Καθώς φορτίζεται του ψιθυρίζει «όχι στον Φλορ, όχι στον Φλορ», ο Μπομπ τραβά βίαια τον φορτιστή, κοιτάζει τριγύρω, μπορεί να βρεθεί υπόλογος, κάνει ένα δυο βήματα σε σπορ μόουντ με  σταθερή ταχύτητα. Επαναπρογραμματίζει τις συντεταγμένες που πρέπει, ο δρόμος είναι έρημος, συνδέεται με την ηλεκτρονική διεύθυνση των τύπων που στέκουν στη γωνιά και παρακολουθούν τα αδέσποτα ή κάποιον εκτοπισμένο που βρέθηκε εδώ γύρω. Ανταλλάσσουν μερικές φιλικές καλησπέρες με αρχεία σε κώδικα και ο Μπομπ προχωρά, προχωρά. Λίγο πιο πέρα το κατάστημα με τα είδη δώρων, φορτιστές, προγράμματα τελευταίας χρονολογίας, λειτουργικά, επεξεργαστές, ειδικό γράσο, μπαταρίες σε ειδικές συσκευασίες, ένα σορό πράγματα που θα αφορούσαν ένα ρομπότ.

 Υπάρχει το σκοτάδι του δρόμου και εκεί, ένα μικρό νησί, έξω ακριβώς από το μαγαζί. Ένα νησί με σκιές και θαύματα, σαν μια φωτογραφία που ‘μεινε αρνητικό, πέρα από το φως. Η καρδιά του Μπομπ χτυπά πιο γρήγορα, η καρδιά του Μπομπ χτυπά πιο δυνατά, είναι αδύνατο για ένα ρομπότ να συμβεί κάτι τέτοιο. Και το βήμα του πιο ανάλαφρο τώρα πια. Κάτι άλλαξε για πάντα μες στη ζωή του καθώς το σκοτάδι είναι απόψε μόνο για εκείνον. Και  το νησί είναι μόνο για εκείνον, με σκιές και θαύματα, ένα κινέζικο τσίρκο, ένας κόσμος υπαίθριος, φτηνός μα όμορφος αληθινά. 

Τώρα κοιτάζει αλλιώς και βγάζει τη μάσκα του και ψηλαφίζει με τα χέρια του που πριν δεν μπορούσαν να αγγίξουν τίποτε δίχως εντολή και αφορμή. Και σιγά σιγά εφευρίσκει τον εαυτό του, τον λαιμό και το σχήμα των ματιών του και τις γραμμές των χειλιών του, αυτό το λίγο του κόσμου που του αναλογεί. Και αφήνει πίσω του συντρίμμια, μεταλλικά κομμάτια που δεν χρησιμεύουν σε κανέναν και το θαύμα εκεί κάτω στην άκρη της λεωφόρου αλλάζει. Και όλες οι μυρωδιές της νύχτας, όσες σώθηκαν από τον χαμό και η λιγοστή μας φαντασία κρυμμένη μες στην βρώμικη πρόζα της ζωής  ασκούν μια καταλυτική επίδραση στον Μπομπ που γίνεται λίγο λίγο πιο ανθρώπινος. Η καλοσύνη του θα φταίει που η καρδιά του φυσάει απόψε. Και όλο φθάνει κάπου, σε εκείνο το νησί που μόνο λίγοι βρήκαν κάποτε. 

Τώρα στέκει εμπρός από τη βιτρίνα. Και κοιτάζει τον εαυτό του που αλλάζει και από πάνω του περνούν ζωγραφιές και μουσικές και θεοί και ήρωες. Και χρόνια ευτυχισμένα, απέραντες εκτάσεις καλοσύνης και κάτι από τον κυκλώνα της ιστορίας. Ο Μπομπ βρίσκει κάτι από την ανθρωπιά του, ο Μπομπ μαθαίνει εκεί, εμπρός στη βιτρίνα να αγαπάει από την αρχή τον αλλιώτικο εαυτό του. Ίσως φοβάται, επειδή από τώρα μετράει ο χρόνος ο δικός του, ένα λυπημένο φεγγάρι να φέγγει νύχτες και μέρες πάνω από την καρδιά του, το τρεμάμενο φως στα βιβλία. Και όσο φοβάται, τόσο προβάλλουν από τις γωνιές οι παρείσακτοι, άνθρωποι που νοστάλγησαν κάτι από τις πόλεις τους και κάθε νύχτα ξαναζούν μες στα παλιά τους σπίτια, ανοίγουν τα φώτα και κοιτάζουν τις φωτογραφίες. Δεν κλαίνε, έχουν ξεχάσει πώς γίνεται και ο κόμπος στον λαιμό τους γίνεται  ποίημα. 

Ένα κορίτσι στάθηκε εμπρός από τον Μπομπ. Ήταν όμορφη, φτιαγμένη από τα στρας της νύχτας, έτοιμη για την αγάπη. Και έδειξε στον Μπομπ τι είναι αυτό που ξεχωρίζει τους ανθρώπους. Με ένα φιλί του το’πε, με ένα σπασμό της ψυχής της. Αν ήταν δυνατό  θα έπεφτε να πεθάνει εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Όμως μέτρησε η ομορφιά του κοριτσιού για άλλη μια μέρα. Και ο Μπομπ κέρδισε με το σπαθί του εκείνο το σάλεμα της καρδιάς που μοιάζει με τον ξαφνικό άνεμο μες στα δωμάτια, τα άδεια από εμάς…]

Το όνειρο χαλάει. Ο Μπομπ συνεχίζει να είναι ένα ρομπότ και τα χρόνια χιλιάδες πια. Βγάζει τον εαυτό του από τη φόρτιση, σκίζει το χαρτί που ‘γραψε «έγκριση παρατάσεως» και αφήνει την καρδιά του να γυρίσει αδύναμα λίγες φορές ακόμη. Ένας αλάδωτος άξονας που βγάζει έναν συριστικό ήχο καθώς η καρδιά σταματάει. Ο Μπομπ ανήκει σε εκείνα τα λιγοστά ρομπότ που επιλέγουν αυτόνομα το τέλος του ηλεκτρονικού τους βίου. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη τάξη μηχανών που θέλησαν να μοιάσουν στους ανθρώπους. «Παράξενες μηχανές» λέει ο κύριος Φλορ καθώς αποσυνδέει ένα πρώτης τάξεως μηχάνημα, τον Μπομπ. ¨Ετσι γράφει στη μεταλλική ετικέτα. «Παράξενες καρδιές», λέει πάλι ο κύριος Φλορ και βουρκώνει κομμάτι πάνω από τον πάγκο του, τότε στα 2.450μ.Χ. Και είναι σπάνιο αυτό που καταφέρνει ο κύριος Φλορ, το δάκρυ του, βλέπετε, είναι το πιο σπάνιο ανταλλακτικό του κόσμου.

Α.Θ